Ἔρος
δ’ ἐτίναξέ μοι
φρένας,
ὠς ἄνεμος κὰτ ὄρος δρύσιν ἐμπέτων.
Ο
έρωτας μου τίναξε τις φρένες
σαν ο
άνεμος λυγώντας τις βελανιδιές στις πλαγιές.
Ἦλθες,
κάλ’ ἐπόησας, ἔγω δέ σ’ ἐμαιόμαν,
ἂν δ’
ἔψυξας ἔμαν φρένα καιομέναν πόθῳ.
Ήρθες,
τι καλά που έκανες, πόσο σε λαχταρούσα
δροσιά
στην ψυχή μου που την έκαιγε ο πόθος.