Ποια είναι η σχέση του πραγματικού με τον αφηγηματικό χρόνο;
Πώς αποδίδεται ο πρώτος από το δεύτερο ή μήπως η αφήγηση απατηλά κάνει κάτι τέτοιο, είναι μόνο ρευστή μνήμη;
Ένα μικρό -νομίζω- καλό παράδειγμα, το λύγισμα των δαχτύλων και οι τριγμοί των αρθρώσεων στα παρακάτω αποσπάσματα.
(Ο Αλεξέι Αλεξάντροβιτς, ο σύζυγος της Άννας, που κάτι διαισθάνθηκε απόψε για το ειδύλλιό της με τον αξιωματικό Βρόνσκι, την περιμένει να επιστρέψει σπίτι, δεν μπορεί να κοιμηθεί. Σκέφτεται τι θα της πει.)
«”Πρώτον να εξηγήσω τη σημασία της κοινής γνώμης και της καλής συμπεριφοράς∙ δεύτερον να εξηγήσω τη σημασία του γάμου από θρησκευτική άποψη∙ τρίτον, αν χρειαστεί να υποδείξω τη δυστυχία που ενδέχεται να πλήξει τον γιο μας∙ τέταρτον να υποδείξω τη δική της προσωπική δυστυχία”. Και μπλέκοντας τα δάχτυλα των χεριών του γύρισε προς τα κάτω τις παλάμες, τα λύγισε και τα δάχτυλα τρίξανε στις αρθρώσεις.
Πώς αποδίδεται ο πρώτος από το δεύτερο ή μήπως η αφήγηση απατηλά κάνει κάτι τέτοιο, είναι μόνο ρευστή μνήμη;
Ένα μικρό -νομίζω- καλό παράδειγμα, το λύγισμα των δαχτύλων και οι τριγμοί των αρθρώσεων στα παρακάτω αποσπάσματα.
(Ο Αλεξέι Αλεξάντροβιτς, ο σύζυγος της Άννας, που κάτι διαισθάνθηκε απόψε για το ειδύλλιό της με τον αξιωματικό Βρόνσκι, την περιμένει να επιστρέψει σπίτι, δεν μπορεί να κοιμηθεί. Σκέφτεται τι θα της πει.)
«”Πρώτον να εξηγήσω τη σημασία της κοινής γνώμης και της καλής συμπεριφοράς∙ δεύτερον να εξηγήσω τη σημασία του γάμου από θρησκευτική άποψη∙ τρίτον, αν χρειαστεί να υποδείξω τη δυστυχία που ενδέχεται να πλήξει τον γιο μας∙ τέταρτον να υποδείξω τη δική της προσωπική δυστυχία”. Και μπλέκοντας τα δάχτυλα των χεριών του γύρισε προς τα κάτω τις παλάμες, τα λύγισε και τα δάχτυλα τρίξανε στις αρθρώσεις.
Αυτή η χειρονομία, αυτή η κακή συνήθεια –το μπλέξιμο των
χεριών και το τρίξιμο των δαχτύλων- τον καθησύχαζε πάντα και του χάριζε την
ακρίβεια και την τάξη που του ήταν τώρα τόσο απαραίτητη. Στην είσοδο ακούστηκε να
σταματάει η καρότσα. Ο Αλεξέι Αλεξάντροβιτς στάθηκε στη μέση της σάλας.
Στη σάλα ακούστηκαν ν’ ανεβαίνουν γυναικεία βήματα. Ο Αλεξέι
Αλεξάντροβιτς, έτοιμος με το λόγο του, στεκότανε σφίγγοντας τα μπλεγμένα του
δάχτυλα και περιμένοντας μήπως ξανατρίξει κανένα. Μια άρθρωση έτριξε.
(…)
(Οι σύζυγοι αμέσως έπειτα.)
-Έτσι είναι πάντα, του απάντησε σα να μην καταλάβαινε
καθόλου περί τίνος πρόκειται κι απ’ όσα είπε να κατάλαβε μόνο το τελευταίο.
Όταν πλήττω, στενοχωριέσαι, όταν διασκεδάζω, στενοχωριέσαι. Απόψε δεν έπληττα.
Αυτό σε πρόσβαλε;
Ο Αλεξέι Αλεξάντροβιτς ανατρίχιασε και λύγισε τα χέρια για
να τρίξουν τα δάχτυλα.
-Αχ, σε παρακαλώ, μην κάνεις αυτό το κρακ – κρακ, δε μ’
αρέσει, είπε αυτή.
-Άννα, δε σε αναγνωρίζω! είπε ο Αλεξέι Αλεξάντροβιτς σιγά,
προσπαθώντας να συγκρατηθεί και σταματώντας απότομα την κίνηση των χεριών.»
[Από την Άννα Καρένινα, το κατά πολλούς αρτιότερο μυθιστόρημα
του 19ου αιώνα, του Λέοντα Τολστόι (9-9-1828 – 20-11-1910),
μετάφραση Άρης Αλεξάνδρου, εκδόσεις Άγρα, σελ. 1262, τα αποσπάσματα από τις σελ.
246, 247 και 249.]