Η αναμονή, η εκδίκηση, οι σούμες
Athens Voice, 23/4/2016
Εδώ και καιρό βρισκόμαστε συλλογικά σε μία κατάσταση μόνιμης, βασανιστικής αναμονής. Σαν αυτόν που με τα αναγκαία σε μια βαλίτσα, όλα ακατάστατα: αντικείμενα, σκέψεις, αισθήματα, στέκεται σαστισμένος στην αποβάθρα ενός σταθμού, εντούτοις αδρανεί. Ποτέ και καμιά κοινωνία δεν υπήρξε αθώα ούτε η ελληνική βέβαια, η οποία δεν αγνοεί τους λόγους που την οδήγησαν ή την κρατάνε σ’ αυτό το σημείο, ακόμα κι αν ένα μεγάλο κομμάτι της προτιμάει να τους βλέπει σαν ένα κουβάρι μπερδεμένο ή δεν είναι σε θέση να τους εκφράσει με το λόγο. Άλλωστε, είτε άτομα είτε περισσότερο συλλογικές ομάδες, όταν ρωτιούνται υπό πίεση, γενικότερα σε περιστάσεις έκτακτες, σπάνια απαντούν με σαφήνεια ή αμεσότητα.
Σκεφτείτε πόσο συχνός είναι ο διάλογος: «Είσαι καλά;» ρωτάει ο Α. «Ναι», απαντάει βυθισμένος ο Β. «Γιατί, τι σου συμβαίνει;» ξανά ο Α, που αφουγκράστηκε περισσότερο την έκφραση του προσώπου παρά το στόμα του συνομιλητή του. «Τίποτα, μωρέ. Ξέρω κι εγώ», πάλι ο Β. Και η στιχομυθία θα πάρει σε μάκρος, με την επικοινωνία να είναι πολύ αμεσότερη στους μορφασμούς και τις χειρονομίες, στη μιμόγλωσσα που μαθαίναμε στο πανεπιστήμιο, παρά στο λόγο. Θέλω να καταλήξω, στη συγκυρία των τελευταίων μηνών δεν είναι εύκολο να υπάρξει έγκυρη (πέρα από την καταγραφή μιας πολύ γενικής τάσης) δημοσκόπηση. Σε ό,τι άλλο συγκεκριμένο, είναι εύλογο οι απαντήσεις να είναι ή αντιφατικές ή του τύπου: για να μην καταλάβεις αυτό που σκέφτομαι εγώ τώρα, ή γιατί θέλω να το κρύψω ή γιατί μου είναι δύσκολο να το ξεμπερδέψω στο μυαλό μου, για αντιπερισπασμό σού απαντώ αυτό που μου φαίνεται κοινωνικά πιο αποδεκτό. Όπως περίπου ένας μαθητής στην τάξη, που, αφού κοκκινίσει, αποτολμάει αυτό που φαντάζεται ότι θα έλεγαν και στην πλειονότητά τους οι συμμαθητές του.
Δηλαδή, πώς μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη η απάντηση στην ερώτηση: «Για την κρίση ευθύνεται η ελληνική ή οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις;» Πιο απλά: είμαστε υπεύθυνοι εμείς ή οι Ευρωπαίοι; Δείτε την παύση, την αμηχανία στα μάτια του ανθρώπου που ρωτιέται. Θα τρέξουν λίγα ή περισσότερα πράγματα στη σκέψη του, φέρ’ ειπείν οι δικοί μας πολιτικάντηδες να λένε και να ξελένε τα πιο απίθανα πράγματα, ύστερα οι ίδιοι πάλι να χαριεντίζονται άρα και να νομιμοποιούνται από τους Ευρωπαίους ηγέτες, ενδεχομένως το «εμείς», που εννόησε, συνειρμικά να τον κάνει να ανακαλέσει το χάλι των υπηρεσιών και της διοίκησης, την ασυναρτησία, τη σύγχυση, αλλά και προσωπικούς, ένα σωρό δισταγμούς συναισθηματικού φορτίου κυρίως, και αυτός ο άνθρωπος, -επιτρέψτε μου ξανά το σχήμα-, ο σε αναμονή, ο όρθιος μήνες τώρα, με τα μπαγκάζια στο χέρι, τα όποια λεφτουδάκια του εκτός τραπεζών, που για τους οικείους του και για τον εαυτό του δεν ξέρει ποιο τρένο να περιμένει και για πού, είναι και αυτός που μέσα στους πολλούς του περισπασμούς τελικά θα ψελλίσει: «Οι Ευρωπαίοι». Αυτή του η απάντηση, άραγε, μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη; Αναρωτιέμαι, αλλά κι απ’ όλη τη διατύπωση προφανώς αμφιβάλλω.
Ρευστότητα, παρατεταμένη εκκρεμότητα, που επιτείνουν και οι πρόσφυγες – μετανάστες. Ετούτοι δεν έχουν την πολυτέλεια να αδρανούν σε σταθμούς, καν στα σύνορα, γίνονται όμως ένα είδος «βιωματικού ή πραγματικού φόντου» όπου προβάλλεται το δικό μας σχήμα μεταφοράς. Οι πρόσφυγες ψάχνουν το… τράνζιτο, αλλά κι εμάς (κάποιοι, ξένοι, δικοί μας, τι σημασία έχει πια το ποιοι) μας ξεβολέψανε, ούτε εμείς ξέρουμε τι θ’ απογίνουμε. Κι εμείς στην αναμονή είμαστε. Οι πολιτικάντηδες ανησυχούν, γιατί διαισθάνονται ότι -πάλι σε συμβολικό πεδίο- οι βίαιες μεταξύ των μεταναστών συγκρούσεις, τα προβλήματα, οι αφόρητες συνθήκες στους καταυλισμούς τους σύντομα θα μεταφερθούν και αυτά στο δικό μας συλλογικό ασυνείδητο.
Η κοινωνία δεν είναι μόνο σύνολο, μα ούτε ενιαία ως σύνολο, και δεν υπάρχει μεγαλύτερο λάθος από το μιλάμε γι’ αυτήν γενικεύοντας. Αλλά και δεν μπορώ να φανταστώ αντιπροσωπευτικότερη φράση για όσα ζούμε τους τελευταίους μήνες: «Να δούμε πού θα πάει όλο αυτό.» Το λέμε αόριστα, σαν να το δείχνουμε μόνο, να φοβόμαστε να του δώσουμε όνομα: «όλο αυτό». Σαν να πρόκειται για ένα περίεργο καψόνι, όχι πια για την κρίση ή τη χρεωκοπία, αλλά για το τι κάνουμε μετά απ’ αυτήν, και η φράση μοιάζει να αποσιωπά την προσδοκία, που κι αυτή με τη σειρά της ολοένα ξεμακραίνει, πως όπου να ’ναι κάποιος θα σφυρίξει το τέλος «όλου αυτού», τη λήξη της ταλαιπωρίας, και επιτέλους θα γυρίσουμε στις ζωές μας, θα ξεχαστούμε στον προσωπικό μας χρόνο.
Όμως υπάρχει ένας άλλος τρόπος, μία άλλη δημοσκόπηση. Της έδωσα το όνομα «η εκδίκηση της γλώσσας». Την ανακάλυψα εντελώς τυχαία. Δεν υπάρχει αρετή στη γλώσσα σαν την κυριολεξία. Έτρεχα σε διάδρομο γυμναστηρίου και ξαφνικά, μάλλον από τις εικόνες υπουργών στη βουβή τηλεοπτική οθόνη απέναντι, μου ήρθε μόνη της η λέξη «ανεκδιήγητοι», αλλά και όσο ποτέ σε όλο το εννοιολογικό πλάτος και βάθος της. Πράγματι, ανεκδιήγητοι. Έλεος, τιμωρούνται για το newspeak, τους «θεσμούς» και τις «συμφωνίες» και τα συναφή, ήτανε η επόμενη σκέψη μου. Στην αρχή αστειευόμενος, στη συνέχεια συστηματικότερα, και ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο του συζητητή μου, άρχισα το ιδιότυπο τεστ – γκάλοπ. «Τι έρχεται πρώτο στο μυαλό σου όταν ακούς τη λέξη “ανεκδιήγητοι”;» «“Ιδεοληπτικοί”;» Ή «“εθνολαϊκιστές”», «“ανίκανοι”» και άλλες πολλές εννοείται. Να βλέπεις να φωτίζεται το πρόσωπο του συνομιλητή, το γελάκι στα μάτια, το μειδίαμα στα χείλη, και οκτώ στους δέκα να δίνουν μία, την ίδια απάντηση. Το τεστ – δημοσκόπηση το έκανα πριν από δυο βδομάδες, δεν αποκλείεται το «σκορ» να φτάνει ήδη και εννέα ή και δέκα στους δέκα.
Πρόσφατα μου έτυχε και άλλο. Συνάντησα έναν παλιό φίλο, είχε καθίσει σε πεζούλι, έδειχνε αποκαμωμένος. «Τι έπαθες;» τον ρώτησα. Κουνούσε το κεφάλι. «Άμα σου πω! Περπάταγα στο δρόμο, αφηρημένος, πώς μου ’ρθε κι έκανα τη σούμα!» «Ποια σούμα;» δεν καταλάβαινα. «Προσπάθησε να σκεφτείς όσα μάς πέσανε στο κεφάλι τους τελευταίους δεκατέσσερις μήνες. Να τα σκεφτείς μαζεμένα, όμως. Να τους δεις έναν έναν, ένα ένα τα καμώματά τους» και σκουπίζοντας τον αυχένα, «ίδρωσα, να φανταστείς…» .
Νομίζω πως και μισή ανάσα να πάρουμε πια, πριν από κάνα δημοψήφισμα ή τίποτε εκλογές στα πλαίσια κάποιου ελιγμού τακτικής, οι σούμες θα κυλήσουνε στιβάδα και με απρόβλεπτη δυναμική. Μ’ άλλα λόγια, κι έτσι κι αλλιώς προτού η οικονομία καταρρεύσει από τη φορολογική λαίλαπα, τις παρωχημένες πολιτικές, την παραλυτική ακυβερνησία, προτού πληθύνει η συλλογή των λέξεων που βρίσκουν στην αλλοπρόσαλλη πολιτεία τους την κυριολεξία τους, οι κυβερνώντες ας κυβερνήσουν, πάει να πει ας επιχειρήσουν τις επώδυνες μεταρρυθμίσεις. Τους τις θυμίζουν όλοι, τις ξέρουν και οι ίδιοι. Κι αν δεν μπορούν, κωλυόμενοι από τους 53+ ή και τους χίλιους δεκατρείς, ας παραδώσουν. Οι ευθύνες τους είναι πια δυσανάλογα μεγάλες, ο χρόνος εξαντλείται, μερικοί ειδήμονες φωνάζουν πως έχει εξαντληθεί ήδη.