«Χαρίτων Ἀφροδισιεύς, Ἀθηναγόρου τοῦ ῥήτορος ὑπογραφεύς,
πάθος ἐρωτικὸν ἐν Συρακούσαις γενόμενον διηγήσομαι» / «Εγώ ο Χαρίτωνας από την Αφροδισιάδα, ο γραμματεύς του ρήτορα Αθηναγόρα,
θα σας αφηγηθώ μιαν ερωτική ιστορία που έγινε στις Συρακούσες». (σελ. 7) Μ’
αυτή τη δήλωση στο προοίμιο, που θυμίζει αντίστοιχες του Ηρόδοτου και του Θουκυδίδη,
μας αυτοσυστήνεται ο κατά γενική εκτίμηση πρώτος μυθιστοριογράφος του κόσμου. Δε
γνωρίζουμε τίποτε άλλο γι’ αυτόν, και για ορισμένους ακόμα και η ελάχιστη αυτή
πληροφορία εκτιμάται ως πιθανό ψευδώνυμο. Από τη χρήση της αλεξανδρινής κοινής
και την απουσία αττικισμών το μυθιστόρημα χρονολογείται πριν από τη
Δεύτερη Σοφιστική, δηλαδή πριν από το δεύτερο μ.Χ. αι., το πιθανότερο τον πρώτο
π.Χ. αι. ή στο πρώτο μισό του δεύτερου.
Ο Χαρίτωνας είναι μυθιστοριογράφος
και με τα σημερινά κριτήρια, για κάποιον μάλιστα που αγαπάει το είδος το Χαιρέας και Καλλιρρόη μπορεί να φανεί μία γοητευτική επίσκεψη στο εργαστήρι του πρώτου της συντεχνίας μας, που ήθελε να
τέρψει ακόμα και να συγκινήσει τους συγκαιρινούς του ανακατεύοντας το παραμύθι
με την ιστορία αλλά και ανάγοντας στη σφαίρα του δημόσιου βίου τα γεγονότα του
ιδιωτικού. Η Καλλιρρόη είναι κόρη ενός ιστορικού προσώπου, του Ερμοκράτη,
του Συρακούσιου που νίκησε τους Αθηναίους στη Σικελική Εκστρατεία, όμως ο
βασιλιάς των Περσών Αρταξέρξης και η βασίλισσα Στάγειρα, επίσης υπαρκτά
πρόσωπα, κατά το μυθιστόρημα σύγχρονα του Ερμοκράτη, στην πραγματικότητα χρονικά
δε συμπίπτουν. Το πλαίσιο είναι ψευδοϊστορικό, αλλά και αυτή είναι η σύμβαση με
τον αναγνώστη. Προφανώς την ιστορία που διαβάζει ή ακούει παρά τα κάποια ιστορικά προσχήματα την προτιμάει καμωμένη από τη μυθοπλασία αλλά και ζωσμένη
από την αχλή της.
Είναι
αξιοσημείωτη η πολύ συχνή χρήση του ευθέος λόγου, των διαλόγων, στην αφήγηση,
όχι λιγότερο από όσο σε ένα σύγχρονο μυθιστόρημα, επίσης και που αποδεικνύει το
ότι απευθύνεται σε λόγιους αναγνώστες η αυτούσια παράθεση στίχων του Ομήρου ή
και αναφορών στα έπη δίχως καμία επεξήγηση. Για παράδειγμα στη σελ. 34: «Όλοι μας θαυμάζουμε τον Αλκίνοο και τον αγαπούμε, γιατί έστειλε τον
ικέτη στην πατρίδα του», δίχως να διευκρινίζει ποιος Αλκίνοος ούτε ποιον
ικέτη, από την Οδύσσεια βέβαια, το
βασιλιά της Σχερίας, των Φαιάκων, και ικέτη και πατρίδα εννοεί αντίστοιχα τον
Οδυσσέα και την Ιθάκη.
Τον αφηγηματικό
χρόνο τον πυκνώνει η ύλη των λαϊκών παραμυθιών, ένα είδος αισθηματικής υπερβολής όπως την
υποδαυλίζει η φαντασία. Η Καλλιρρόη δεν είναι μόνο όμορφη πολύ, αλλά «ήταν ανώτερη κι από θεά, απ’ όλες μαζί τὰς
λευκωλένους καὶ καλλισφύρους του Ομήρου» (σελ. 63), κάθε τόσο όσοι την
αντικρίζουν εικάζουν πως είναι η Αφροδίτη και θέλουν να την προσκυνήσουν, η
φήμη της ομορφιάς της σαρώνει κυριολεκτικά ηπείρους. Αλλά κι η ομορφιά του Χαιρέα
δεν πάει πίσω. Επέστρεφε από το γυμναστήριο κι εκείνη κατευθυνόταν στο
ιερό της Αφροδίτης, όταν στο στενό μιας στροφής έπεσε ο ένας πάνω στον άλλο για πρώτη φορά, κι
ο Χαιρέας «λαμποκοπούσε σαν άστρο: πάνω
στη λάμψη του προσώπου του άνθιζε το αναψοκοκκίνισμα από την παλαίστρα σαν το
μάλαμα πάνω στο ασήμι (σελ. 7)».
Σχετικά με το
ιδιωτικό που ανάγεται σε δημόσιο, η εκκλησία του δήμου θα επιβάλει στον
Ερμοκράτη να δώσει την κόρη του στον Χαιρέα, σε κάθε καμπή της εξιστόρησης ως εάν επρόκειτο για δημόσιο συμφέρον θα αποφασίζει ή θα ωθεί την ανέλιξή της η εκκλησία
του δήμου στις Συρακούσες ή το δικαστήριο στη Βαβυλώνα με δικαστή το Μεγάλο
Βασιλέα Αρταξέρξη κ.τ.ό.
Θα μπορούσε να
ισχυριστεί κανείς και με σοβαρά επιχειρήματα πως εδώ έχουμε μια ανάλαφρη και
ρηχή ως προς το καλλιτεχνικό ή ποιητικό βάθος της αφήγηση. Το παράδοξο όμως είναι
πως διαθέτει οικονομία και ζωντάνια και πως αυτό που δεν καταφέρνει μοιάζει να μην είναι από αδυναμία του
δημιουργού της, αλλά όριο περιοριστικό από την εποχή ή την ιστορική συγκυρία. Είναι το
ρίγος του ανθρώπου που έχασε την πολιτιστική ασφάλεια της πόλης –
κράτους και που οδεύει μοναχικός και αμήχανος σε κάτι που θα πάρει πολύ ιστορικό χρόνο μέχρι να σταθεροποιηθεί
σε νέες πολιτιστικές αξίες. Ανασφάλεια που καταγράφεται στην αφήγηση με τη σταθερή
επίκληση της θεάς Τύχης από όλα τα πρόσωπα, την Τύχη που ανά πάσα στιγμή μπορεί
να αναποδογυρίσει τα πάντα στη ζωή του καθένα, -το κυματάκι της μελαγχολίας
αλλά και σε αντιστάθμισμα η κατάφαση στη ζωή που συμπαρασύρει το γλαφυρό τόνο, και που είναι, νομίζω, και τα δώρα του Χαιρέας και Καλλιρρόη.
Να πω, και πολύ
προσωπικά βέβαια, πως ένιωθα πολύ όμορφα παρακολουθώντας το μυαλό του αρχαίου μυθιστοριογράφου.
Επίσης, όπως το
αναφέρει και ο Τόμας Χαιγκ, υπάρχει σαφής ομοφυλοφιλική αναφορά στο μυθιστόρημα,
πολύ ενδιαφέρουσα στο βαθμό που καταγράφει κάτι που δεν απασχολεί την τότε κοινωνία ως απόκλιση (σελ. 14): «Η σχέση του
(του Πολύχαρμου) με τον Χαιρέα θύμιζε το
δεσμό Πάτροκλου και Αχιλλέα, όπως τον περιγράφει ο Όμηρος.» Και νομίζω πολύ
πιο εύγλωττα τρεις σελίδες νωρίτερα (σελ. 11), όταν αντικρούοντας η Καλλιρρόη
τις ζηλοτυπίες του Χαιρέα τού απαντάει: «Κανένας
δεν εκώμασε στο σπίτι του πατέρα∙ αντίθετα, στη δική σου εξώπορτα οι κώμοι
είναι κάτι το συνηθισμένο. Προφανώς ο γάμος σου (μαζί μου, εννοεί) έχει δυσαρεστήσει τους εραστές σου.»
[κωμάζω∙ συμμετέχω σε κώμο/ κῶμος∙ νυχτερινή έξοδος συμποσιαστών, με λαμπάδες,
μάσκες, μουσικά όργανα και τραγούδια // νυκτωδία, καντάδα]
Όχι σπάνια ο
αφηγητής απευθύνεται στους αναγνώστες σχολιάζοντας ή υπογραμμίζοντας κάτι, στην
αρχή μάλιστα του Πέμπτου Λόγου (οι πρώτοι πεζογράφοι υποδιαιρούν σε λόγους όπως στην αρχαία ελληνική
ιστοριογραφία, τα σημερινά δικά μας κεφάλαια) ανακεφαλαιώνοντας περιληπτικά
τα προηγούμενα, το ίδιο θα κάνει και στην αρχή του όγδοου, όπου επιπλέον θα
προαναγγείλει και τα ευχάριστα (σελ. 121): «Νομίζω
πως αυτό το τελευταίο κεφάλαιο θα είναι το πιο ευχάριστο στον αναγνώστη, γιατί
θα φέρει την κάθαρση απ’ όλα τα θλιβερά συμβάντα που προηγήθηκαν. Φτάνουν πια
οι πειρατείες, η σκλαβιά, τα δικαστήρια, οι απόπειρες αυτοκτονίας, ο πόλεμος,
οι μάχες, οι αλώσεις∙ τώρα έχουμε δίκαιους έρωτες και νόμιμους γάμους.»
Πράγματι, αφότου
παντρεύτηκαν ο Χαιρέας και η Καλλιρρόη, εκείνος από ζηλοτυπία που προξένησε αντεραστής
– όργανο του βασκάνου δαίμονος χειροδίκησε εναντίον της,
εκείνη θεωρήθηκε νεκρή, ετάφη, ξύπνησε από τη νεκροφάνεια ενώ συλούνταν ο τάφος
της από τα κτερίσματα, οι ληστές την πούλησαν στη Μίλητο στον πρώτο ευγενή της Ιωνίας,
τον Διονύσιο, όμως την ερωτεύτηκαν και δυο σατράπες, στο τέλος μέχρι κι αυτός ο
Μέγας Βασιλεύς Αρταξέρξης, ο Χαιρέας έφτασε να γίνει ξακουστός ναύαρχος όσο κι ο πεθερός
του, ναύαρχος των Αιγυπτίων αποστατών στον Πέρση βασιλιά, και κάπου
εκεί οι δύο εραστές ξανασυναντιούνται. Και σαν θα φτάσουν στις Συρακούσες η
εκκλησία του δήμου, συγκεντρωμένος ο λαός, απαιτούν από τους πρωταγωνιστές να τους αφηγηθούν όλα τα συμβάντα, με τη σειρά και δίχως να παραλείψουν τίποτε!
Ένα απόσπασμα της τέχνης
του καλού συντεχνίτη –ο Αρταξέρξης υποφέρει από τον έρωτά του για την Καλλιρρόη
και για να διασκεδάσει λίγο την εμμονή του μυαλού του διοργανώνει ό,τι τον
ευχαριστεί περισσότερο, ένα κυνήγι (σελ. 99): «Τα βουνά γρήγορα γέμισαν μ’ ανθρώπους που έτρεχαν, με φωνές, με σκυλιά
που γαύγιζαν, μ’ άλογα που χλιμίντριζαν, μ’ αγρίμια που πάσχιζαν να ξεφύγουν.
Ήταν τόσος ο θόρυβος, τόσος ο ενθουσιασμός τους, που ο Έρωτας δεν είχε πια θέση
ανάμεσά τους. Ήταν απόλαυση μαζί με αγωνία, χαρά μαζί με φόβο, και κίνδυνος
γλυκός. Μα ο Βασιλέας, μέσα σε τόσα άλογα να τρέχουν γύρω του, άλογο δεν
έβλεπε∙ αγρίμια έφευγαν κυνηγημένα, κι αγρίμι δε θωρούσε∙ παντού γαβγίσματα, μα
αυτός σκυλί δεν άκουγε∙ άνθρωποι φώναζαν και ήταν σιωπή. Μόνο την Καλλιρρόη
έβλεπε, αυτήν που δεν ήταν εκεί, και τη φωνή της άκουγε, αυτής που δε μιλούσε.
Γιατί στο κυνήγι είχε βγει μαζί του κι ο Έρωτας. Είναι θεός που δεν του αρέσει
να χάνει. Σαν τον είδε να αντιστέκεται και να ’ναι αποφασισμένος, καθώς νόμιζε,
να μείνει συνετός, του γύρισε ανάποδα το σχέδιό του, και με το ίδιο το φάρμακο
πυρπόλησε την ψυχή του. Μέσα του ήταν, και του ’λεγε: Αχ να έβλεπες εδώ την
Καλλιρρόη, με το φόρεμά της ανασηκωμένο, με τα μπράτσα γυμνά, το πρόσωπο
αναψοκοκκινισμένο, και το στήθος να προβάλλει μεστωμένο απ’ το λαχάνιασμα. Στ’
αλήθεια
η
σαγινεύτρα πώς Αρτέμιδα του Ερύμανθου τις ράχες
για του ψηλού του Πενταδάχτυλου κατηφορίζει, κάπρους
σαϊτεύοντας κι αλάφια γρήγορα…
ζ 102-4*
Έτσι τη ζωγράφιζε μέσα του, κι η φωτιά
φούντωνε.»
Εξαιρετική έκδοση, εκδόσεις
Το Ροδακιὸ φυσικά, πραγματικά
συλλεκτική, και για την πολύ όμορφη μετάφραση, και τα κοσμήματα του Πέρη Ιερεμιάδη,
και το έξοχο ντύμα-εξώφυλλο, τη (σπάνια) διπλή προσωπογραφία Φαγιούμ, Άρη και
Αφροδίτης. Πληροφορήθηκα, για όσους τυχόν ενδιαφερθούν, ότι διατίθενται πολύ
λίγα ακόμα αντίτυπα (στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων, στο Φωταγωγό, Κολοκοτρώνη 59 Β).
*Οδύσσεια, μετάφραση Κακριδή – Καζαντζάκη.
[ΧΑΡΙΤΩΝΟΣ
ΑΦΡΟΔΙΣΙΕΩΣ: ΧΑΙΡΕΑΣ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΡΡΟΗ, μετάφραση Βασίλης Λεντάκης, στολίδια
κειμένου Πέρης Ιερεμιάδης, εκδόσεις Τὸ Ροδακιὸ 1995, σελ. 146.]