(Από το μυθιστόρημα του Λόγγου Δάφνης και Χλόη. Τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα των δύο εφήβων, οι οποίοι αγαπήθηκαν από τους αναγνώστες όσο λίγα μυθιστορηματικά ζευγάρια.)
Ο Δάφνης έπαιζε τη φλογέρα του, μεσημεράκι, τα κοπάδια ήτανε
στη σκιά, και δεν αντιλήφθηκε που τη Χλόη την πήρε ο ύπνος. Μόλις την είδε,
άφησε κάτω τη φλογέρα και την κοίταζε με άπληστα βλέμματα σε κάθε της λεπτομέρεια,
και δίχως καμιά ντροπή για τις ματιές του ενώ σιγοψιθύριζε: «Τι ματάκια που γλυκά
κοιμούνται, τι μυρωδιά που αποπνέει το στόμα, ούτε τα μήλα δε μυρίζουνε τόσο
όμορφα ούτε οι αρωματικοί θάμνοι στις λόχμες. Όμως φοβάμαι να τη φιλήσω, γιατί
το φίλημα δαγκώνει την καρδιά και σαν το φρέσκο μέλι με τρελαίνει∙ φοβάμαι
κιόλας μήπως με το φιλί μου την ξυπνήσω.
»Τι φλύαρα τζιτζίκια, δε θα την αφήσουν να κοιμηθεί έτσι
δυνατά που φωνάζουνε. Αλλά κι οι τράγοι δεν πάνε πίσω, χτυπάνε τα κέρατά τους στους
καβγάδες τους.»
Και πάνω που έλεγε αυτά ένας τζίτζικας στην προσπάθειά του να
γλυτώσει από το χελιδόνι που τον κυνήγαγε έπεσε και χώθηκε στον κόρφο της Χλόης,
και το χελιδόνι που τον ακολουθούσε δεν κατάφερε να τον πιάσει, αλλά καταδιώκοντάς
τον από κοντά, άγγιξε με τις φτερούγες του τα μάγουλα της Χλόης.
Εκείνη πάλι, γιατί δεν ήξερε τι συνέβαινε, έβγαλε μεγάλη
κραυγή και πετάχτηκε από τον ύπνο της. Σαν είδε όμως το χελιδόνι που πέταγε
ακόμα κοντά της και τον Δάφνη να γελάει με το φόβο της, έπαψε να φοβάται κι
έτριβε τα μάτια της που ακόμα νυστάζανε.
Κι ο τζίτζικας ακούστηκε από τον κόρφο της ίδιος με τον
ικέτη που δηλώνει ευγνωμοσύνη για τη σωτηρία του. Η Χλόη ξανάβγαλε μεγάλη κραυγή, ο Δάφνης έβαλε τα γέλια, αλλά κι εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία έχωσε στο
στέρνο της τα χέρια του κι έπιασε τον τυχερό τζίτζικα, που ούτε στην παλάμη του
δε σώπαινε. Κι εκείνη χάρηκε σαν τον είδε, τον πήρε στο χέρι της, τον φίλησε
και πάλι τον έριξε στον κόρφο της, τον τζίτζικα που αδιάκοπα τερέτιζε.
(Λόγγου Ποιμενικῶν Κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην, Λόγος Πρῶτος
25-26)
(François Louis Français (1814-1897), Δάφνης και Χλόη
(1872).)