(Ο πλήρης τίτλος: Λόγγου Ποιμενικὰ Κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην, λόγοι τέσσαρες.)
Ο Λόγγος, πιθανόν Λέσβιος μυθιστοριογράφος, μα και δεν είναι σίγουρο γι’ αυτόν τίποτε σχεδόν άλλο πέρα από το εν λόγω ποιμενικό ερωτικό μυθιστόρημά του, που χρονολογείται από τους περισσότερους ειδικούς στα τέλη του 2ου μ.Χ. αι. Κατά τον ΤόμαςΧαιγκ πρόκειται για τον πιο συνειδητό καλλιτέχνη από τους Έλληνες μυθιστοριογράφους, ενώ το έργο του είναι δουλεμένο προσεκτικά ως την παραμικρή λεπτομέρεια και επηρεασμένο από τον Θεόκριτο. Εμφανής επίσης η απήχηση της Νέας Κωμωδίας (π.χ. έκθετα βρέφη, αναγνωρισμοί).
Λεπτή γλαφυρή αφήγηση, πινελιές ενός πολύ δροσερού –να μου
επιτραπεί- ρομαντισμού, κείμενο που μπορεί με τις χάρες του να γοητεύσει κι ένα
σημερινό αναγνώστη. Ενώ το διάβαζα, σκεφτόμουν συχνά πόσο αντιστρόφως πολλή
τέχνη απαιτείται για να δώσει κανείς αλήθεια, όχι μόνο ζωντάνια και χάρη, σε
πράγματα που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν επιφανειακά ή και ρηχά.
Ο συγγραφέας στο Προοίμιον
ομολογεί πως την ιστορία τού την υπέβαλε ζωγραφικός πίνακας στο άλσος των
Νυμφών στη Λέσβο, ζωγραφιά που ιστορούσε έναν έρωτα. Και επινόησε τον Δάφνη και τη Χλόη. Ο ένας, το αγόρι που το άφησαν έκθετο και το βύζαξε μια κατσίκα, και ανάλογα
δυο χρόνια αργότερα, η άλλη, εκείνη τη βύζανε μία προβατίνα. Έφηβοι πια, ο Δάφνης
αντίστοιχα (και η αναλογία με προφανείς έμφυλες υποδηλώσεις) βόσκει κοπάδι
κατσικιών, η Χλόη αρνιών. Σκίρτημα το σκίρτημα, με τη φύση ολόγυρα να τους παρασέρνει, θ' ανακαλύψουν σταδιακά τα έργα και τα ονόματα των παιχνιδιών του φτερωτού θεού.
Είμαστε στον κόσμο του Έρωτα, του Πάνα, των Νυμφών, του Διονύσου. Εδώ τα
ταξίδια, οι αναγκαστικοί χωρισμοί, οι περιπέτειες είναι υποτυπώδεις, ο αφηγηματικός
χρόνος ιστορείται σε τέσσαρες λόγους / τέσσερα βιβλία – κεφάλαια όπως τα
εννοούμε σήμερα, ο πραγματικός σε ενάμιση χρόνο.
Το μυθιστόρημα του Λόγγου, όπως μαρτυρεί ο άρτιος αττικισμός
του, προϋποθέτει τη Δεύτερη Σοφιστική (2ος αι. μ.Χ.). Είχα επίσης την
εντύπωση, από τη γλώσσα και μόνο, πως πρόκειται για λόγια εργασία∙ όποιος διαβάζει
ή ακούει το μυθιστόρημα, για να το κατανοεί, θα πρέπει λογικά να έχει σχετιστεί
με την κλασική αττική γραμματεία, κείμενα δηλαδή περισσότερο από μισή χιλιετία προγενέστερα.
Η ιστορία τελειώνει, όπως συνηθίζεται στα αρχαία μυθιστορήματα,
με τρυφερό happy end.
Το ζευγάρι συγχωρεί ακόμα και όσους το βλάψανε και, παρόλο που συνέβησαν οι
αναγκαίοι αναγνωρισμοί και πια βρήκαν τις πλούσιες οικογένειες απ' τις οποίες κατάγονταν, δε θα εγκαταλείψουν την ταπεινή πλην οικεία τους ποιμενική ζωή, το έργο θα τελειώσει
με το γάμο τους, τις χαρές της πρώτης (πλήρους) ερωτικής συνεύρεσής τους, όμως και
προδρομικά θα μάθουμε για τα μελλοντικά παιδιά τους, τον Φιλοποίμενα και
την Αγέλη -ονόματα κι αυτά δηλωτικά ιδιοτήτων.
Ένα ελάχιστο στιγμιότυπο: στην αρχή του δεύτερου κεφαλαίου (Β
7) εμφανίζεται ο γέρο – Φιλητάς, αυτός που προτίθεται να βοηθήσει τους εφήβους με τις συμβουλές
του. Τα παιδιά τον ρωτούν:
«Τί ἐστί ποτε ὁ Ἔρως,
πότερα παῖς ἢ ὄρνις καὶ τί δύναται;» πάλιν οὖν ὁ Φιλητᾶς ἔφη∙ «θεός ἐστιν, ὦ παῖδες,
ὁ Ἔρως, νέος καὶ καλὸς καὶ πετόμενος∙ διὰ τοῦτο καὶ νεότητι χαίρει καὶ κάλλος
διώκει καὶ τὰς ψυχὰς ἀναπτεροῖ». / «Τι να ’ναι άραγε ο Έρωτας, παιδί ή πουλί,
και πόση η δύναμή του;» κι ο Φιλητάς πάλι τους απάντησε∙ «θεός είναι ο Έρωτας,
παιδιά μου, νέος και όμορφος και φτερωτός∙ γι’ αυτό και χαίρεται με τα νιάτα
και κυνηγάει την ομορφιά και δίνει φτερά στις ψυχές».
Κι ένα μικρό απόσπασμα (Ὁβέλτιστος τέττιξ / ο τυχερός τζίτζικας).
(Πάνω: Luis Hersent (1777-1860), Δάφνης και Χλόη (1817).)
(Κάτω: William Bougueraeu
(1825-1905), Οι Νύμφες και ο Πάνας.)