Στους Ἑταιρικούς,
περισσότερο από όσο στους άλλους διαλόγους του, διαφαίνεται η επίδραση που δέχτηκε
ο Λουκιανός από τη Νέα Κωμωδία. Εδώ το ύφος δεν είναι σατιρικό, δε γελάει
με ξιπασμένους σοφιστές ή ανόητες δοξασίες, αντίθετα παρατηρεί σχεδόν με
τρυφερότητα χρονικογράφου, όχι δίχως ελαφριά θυμηδία, τα ήθη και την
καθημερινότητα των κοριτσιών που εκδίδονται, σπρωγμένα τα περισσότερα από την ανέχεια (από την ίδια τη μάνα τους συχνά, -οικογενειακή κατάσταση: δύο γυναίκες,
μάνα-κόρη, μόνες και άπορες), πιο κοντά στη νεοελληνική ηθογραφική εικόνα της λαϊκής
πόρνης, παρά της εταίρας, της καλλιεργημένης συνοδού και παλλακίδας, όπως την
ξέρουμε από τις διάσημες εταίρες της κλασικής αρχαιότητας. Αλλά το όλο κείμενο
διαβάζεται με πολύ ενδιαφέρον, μοιάζει με νωπογραφίες από τις γειτονιές μιας εποχής
και μιας πόλης, της Αθήνας του 2ου μ.Χ. αιώνα, τοιχογραφίες ποικιλμένες με μικρές σπαρταριστές λεπτομέρειες.
Τους Ἑταιρικοὺς Διαλόγους έτσι τους θυμόμουν, εννοώ από
τα μικρά ζωηρά στιγμιότυπα: τον τοίχο στον Κεραμεικό με τα γκράφιτι από
κάρβουνο, για το διασυρμό κάποιου αντεραστή ας πούμε, Ὁ ναύκληρος Ἑρμότιμος φιλεῖ Μέλιτταν, ή Ἀρισταίνετος διαφθείρει Κλεινίαν, τα στεφάνια και τις αυλητρίδες
που τραγουδούν τον υμέναιο σε στενό όπου γίνεται γάμος, τις ζηλοτυπίες στα
συμπόσια, τα ξόρκια και τα μαγικά εναντίον της αντεράστριας, να σβήνει, για παράδειγμα, με το
αντίθετο πόδι τα χνάρια των ποδιών της αντιπάλου της, με την επωδό ἐπιβέβηκά σοι καὶ ὑπεράνω εἰμὶ / σε πατώ και είμαι από πάνω σου, τις
νεαρές εταίρες που, σαν τυφλωθούν από έρωτα, πια δεν ενδιαφέρονται για τις δραχμές,
τις μνες, τα τάλαντα των εύπορων πλοιοκτητών ή γεωργών πελατών τους, ούτε καν
για το νεαρό που πρόσφατα ορφάνεψε από πλούσιο πατέρα κι έχει να σπαταλάει περιουσία, τις
μανάδες που τις μαθαίνουν το savoir vivre
της έξυπνης και ικανής εταίρας, και όχι λιγότερο για τη συλλογή από τα ονόματά τους,
ίδια με ονόματα σπάνιων πουλιών: Γλυκέρα,
Μέλιττα, Φιλίννα, Κόριννα, Τρύφαινα, Ἰόεσσα, Μυρτάλη, Κρωβύλη, Ἀμπελίς, Παννυχίς, Θαΐς, Δροσίς, Κοχλίς, και
ουδέτερα βέβαια: Μουσάριον, Κλωνάριον, Χελιδόνιον κ.τ.ό.
Γλαφυροί περίπατοι στα στενά της Αθήνας κάτω από την
Ακρόπολη, απογεύματα και νύχτες, ξεναγούμενοι από έναν απ’ τους πιο
εκλεπτυσμένους συγγραφείς των ελληνιστικών αυτοκρατορικών χρόνων.
(Εταίρα και κωμαστής (/ κάποιος που γλεντάει), σκηνή
συμποσίου, ύστερη αρχαϊκή περίοδος.)
(Για τον Λουκιανό εισαγωγικά σε προηγούμενη ανάρτηση.)