Εφόσον φωτογράφος είναι ο μπαμπάς, το μοτίβο μαμά και γιος
θα ήτανε συχνό. Αν θέλει η τύχη, αν έχω ζωή, χωράει πολλή αφήγηση εδώ. Ήδη στον
Μισθοφόρο ο ήρωας μού έκλεψε τον παιδικό
εφιάλτη όταν περπατάμε βράδυ στο πέταλο του λιμανιού, με κρατάει απ’ το χέρι,
τη χάνω, κλαίω απελπισμένος, κοιτάζω τους ενήλικους από χαμηλά, πού πήγε η μαμά
μου*.
Ζουν και οι δυο, δόξα τω Θεώ, κι όσο ζούμε οι άνθρωποι, ίσαμε
και την τελευταία κοινή μας στιγμή, οι σχέσεις μας συνεχίζουν δυναμικές.
Βρέφος, λέει, ήμουν αχώριστος με τον μπαμπά. Νήπιο, γύρω στα
τέσσερα, αναίτια άρχισα να γίνομαι επιφυλακτικός ή εριστικός απέναντί του, και
παραπληρωματικά να προσκολλώμαι στη μαμά. Υπήρξε και περίοδος, απ’ την οποία
και ο παραπάνω εφιάλτης, –μόνο αμυδρά θυμάμαι αυτό τον πόνο- που υπέφερα και
μισάωρο μακριά της. Αυτά κατά την προσχολική μου ζωή.
Επίσης να πω, άργησα πολύ να μιλήσω. Το πράγμα προξενούσε
ανησυχία. Έφτασα τεσσάρων χρόνων και δυσκολευόμουν. Ακόμα και στις πρώτες
τάξεις του δημοτικού ψεύδιζα. Μετά μια μέρα στο σχολείο, μπορεί στην πρώτη –
μπορεί και στη δευτέρα του δημοτικού- ανέβαινα τη σκάλα χαρούμενος, φώναζα:
«Μαμά, μαμά, είπα το έτσι… έτσι», εννοούσα τον αριθμό έξι, και πόση
απογοήτευση, είχα και πάλι χάσει τον διπλό φθόγγο –ξ-.
Τα χρόνια, οι δεκαετίες κύλησαν. Οι τριβές, οι συγκρούσεις -καμιά
φορά με τρομερή ένταση- με τον έναν, η συναισθηματική στήριξη απ’ την άλλην
συνεχίζονταν. Είναι μεγάλη ιστορία, με πολλές καίριες μικρές στιγμές, που δε χωρούν σε μια… μίνι αυτοβιογραφία, πάντως και γιατί είχαμε την
τύχη να ζήσουμε αμφότεροι, εγώ και ο πατέρας μου, μετά το 2008, τη χρονιά –
καμπή στη σχέση μας, όλα ετούτα και τα ξεπεράσαμε, και ξαναβρεθήκαμε στην πρώτη καλή επικοινωνία μας. Χάρη σ’ αυτήν, κατάφερα να
ορθοποδήσω, να φτάσω στο μυθιστόρημα θέλω να πω, στον λόγο για τον οποίο υπήρξα, αλλά κι
εκείνος να αφηγηθεί, που επίσης το είχε ανάγκη, τις δικές του ιστορίες.
Αν είσαι συγγραφέας, γεννήθηκες για να τα βγάλεις πέρα με το
θηρίο (όπως το ονόμαζε ο Σαχτούρης).
Δε θέλω να γενικεύσω –ο καθείς και η περίπτωσή του-, προσωπικά πάντως, τη
δύναμη για να τα καταφέρω, να ζω με το θηρίο κλεισμένοι οι δυο μας στο κεφάλι μου, την πήρα απ’ τη σχέση με τον πατέρα μου.
Περίπου μία εικοσαετία αργότερα:
Και πάλι πίσω:
Πρωτομαγιά του 1965. Στο νησί. Υποθέτω μπροστά στο κάστρο των Ιπποτών,
ένας μικρός κολπίσκος ακόμα τότε, προτού φτιαχτεί εκεί το σύγχρονο λιμάνι. Απέναντι
η Τουρκία, κι αριστερά στο βάθος το Σκανδάρι. Υπήρχαν και κουκουναριές εκεί, ο
μπαμπάς μού ’σπαγε και με τάιζε ψίχες κουκουνάρι.
Πρέπει κάτι να του ενέπνεαν οι γερμένοι κορμοί. Ο ίδιος,
εννέα χρόνια νωρίτερα, την Καθαρά Δευτέρα του 1956, στη Βουλιαγμένη, φοιτητής. Ήταν
ήδη αρραβωνιασμένοι με τη μαμά.
[*Το απόσπασμα από το μυθιστόρημα Ο θάνατος του μισθοφόρου: (…) Κι έπειτα, νύχτα,
παιδί, όλος ο κόσμος βολτάρει στον δρόμο μπροστά από τη στενή τότε προκυμαία με
τα αλμυρίκια στο πέταλο του λιμανιού, κοιτάζει από χαμηλά με το χέρι τεντωμένο
ψηλά, μια ενήλικη παλάμη τού κρατά σφιγμένο τον καρπό, εκείνος με αγωνία ψάχνει
τη μάνα του, κλαψουρίζει και τη ζητάει, «μαμά, μαμά!». (…)]