Είχα διαβάσει τον Φύλακα στη σίκαλη παλιά, δε θυμάμαι πότε, δε θυμόμουν καν το κείμενο. Αγόρασα την καινούρια μεταφραστική δουλειά της Τζένης Μαστοράκη, και γιατί συζητήθηκε -τον Φύλακα τον είχα χαμένο κιόλας-, επιπλέον γιατί πριν από επτά χρόνια με είχε συναρπάσει η συλλογή διηγημάτων «Εννέα ιστορίες» του ίδιου, του J. D. Salinger (1/1/1919-27/1/2010), από τότε έψαχνα την ευκαιρία να επιστρέψω πιο εμπεριστατωμένα στον Φύλακα. Και ο λόγος ότι τα διηγήματα ήτανε εξαιρετικής ποιότητας νεωτερική λογοτεχνία και απορούσα γιατί δεν είχα καταχωρίσει στο μυαλό μου ανάλογα και τον Φύλακα. Και πράγματι, γιατί πρόκειται όχι μόνο για γοητευτική αφήγηση καθ’ αυτήν, αλλά και λειτουργική τόσο, που σχεδόν δε γίνεται αντιληπτός ο νεωτερικός χαρακτήρας της: ένας έφηβος παρατηρεί, κινείται, αφορίζει, απορεί, ψηφίδα ψηφίδα συνθέτει την πρώτη μεγάλη τοιχογραφία της ζωής του, ένα ταξίδι που πιθανόν θα οριοθετήσει την κοσμοαντίληψή του, στη διαδρομή από το σχολείο του -φοιτούσε σ’ αυτό εσώκλειστος-, απ’ όπου αποβάλλεται, το ιδιωτικό Πένσι στο Έιγκερσταουν της Πενσυλβάνια, ως το πατρικό του, στη Νέα Υόρκη.
Είναι κείμενο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, και μάλιστα
σε νεανική κοινωνική διάλεκτο -μάλλον όχι ιδιόλεκτο. Το μυθιστόρημα εκδίδεται το 1951,
μιλάει σε α' πρόσωπο ένας έφηβος μεσοαστός λευκός Αμερικανός, που έχει έφεση
στη γλώσσα -το καλύτερό του μάθημα η έκθεση-, που όμως κατά τα άλλα απειθαρχεί, δεν αποδέχεται τις συμβάσεις της εκπαίδευσης, και που η γλώσσα του (από τους διαλόγους φαίνεται πως και
των περισσότερων συνομηλίκων του) αποκλίνει σε μεγάλο βαθμό. Προφανώς κάτι τέτοιο δεν είχε ούτε έχει αντίστοιχο στη νεοελληνική κοινωνική εμπειρία, καθώς η νεολαιίστικη
κοινωνική διάλεκτος απέκλινε βέβαια ανέκαθεν και αυτή από τη γλωσσική νόρμα, συγκριτικά όμως πολύ λιγότερο, και τόσο ευρεία απόκλιση παρατηρείται μόνο σε διαλέκτους περιθωριακών ομάδων. Θέλω να πω, από
κάθε άποψη, η μετάφραση του Φύλακα
στα ελληνικά είναι υποχρεωμένη να αυθαιρετήσει, να μεταγράψει μία τότε αμερικανική γλωσσική συνθήκη σε μία ανύπαρκτη / αυθαίρετη νεοελληνική εδώ. Δεν έχω μεταφραστική πείρα και ως αναγνώστης αναλογιζόμουν το σχεδόν ανέφικτο του εγχειρήματος. Επίσης, ειδικά σήμερα, να
αποδοθεί ο Φύλακας με κάποια (ποια όμως;) νεανική διάλεκτο του νεοελληνικού 1950 ή με ορισμένη τωρινή; Όμως, οι σύγχρονες κοινωνικές διάλεκτοι είναι τόσο επηρεασμένες από
τη σημερινή τεχνολογία (διαδίκτυο, γενικότερα οπτικοακουστικά νέα μέσα), που πολύ δύσκολα αντιστοιχίζονται με παλαιότερες, άρα,
ίσως, μία λύση θα ήταν κατά τη μετάφραση να αποδοθούν ενδεικτικά – αναλογικά λίγα στοιχεία μόνο
απόκλισης. Παρά την πολλή δουλειά της μεταφράστριας, το πρόβλημα είναι ορατό σχεδόν σε κάθε σελίδα. Νομίζω, κιόλας, μεταφέρθηκε ως και στον τίτλο: γιατί ο catcher του αυθεντικού τίτλου (The Catcher in the Rye) –πρόκειται για τον
παίχτη του μπέιζμπολ με το γάντι-, λέξη απολύτως κατανοητή και της καθημερινής
χρήσης ενός εφήβου στην Αμερική, και δεν αλλάζει το πράγμα γιατί πρέπει να χωρέσει στον
δεκαπεντασύλλαβο της απόδοσης ενός στίχου, ο catcher να αποδοθεί με τον
νεολογισμό ο πιάστης, λέξη δηλαδή που δημιουργεί η μεταφράστρια, και η οποία
λέξη σίγουρα δε θα μπορούσε να υπάρξει ποτέ ως νεοελληνικός αθλητικός όρος. Και
είναι πολλά τα συναφή προβλήματα. Δεν περιμένεις, φέρ’ ειπείν, ποτέ μα ποτέ ένα
αγόρι όπου γης να απευθυνθεί σε άλλο «Έλα, ρε καρντάσι. Ρε καρντασάκι;» (σελ.
40), αυτό θα συμβεί μόνο από Θεσσαλονικιό σε Θεσσαλονικιό, άιντε ανάμεσα σε Ελληνοαμερικανούς
Θεσσαλονικείς, αλλά από κανέναν άλλον ποτέ! ΠΟΤΕ, όμως! Με το που έφτασα εκεί, έκλεισα
το μυθιστόρημα κι έκανα κακιωμένος δυο μέρες να το ξαναπιάσω! Ούτε κατάλαβα
γιατί κάθε λίγο έπρεπε να γδέρνει τη γλώσσα μου η ελληνικούρα του τύπου: πιο καλύτερος,
πιο χειρότερος κ.τ.ό., απέδιδε άραγε κάποια ανάλογη… αγγλικούρα, ή μήπως τη
θεωρούσε στοιχείο νεανικής διαλέκτου, δηλαδή ο Θεός φυλάξοι, η εν λόγω ελληνικούρα
ανθεί –φευ!- σε νεοελληνικά στόματα ασχέτως ηλικίας ή καταγωγής. Ούτε μπορώ να φανταστώ πότε ένας έφηβος ονομάζει την αδελφούλα του "η δικιά μου" -μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος έψαχνα πού μου διέφυγε έστω κάποια λανθάνουσα αιμομεικτική ερωτοτροπία... Βεβαίως, από την άλλη,
είναι πολύ εμφανής η εργασία, ο μόχθος της μεταφράστριας, της έγκριτης αδιαμφισβήτητα, και οπωσδήποτε τουλάχιστον
σεβαστή η δημιουργική προσήλωση ή και εμμονή της στο συγκεκριμένο κείμενο. Εν πάση περιπτώσει, και παρά το άλλωστε εξ αρχής δυσεπίλυτο μεταφραστικό πρόβλημα, το μυθιστόρημα το διάβασα συναρπασμένος, αποτελεί πράγματι ορόσημο
στη διεθνή λογοτεχνία, όχι μόνο για τη δύναμη της αφήγησης από την πρώτη ίσαμε
την τελευταία του λέξη, αλλά και για τις τεράστιες επερχόμενες αλλαγές στη
νεανική κουλτούρα των δυτικών χωρών που καταγράφει ή που προοιωνίζεται τόσο δυνατά.
Να σημειώσω, τέλος, και το υπέροχο χιούμορ που αρδεύει συχνά - πυκνά το
κείμενο.
Τα δύο σχετικά με τον τίτλο αποσπάσματα:
Σελ. 148-149: Το κρύο δεν ήτανε σαν της περασμένης μέρας,
αλλά ούτε και τώρα είχε ήλιο, και δεν ήτανε πάρα πολύ καλά για βόλτες. Είχε όμως
κι ένα καλό. Εκεί μπροστά μου πήγαινε μια οικογένεια, που το ’βλεπες, θα ’χε
σχολάσει από καμιά εκκλησία – ένας πατέρας και μια μάνα κι ένας πιτσιρικάς γύρω
στα έξι. Που μου την κάνανε και ψιλοκάπως φτωχοί. Ο πατέρας φόραγε γκρι περλέ
καπέλο, σαν από κάτι που φοράνε πάρα πολύ οι φτωχοί άμα θέλουνε να δείχνουνε
του κουτιού. Αυτός ο πατέρας πήγαινε πλάι πλάι με τη γυναίκα του και
κουβεντιάζανε, κι ούτε που δίνανε σημασία στο παιδί τους. Το παιδί, ήτανε
χάρμα. Περπάταγε κάτω στο δρόμο, αντί για πάνω στο πεζοδρόμιο, αλλά τελείως
κολλητά στο κράσπεδο. Έκανε σα να περπατάει απάνω σε μια ολόισια γραμμή, όπως κάνουνε
τα παιδιά, και σ’ όλο το αναμεταξύ σιγομουρμούραγε ένα τραγούδι. Πλησίασα άλλο
λίγο, για ν’ ακούσω τι τραγούδαγε. Τραγούδαγε ένα που λέει Όταν κορμί πιάνει κορμί, στη σίκαλη, στα στάχια. Είχε κι ωραία
φωνούλα. Και το ’βλεπες, τραγούδαγε στο έτσι, για την πλάκα του. Αμάξια περνάγανε
σβουρίζοντας, φρένα στριγκλίζανε δεξιά κι αριστερά, οι δικοί του δεν του δίνανε
σημασία, κι αυτό πήγαινε κολλητά στο κράσπεδο και τραγούδαγε Όταν κορμί πιάνει
κορμί, στη σίκαλη, στα στάχια. Μου ’φτιαξε και το κέφι κάπως. Μ’ έκανε να μη
νιώθω πια τόσο μεγάλη ψυχοπλάκωση.
Σελ. 220-221: «Θα σε σκοτώσει ο μπαμπάς» μου λέει. «Θα σε
σκοτώσει».
Εγώ, ούτε που την πρόσεχα όμως. Άλλο σκεφτόμουνα εγώ –μια τρέλα.
«Ξέρεις τι διάολο θα ’θελα να γίνω; Λέω, ας πούμε, άμα ήτανε στο χέρι μου;»
«Τι; Μη λες
παλιόλογα».
«Ξέρεις ένα τραγούδι που λέει όταν κορμί πιάνει κορμί, στη σίκαλη, στα στάχια; Ε, θα’θελα-»
«Όταν κορμί σμίγει
κορμί, στη σίκαλη, στα στάχια» μου λέει η δικιά μου. «Ποίημα είναι. Του
Ρόμπερτ Μπερνς».
«Το ξέρω πως είναι ποίημα του Ρόμπερτ Μπερνς».
Αλλά είχε δίκιο. Έτσι λέει. Όταν κορμί σμίγει κορμί, στη σίκαλη, στα στάχια. Μόνο που τότε δεν
το’ξερα.
«Εγώ νόμιζα πως λέει όταν
κορμί πιάνει κορμί»της λέω. «Αλλά τελοσπάντων, φαντάσου παιδάκια, όλο
παιδάκια, που θα ’ναι σ’ ένα μεγάλο χωράφι με σίκαλη και θα παίζουνε
ξερωγωκάτι, ένα παιχνίδι. Μιλάμε, χιλιάδες παιδάκια, όλο παιδάκια, κι εκεί γύρω
να μην είναι κανείς –κανένας μεγάλος, λέω δηλαδή- μονάχα εγώ. Κι εγώ θα
στέκομαι άκρη άκρη σ’ ένα ξεκούδουνο γκρεμό. Και η δουλειά μου εμένα θα ’ναι να
τα πιάνω εκεί που θα κοντεύουνε να πέσουνε στον γκρεμό –λέω, ας πούμε, εκεί που
τρέχουνε και που δε βλέπουνε πού πάνε, εγώ θα πρέπει να πετιέμαι από κάπου και
να τα πιάνω. Μόνο αυτό θα ’κανα όλη μέρα. Θα ’μουνα ξερωγώ στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης. Τελείως παράνοια είναι, και το
ξέρω, αλλά μόνο αυτό θα ’θελα εγώ στο βάθος βάθος. Το ξέρω που είναι παράνοια».
Η δικιά μου έκανε ώρα να μιλήσει. Κι ύστερα, όταν μίλησε,
είπε μόνο, «Ο μπαμπάς θα σε σκοτώσει».
«Σκασίλα μου κι αν με σκοτώσει» της λέω.
[J. D. Salinger, Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης, μετ. Τζένη Μαστοράκη εκδόσεις
Γράμματα, Αθήνα 2014, σελ. 271.]