Η πρώτη ήτανε πριν από τέσσερα χρόνια, ένα ταξίδι μάλιστα
που ξεκίναγε το βράδυ της πιο θλιβερής μέρας στη νεοελληνική ιστορία,
της 5ης Ιουλίου του 2015, κουβαλούσα μαζί μου τόση πολλή απογοήτευση, εύλογα εγγράφονταν όλα στη μνήμη με βαθιές χαρακιές.
Το αντιλαμβάνομαι περισσότερο διαισθητικά, η Νάπολη –μαζί με
τη Σικελία- φαίνεται να αποτελούσαν τις κύριες αναφορές σ’ αυτούς που διαμόρφωσαν
τον ιταλίζοντα χαρακτήρα των Δωδεκανήσων, κυρίως των πόλεων της Ρόδου και της Κω.
Αρκεί από μόνο του αυτό βέβαια για τα αισθήματα της οικειότητας με την πόλη,
(όπως και με το Παλέρμο, να θυμίσω τα ταξίδια μου πέρσι και πρόπερσι). Επιπλέον,
για έναν πολίτη του ευρωπαϊκού νότου, η Νάπολη μπορεί να θεωρηθεί σημείο
ισορροπίας: είναι και Ευρώπη και Μεσόγειος, και Βορράς και Νότος, και αναπτυγμένη
και αναπτυσσόμενη, και επίσης, που δεν είναι λιγότερο ενδιαφέρον, μοιάζει σε
πρώτη τουλάχιστον ματιά η πλέον αυθεντική μεγαλούπολη της Ιταλίας. Τη Νάπολη σαν
να την κατοικούν βέροι Ναπολιτάνοι, όχι, όπως συχνά μού φαίνονται οι κάτοικοι
άλλων ιταλικών πόλεων, επαγγελματίες ηθοποιοί υποδυόμενοι τους ντόπιους για τις σκηνικές
ανάγκες των απαράμιλλων πράγματι πόλεών τους –ή μήπως υποπίπτω στις κλασικές
λάθος, αβασάνιστες γενικεύσεις των ταξιδιωτών…
Φέτος, ένα πρόβλημα υγείας της μητέρας μου -υγεία που
σταθερά ανακάμπτει- με ανάγκασε να αλλάξω ημερομηνίες και επιμέρους
προορισμούς, να συντομεύσω το ταξίδι, που εκτός από τη Νάπολη περιέλαβε τον
Τάραντα και τη Ματέρα.
Στην όντως μοναδική Ματέρα.
Στη Via dei Tribunali,
στη Νάπολη, από τους αρχαιότερους δρόμους του κόσμου.
Στη λαϊκή trattoria da Nennella, Νάπολη κι εδώ. Μπροστά στη φημισμένη τοπική σπεσιαλιτέ μακαρόνια με πατάτες (!) (pasta e patate), ταπεινό, παλιό μαμαδίστικο, νόστιμο φαγάκι.
Ακόμα ένα βράδυ στο (caffè letterario) Intra Moenia (λατινιστί Εντός των Τειχών) της Piazza Bellini, στη Νάπολη πάντα.