Μία ευαίσθητη ανάγνωση της καλής και γενναιόδωρης συγγραφέως Εύας Μ. Μαθιουδάκη [oanagnostis.gr (11/01/2020)].
Ο δρόμος του συγγραφέα είναι τραχύς, …μεταγράφοντας για δεύτερη φορά το θεατρικό του έργο «Το Σκοτεινό Νησί» 2001, που κυκλοφόρησε ως νουβέλα το 2008 από την Εμπειρία Εκδοτική, και επανακυκλοφορεί αναθεωρημένο-διορθωμένο από τις Εκδόσεις Ποταμός, Νοέμβριος 2019, αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο Αντώνης Νικολής, νιώθει την ανάγκη να μας επανασυστηθεί με ένα έργο που ενώ είναι το πρώτο του, αποτελεί μια καθοριστική και αδιαμφισβήτητη κατάκτηση στη δημιουργική του πορεία.
Ο Αντώνης Νικολής είναι από τους πλέον σοβαρούς τεχνίτες της γλώσσας. Η νουβέλα που μας παρουσιάζει είναι δουλεμένη και φτασμένη σε μια σιγουριά σχεδόν κλασική, διατηρώντας την έντονη θεατρικότητά της. Γιατί ο Νικολής, σε όσους δεν είναι γνωστό, είναι κλασικός φιλόλογος, ακούραστος μελετητής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας αλλά και του σύγχρονου παγκόσμιου θεάτρου.
Χώρος, χρόνος και τρία πρόσωπα, φιγούρες ανθρώπων δηλαδή, εντός της δυστοπίας μιας περιβαλλοντικής καταστροφής, βίας και απανθρωπισμού, δυστοπίας ως καμουφλάζ μιας ιστορίας τόσο αρχαίας όσο και σύγχρονης, που κινείται μεταξύ του αρχαίου μυθολογικού πλαισίου και του μοντέρνου θεάτρου.
Ένα ειρωνικό έργο, γιατί ακόμη και εντός της δυστοπίας εφευρίσκεται ένας τόπος ουτοπικός, που ομοιάζει με τη σπηλιά του Πλάτωνα, που κατοικείται από έναν ώριμο άνδρα που λογίζεται ως φιλόσοφος. Συναρπαστική και η αλληγορία του ίδιου του σκοτεινού νησιού, ενός νησιού που το σκεπάζει η ομίχλη, ενός νησιού από το οποίο πλοίο δεν περνά… και όσοι βέβαια έχουν ζήσει σε απομακρυσμένα νησιά, γνωρίζουν καλά την απομόνωση και τη σκοτεινιά τους, τόσο κατά την διάρκεια μιας μέρας με καταιγίδα, όσο και στις «ηλιόλουστες» επαναλαμβανόμενες ημέρες ενός χρόνου άχρονου, ενός μεταλλαγμένου στα μάτια τους σκοτεινού φωτός.
Αν, με τον όρο του θεάτρου του παραλόγου, εννοούμε την τέχνη που δημιουργεί μορφές που δεν μπαίνουν κάτω από κανένα λογικό έλεγχο, τότε και οι διάλογοι των τριών ηρώων του Αντώνη Νικολή αγγίζουν τα όρια του παραλόγου, με ήρωες όμως που παραμένουν ανθρώπινοι, γερά δουλεμένοι με συναισθήματα και ανάγκες.
Το έργο ακολουθεί τους γνωστούς δρόμους της κλιμάκωσης των συναισθημάτων του αναγνώστη, χωρίς να έχει κανείς την εντύπωση του τυχαίου στον κατά τα προσχήματα ανύπαρκτο κόσμο του Σκοτεινού Νησιού. Έντονη κι η παρουσία μιας αρχιτεκτονικής τάσης μέσα σ´ όλο το έργο, έντονο το φιλοσοφικό του υπόβαθρο, όσο και αν προσπαθεί ο συγγραφέας να σοκάρει τον αναγνώστη με τη βιαιότητα και την ωμότητα των περιγραφών του.
Ο Αντώνης Νικολής πετυχαίνει την συμπύκνωση του λόγου ακόμη και όταν στους διαλόγους οι ήρωες του έχουν την τάση για φλυαρία ή και για κοινοτοπίες, ακόμη και όταν προσπαθεί να μας προκαλέσει, μιας και δεν διστάζει να εισαγάγει στο έργο του στοιχεία που πέρα από τολμηρά θεωρούνται αντιαισθητικά και κακόμορφα. Στοιχεία της καθημερινής εξαθλίωσης της ανθρώπινης ύπαρξης, εξαθλίωσης που δημιουργείται τόσο από τον εγκλεισμό όσο και από τον φόβο ενός ανύπαρκτου μέλλοντος, στον ζοφερό και κατεστραμμένο πλανήτη Γη. Στοιχεία που δεν φοβάται να χρησιμοποιήσει ο συγγραφέας, μιας που πατά γερά στο υλικό του, μιας που έχει κατακτήσει τα μέσα του, μιας που το στηρίζει με το προσωπικό του ήθος.
Υπάρχει βέβαια και ο σύγχρονος κοινωνικός και περιβαλλοντικός προβληματισμός στο έργο αυτό, στοιχείο που συνηθίζεται πολύ ακόμη και σήμερα. Στοιχείο που κατά την άποψη μου υποκρύπτει μια μορφή προσωπικού πειραματισμού, μια αυθόρμητη αντίδραση στο γίγνεσθαι του τέλους της δεκαετίας του 90, την περίοδο της αρχικής σύλληψης του έργου. Και πέρα από τον προβληματισμό αυτόν, που όμως προσπαθεί να μην είναι στο κέντρο, να μη μας αποσπά, αν και τον υπενθυμίζει συνεχώς μέσω σκοτεινών εικόνων και της αντιπαραβολής του παλιού ευτυχισμένου κόσμου με τις δυστυχίες και το αφόρητο που έφερε η οικολογική καταστροφή, το βαθύτερο νόημα του έργου είναι αλλού.
Ακόμη και σε αυτόν τον κατεστραμμένο κόσμο προβάλλει τον άνθρωπο που ψάχνει την καταγωγή του, τις ρίζες, τη γη, το τοπίο, τα φυσικά φαινόμενα. Τον άνθρωπο που έχασε την τρυφεράδα του όταν απώλεσε τις φωνές των πουλιών, τις φωλιές τους, το πέταγμά τους. Τον άνθρωπο που χαίρεται να αναπολεί ένα φλιτζάνι καφέ και αναρωτιέται για το χρώμα και την προέλευσή του.
Τρεις μορφές στραπατσαρισμένες, χωρίς παρελθόν και μέλλον: ένας νεαρός άνδρας, μια γυναίκα, ένας γηραιότερος άνδρας, ο φιλόσοφός μας. Ανθρώπινες φιγούρες που μέσα στο χάος ξεπετιούνται με πρωτεϊκή δύναμη, διεκδικώντας ζωή, έννομη ανθρώπινη σκέψη και λογική, και ενώ υποφέρουν δεν υποτάσσονται αλλά προσπαθούν να διατηρήσουν μέσα τους, σε έναν κατεστραμμένο κόσμο, πνοή ζωής.
Θα μπορούσε να βγάλει κανείς ένα μολύβι και να τις ζωγραφίσει ολόγλυφα, με πληγές-σημάδια, ανθρώπους σαν από μαλακό ζυμάρι, τόσο ζωντανές και αληθινές οι περιγραφές του. Μορφές που διεκδικούν την ατομικότητά τους. Και είναι αυτό που κάνει το βιβλίο να ξεχωρίζει. Ο Νικολής μέσα από προκλητική πολλές φορές αισθητική επιβάλλεται με το ταλέντο του και διεκδικεί, σε έναν κόσμο που φυσούν άνεμοι συντηρητισμού και ομοφοβίας, πανανθρώπινες αξίες.
Στο μοναδικής ειλικρίνειας επίμετρο του «Σκοτεινού Νησιού» μάς εξομολογείται ουσιαστικά ότι βρίσκεται σε ένα σημαντικό σταθμό στη συγγραφική του πορεία, σε περίοδο αναθεώρησης του συνόλου του έργου του. Σαν να ψάχνει να βρει αφορμές για μια πιο προσωπική αναθεώρηση, μια μορφή αυτοεξέτασης ή και ακόμη «αυτομαστίγωσης», διότι πολλές φορές νιώθουμε ότι αντιδρά απέναντι στην ανθρώπινη ματαιότητα –αντίδραση όχι αδικαιολόγητη σε σχέση με την σημαντική πορεία του στον χώρο της λογοτεχνίας, μια πορεία με δύσκολες θεματικές και συγγραφικές γέννες.
Και, ναι, μιλάμε ότι από «Το Σκοτεινό Νησί» του 2008 μέχρι «Το Σκοτεινό Νησί» του 2019, υπήρξε μια μεγάλη και επιτυχημένη λογοτεχνική πορεία με εξαιρετικά βιβλία που εκδόθηκαν ανά διετία σχεδόν από τις Εκδόσεις Το Ροδακιό, καθώς και με το πρόσφατο «Γυμναστήριο» που εκδόθηκε το 2018 από τις Εκδόσεις Ποταμός, μια από καιρό κατακτημένη και επιτυχημένη πορεία.
Και θα τολμήσω να πω ότι αν δεν υπήρχε ο αριθμητικός αυτοπεριορισμός της ελληνικής γλώσσας —μιας γλώσσας αρχαίας και πολύτιμης, γλώσσας σαν ευχή και σαν κατάρα για τους ανθρώπους που την υπηρετούμε — ο Αντώνης Νικολής θα μπορούσε να είναι συγγραφέας παγκόσμιας αναγνώρισης, κυρίως λόγω της καθολικότητας, της οικουμενικότητας του έργου του, έργο που κινείται μεταξύ της ευσυνειδησίας ενός καλού δασκάλου και μελετητή κι ενός βίαιου σχεδόν πάθους για τη ζωή και τον άνθρωπο.
Ο δρόμος του συγγραφέα είναι τραχύς, …μεταγράφοντας για δεύτερη φορά το θεατρικό του έργο «Το Σκοτεινό Νησί» 2001, που κυκλοφόρησε ως νουβέλα το 2008 από την Εμπειρία Εκδοτική, και επανακυκλοφορεί αναθεωρημένο-διορθωμένο από τις Εκδόσεις Ποταμός, Νοέμβριος 2019, αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο Αντώνης Νικολής, νιώθει την ανάγκη να μας επανασυστηθεί με ένα έργο που ενώ είναι το πρώτο του, αποτελεί μια καθοριστική και αδιαμφισβήτητη κατάκτηση στη δημιουργική του πορεία.
Ο Αντώνης Νικολής είναι από τους πλέον σοβαρούς τεχνίτες της γλώσσας. Η νουβέλα που μας παρουσιάζει είναι δουλεμένη και φτασμένη σε μια σιγουριά σχεδόν κλασική, διατηρώντας την έντονη θεατρικότητά της. Γιατί ο Νικολής, σε όσους δεν είναι γνωστό, είναι κλασικός φιλόλογος, ακούραστος μελετητής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας αλλά και του σύγχρονου παγκόσμιου θεάτρου.
Χώρος, χρόνος και τρία πρόσωπα, φιγούρες ανθρώπων δηλαδή, εντός της δυστοπίας μιας περιβαλλοντικής καταστροφής, βίας και απανθρωπισμού, δυστοπίας ως καμουφλάζ μιας ιστορίας τόσο αρχαίας όσο και σύγχρονης, που κινείται μεταξύ του αρχαίου μυθολογικού πλαισίου και του μοντέρνου θεάτρου.
Ένα ειρωνικό έργο, γιατί ακόμη και εντός της δυστοπίας εφευρίσκεται ένας τόπος ουτοπικός, που ομοιάζει με τη σπηλιά του Πλάτωνα, που κατοικείται από έναν ώριμο άνδρα που λογίζεται ως φιλόσοφος. Συναρπαστική και η αλληγορία του ίδιου του σκοτεινού νησιού, ενός νησιού που το σκεπάζει η ομίχλη, ενός νησιού από το οποίο πλοίο δεν περνά… και όσοι βέβαια έχουν ζήσει σε απομακρυσμένα νησιά, γνωρίζουν καλά την απομόνωση και τη σκοτεινιά τους, τόσο κατά την διάρκεια μιας μέρας με καταιγίδα, όσο και στις «ηλιόλουστες» επαναλαμβανόμενες ημέρες ενός χρόνου άχρονου, ενός μεταλλαγμένου στα μάτια τους σκοτεινού φωτός.
Αν, με τον όρο του θεάτρου του παραλόγου, εννοούμε την τέχνη που δημιουργεί μορφές που δεν μπαίνουν κάτω από κανένα λογικό έλεγχο, τότε και οι διάλογοι των τριών ηρώων του Αντώνη Νικολή αγγίζουν τα όρια του παραλόγου, με ήρωες όμως που παραμένουν ανθρώπινοι, γερά δουλεμένοι με συναισθήματα και ανάγκες.
Το έργο ακολουθεί τους γνωστούς δρόμους της κλιμάκωσης των συναισθημάτων του αναγνώστη, χωρίς να έχει κανείς την εντύπωση του τυχαίου στον κατά τα προσχήματα ανύπαρκτο κόσμο του Σκοτεινού Νησιού. Έντονη κι η παρουσία μιας αρχιτεκτονικής τάσης μέσα σ´ όλο το έργο, έντονο το φιλοσοφικό του υπόβαθρο, όσο και αν προσπαθεί ο συγγραφέας να σοκάρει τον αναγνώστη με τη βιαιότητα και την ωμότητα των περιγραφών του.
Ο Αντώνης Νικολής πετυχαίνει την συμπύκνωση του λόγου ακόμη και όταν στους διαλόγους οι ήρωες του έχουν την τάση για φλυαρία ή και για κοινοτοπίες, ακόμη και όταν προσπαθεί να μας προκαλέσει, μιας και δεν διστάζει να εισαγάγει στο έργο του στοιχεία που πέρα από τολμηρά θεωρούνται αντιαισθητικά και κακόμορφα. Στοιχεία της καθημερινής εξαθλίωσης της ανθρώπινης ύπαρξης, εξαθλίωσης που δημιουργείται τόσο από τον εγκλεισμό όσο και από τον φόβο ενός ανύπαρκτου μέλλοντος, στον ζοφερό και κατεστραμμένο πλανήτη Γη. Στοιχεία που δεν φοβάται να χρησιμοποιήσει ο συγγραφέας, μιας που πατά γερά στο υλικό του, μιας που έχει κατακτήσει τα μέσα του, μιας που το στηρίζει με το προσωπικό του ήθος.
Υπάρχει βέβαια και ο σύγχρονος κοινωνικός και περιβαλλοντικός προβληματισμός στο έργο αυτό, στοιχείο που συνηθίζεται πολύ ακόμη και σήμερα. Στοιχείο που κατά την άποψη μου υποκρύπτει μια μορφή προσωπικού πειραματισμού, μια αυθόρμητη αντίδραση στο γίγνεσθαι του τέλους της δεκαετίας του 90, την περίοδο της αρχικής σύλληψης του έργου. Και πέρα από τον προβληματισμό αυτόν, που όμως προσπαθεί να μην είναι στο κέντρο, να μη μας αποσπά, αν και τον υπενθυμίζει συνεχώς μέσω σκοτεινών εικόνων και της αντιπαραβολής του παλιού ευτυχισμένου κόσμου με τις δυστυχίες και το αφόρητο που έφερε η οικολογική καταστροφή, το βαθύτερο νόημα του έργου είναι αλλού.
Ακόμη και σε αυτόν τον κατεστραμμένο κόσμο προβάλλει τον άνθρωπο που ψάχνει την καταγωγή του, τις ρίζες, τη γη, το τοπίο, τα φυσικά φαινόμενα. Τον άνθρωπο που έχασε την τρυφεράδα του όταν απώλεσε τις φωνές των πουλιών, τις φωλιές τους, το πέταγμά τους. Τον άνθρωπο που χαίρεται να αναπολεί ένα φλιτζάνι καφέ και αναρωτιέται για το χρώμα και την προέλευσή του.
Τρεις μορφές στραπατσαρισμένες, χωρίς παρελθόν και μέλλον: ένας νεαρός άνδρας, μια γυναίκα, ένας γηραιότερος άνδρας, ο φιλόσοφός μας. Ανθρώπινες φιγούρες που μέσα στο χάος ξεπετιούνται με πρωτεϊκή δύναμη, διεκδικώντας ζωή, έννομη ανθρώπινη σκέψη και λογική, και ενώ υποφέρουν δεν υποτάσσονται αλλά προσπαθούν να διατηρήσουν μέσα τους, σε έναν κατεστραμμένο κόσμο, πνοή ζωής.
Θα μπορούσε να βγάλει κανείς ένα μολύβι και να τις ζωγραφίσει ολόγλυφα, με πληγές-σημάδια, ανθρώπους σαν από μαλακό ζυμάρι, τόσο ζωντανές και αληθινές οι περιγραφές του. Μορφές που διεκδικούν την ατομικότητά τους. Και είναι αυτό που κάνει το βιβλίο να ξεχωρίζει. Ο Νικολής μέσα από προκλητική πολλές φορές αισθητική επιβάλλεται με το ταλέντο του και διεκδικεί, σε έναν κόσμο που φυσούν άνεμοι συντηρητισμού και ομοφοβίας, πανανθρώπινες αξίες.
Στο μοναδικής ειλικρίνειας επίμετρο του «Σκοτεινού Νησιού» μάς εξομολογείται ουσιαστικά ότι βρίσκεται σε ένα σημαντικό σταθμό στη συγγραφική του πορεία, σε περίοδο αναθεώρησης του συνόλου του έργου του. Σαν να ψάχνει να βρει αφορμές για μια πιο προσωπική αναθεώρηση, μια μορφή αυτοεξέτασης ή και ακόμη «αυτομαστίγωσης», διότι πολλές φορές νιώθουμε ότι αντιδρά απέναντι στην ανθρώπινη ματαιότητα –αντίδραση όχι αδικαιολόγητη σε σχέση με την σημαντική πορεία του στον χώρο της λογοτεχνίας, μια πορεία με δύσκολες θεματικές και συγγραφικές γέννες.
Και, ναι, μιλάμε ότι από «Το Σκοτεινό Νησί» του 2008 μέχρι «Το Σκοτεινό Νησί» του 2019, υπήρξε μια μεγάλη και επιτυχημένη λογοτεχνική πορεία με εξαιρετικά βιβλία που εκδόθηκαν ανά διετία σχεδόν από τις Εκδόσεις Το Ροδακιό, καθώς και με το πρόσφατο «Γυμναστήριο» που εκδόθηκε το 2018 από τις Εκδόσεις Ποταμός, μια από καιρό κατακτημένη και επιτυχημένη πορεία.
Και θα τολμήσω να πω ότι αν δεν υπήρχε ο αριθμητικός αυτοπεριορισμός της ελληνικής γλώσσας —μιας γλώσσας αρχαίας και πολύτιμης, γλώσσας σαν ευχή και σαν κατάρα για τους ανθρώπους που την υπηρετούμε — ο Αντώνης Νικολής θα μπορούσε να είναι συγγραφέας παγκόσμιας αναγνώρισης, κυρίως λόγω της καθολικότητας, της οικουμενικότητας του έργου του, έργο που κινείται μεταξύ της ευσυνειδησίας ενός καλού δασκάλου και μελετητή κι ενός βίαιου σχεδόν πάθους για τη ζωή και τον άνθρωπο.