Ο ΛΕΥΤΕΡΑΚΗΣ ΕΙΝΑΙ ΓΑΤΟΣ ΝΕΑΡΟΣ, ξανθωπός, και τώρα πια μ’ όλη του την ανάπτυξη και εύρωστος. Εμφανίστηκε στον κήπο το τελευταίο δεκαήμερο του Ιουλίου, τότε που ξεκίναγαν τα σύκα. Την εποχή των σύκων, για ένα δίμηνο περίπου, ξυπνάω με το πρώτο ομαδικό τερέτισμα των τζιτζίκων, συνήθως έξι και δέκα με έξι και είκοσι, με το χάραμα. Ντύνομαι πατόκορφα, και γάντια και καπέλο, αλλεργικός γαρ, παίρνω το καλάθι και τον γάντζο και κινώ. Φρόντισε να τον δω μια, να τον δω δυο, δεν με πλησίαζε κοντύτερα απ' τα πέντε μέτρα, σαν μόνο για να τον προσέξω. Το "Λευτέρης" έσκασε στα χείλη μου αυτόματα, δηλαδή με το που διέκρινα το φύλο του, είπα "γεια σου, Λευτέρη". Αυτός, αντίθετα, πάνε τρεις μήνες πια, μια φορά δεν αποκρίθηκε με ένα "νιάου", μ’ ένα παιχνιδιάρικο τάνυσμα ή πηδηματάκι, με κάτι. Μόνο με κοιτάζει. Θα τον αδικήσω να πω με υπολογισμό, πάντως με απλανές και δίχως ίχνος ικεσίας βλέμμα. Ένα πρωί σκαρφάλωνε στην ποτίστρα για τις γλάστρες σαν διψασμένος, είχα δει κάπου πως δίχως νερό οι γάτες δυσκολεύονται στο καθάρισμα της γούνας τους, του έβγαλα μπολάκι με καθαρό (της αντίστροφης ώσμωσης, γιατί, λέει, το χλώριο του νερού της βρύσης τούς βρομάει), περίμενε ν' απομακρυνθώ, ήπιε και ξεδίψασε. Αυθημερόν κιόλας του αγόρασα μεγάλη σακούλα κροκέτες, γατοτροφή. Το επόμενο πρωινό, δίπλα στο νερό, σε μικρότερο μπολάκι τού είχα και τροφή. Όπως και με το νερό, πήγε στο φαΐ, αφότου ξεμάκρυνα.
Και πέρναγαν οι μέρες, σηκωνόμουν το πρωί, «Βρε, καλώς τον Λευτεράκη», του φρέσκαρα το νερό, κουβάλαγα και τη σακούλα με τις κροκέτες. Παράλληλα είχα εντρυφήσει και σε διάφορα βιντεάκια, όντας κοντά του χαμήλωνα, καθόμουν ανακούρκουδα, ανοιγόκλεινα τα βλέφαρα, να κοιτάς έναν γάτο αφ’ υψηλού και με σταθερό βλέμμα, λέει, το εκλαμβάνει σαν επιθετική πρόθεση, τα βλεφαρίσματα πράγματι μού τα ανταπέδιδε, όμως λίγο περισσότερο να πλησίαζα, αντιδρούσε με το απειλητικό «χχχι», ανασήκωνε και το ένα από τα μπροστινά ποδαράκια, έτοιμο για νυχιά. Που δύο φορές δεν τη γλίτωσα. Ιώδια και τσιρότα. «Δεν ντρέπεσαι, Λευτέρη, έτσι κάνουνε στον “χιούμαν ντάντι” τους!» -human daddy από τα βιντεάκια. Του εξήγησα επιπλέον -πληροφορία κι αυτή απ’ τα βιντεάκια- ότι στην εξέλιξη του είδους του επικράτησε γονιδιακά ο τύπος των γατιών που νιαουρίζοντας μιμούνται το κλάμα και την ικεσία μωρού, διότι έτσι προκαλούν τον οίκτο των γατόφιλων, που τους εξασφαλίζει τροφή, και άρα επιβίωση. Του έλεγα, αν δεν νιαουρίσεις, δεν έχει κροκέτες. Με κοίταζε, περίμενε, όταν σιγουρευόταν πως δεν θα φάει, μου γύρναγε την πλάτη, έφευγε.
Το νιαούρισμά του, και δη το παρατεταμένο άγριο, το άκουγα όταν καταδίωκε τα διάφορα γατιά της γειτονιάς, μπορεί καμιά δεκαριά, κάτι δυστυχισμένα ζώα. Είναι μία γειτόνισσα, τα φέρνει, τα στειρώνει, ύστερα παχύσαρκα, μερικά και ράτσας, με βρόμικες συνήθως γούνες, και σαν καταθλιπτικά, περιφέρονται ένα γύρο στις αυλές και τα χωράφια του οικισμού. Τους έριχνα καμιά φορά κανένα ψαροκόκαλο, κανένα αποφάι, μα χαρακτήρα δεν είχε κανένα τους, δεν τα πρόσεχα. Ο Λευτεράκης, ο οποίος εντωμεταξύ έχει κατουρήσει απ’ άκρου εις άκρον τον κήπο, τον λογαριάζει δική του επικράτεια, τους επιτίθεται ευέξαπτος κι ευερέθιστος. «Σιγά, ρε ιαγουάρο, τρομάξαμε! Ο Λευτεράκης! Ο ιαγουάρος του Ηρακλή!» -Ηρακλής, ο οικισμός-, τον κράζω κάθε φορά που τον αντιληφθώ να παίρνει στο κυνήγι τα δυστυχισμένα.
Από την άλλη, φέτος εξαφανίστηκαν οι αρουραίοι που άλλα καλοκαίρια στήνανε τρικούβερτα πάρτι πάνω στις τρεις ουασινγκτόνιες, χειρότερα κι από τις γκρικ νάιτς των ξενοδοχείων ολόγυρα, να μην μπορώ να συγκεντρωθώ στη βεράντα γράφοντας, να τους πετάω πέτρες, σκάστε, το βουλώνανε για λίγο, ύστερα πάλι ξεσαλώνανε, κατέβαιναν μάλιστα θρασύτατοι, μες στη μούρη μου, ξεδίψαγαν απ’ τα πιατάκια των βασιλικών, κι αμέσως βουρ πίσω, ψηλά στις φασαριόζικες συνάξεις τους. Άφαντοι ετούτο το καλοκαίρι οι αρουραίοι, δεν πείραξαν σύκο ούτε φραγκόσυκο, ούτε μια ρόγα στα κλήματα, άφαντες κι οι καρακάξες και τα κοράκια, και πάντως στα σταφύλια δεν επέδραμαν φέτος, δεν τα δοκίμασαν καν. «Λευτεράκη, να μη σε αδικώ: τις κροκέτες, το φαγάκι σου, το κερδίζεις με την αξία σου», με συγχύζει που δεν ακούω ένα ευχαριστώ, αλλά η αλήθεια τον καμαρώνω.
Κι εδώ που τα λέμε, αν μου κωλοτριβότανε, άρχιζε τις οικειότητες, τα γουργουρίσματα, ήδη θα κοιμόμασταν στο ίδιο κρεβάτι, ούτε θα τον άφηνα βέβαια μόνο του τις φορές που ανεβαίνω Αθήνα, θα τον έβαζα στο καλαθάκι του, θα τον έφερνα στην γκαρσονιέρα στην Κυψέλη, και πώς να του εξηγήσω του ζώου να μην πηδήξει από τον πρώτο όροφο, να μη χαθεί ύστερα στη μίζερη ζωή από ακάλυπτο σε ακάλυπτο στην πυκνοδομημένη συνοικία. Ενώ εδώ, στον Ηρακλή, δεν έχει μόνο την αποκλειστική δική του επικράτεια, τον κήπο και το περιβολάκι, έχει και χωράφια, βατούς δρόμους, αυλές, κρυψώνες, κουζίνες σε ταβέρνες και ξενοδοχεία, κάδους σκουπιδιών απόμερους και προσιτούς, τους δυστυχισμένους ευνούχους της γειτόνισσας, να τους παίρνει στο κυνήγι να νιώθει ιαγουάρος, με δυο λόγια όλα όσα τού φτάνουν και του περισσεύουν για μια γατο…ζωή χαρισάμενη, για μια γατο…ζωάρα.