Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2022

Τόμας Μαν: Το μαγικό βουνό.


Τα τελευταία επτά χρόνια απασχολημένος με τη βιβλιογραφία τη σχετική με τη σε εξέλιξη εργασία μου, που περιείχε βέβαια και πρώτης τάξεως λογοτεχνία (έπη Ομήρου, αρχαίο μυθιστόρημα κ.ά.), διέθετα πολύ λίγο χρόνο στη νεότερη λογοτεχνική παραγωγή. Μόνο στο προσκέφαλο κάνα τέταρτο προτού κοιμηθώ, στα αεροπλάνα κατά τις αναμονές και τις πτήσεις. Ιδιαίτερα το τελευταίο εξάμηνο των ολοήμερων πολύωρων διορθώσεων, έλεγα «μπάφιασα πια με τον Νικολή», λαχταρούσα μυθιστορήματα άλλων. Κι εντωμεταξύ σώρευα τα προς ανάγνωση… Πάνω πάνω στη στοίβα, ωστόσο, διατηρούσα το Μαγικό βουνό του Τόμας Μαν, στην παλιά έκδοση του Δίφρου, βιβλίο που εντόπισα στα συντρίμμια και τον σωρό της βιβλιοθήκης μου κατά τον σεισμό του 2017, και που έκτοτε όποτε το ξεφύλλιζα με καθήλωνε. Να το είχα διαβάσει άραγε, -στο μακρινό 1980 εικάζω αγορασμένο, δεν αποκλείεται και νωρίτερα. Ανάμεσα στις σελίδες του σαν λουλουδάκι πατημένο, ξεραμένο, σέπια πλέον, η φωτογραφία της Λιάνας (Τσαρουχά), της ξεχωριστήςφίλης απ’ τα φοιτητικά χρόνια στα Γιάννινα: ένα μικρό ρίγος, το αχνό κορίτσι με τον δείκτη διχοτομώντας το πρόσωπό της - σελιδοδείκτης όσο διάβαζα το μυθιστόρημα.


Το πρώτο που εξιχνίαζα κατά την ανάγνωσή μου, ήταν η ίδια η συγκεκριμένη παλιά έκδοση: Τόμας Μαν ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΒΟΥΝΟ, μυθιστόρημα, Μετάφραση από τα γερμανικά Άρης Δικταίος, εκδόσεις Δίφρος, Αθήναι 1956.Τυπώθηκε τέσσερα χρόνια προτού γεννηθώ! Και έπρεπε να κατανοήσω το παράδοξο, πως όσο το διάβαζα τόσο περισσότερο πειθόμουν ότι, παρόλο που έμοιαζε πολύ λιγότερο φροντισμένο εκδοτικά από ένα οποιοδήποτε σημερινό βιβλίο, η γλώσσα του δεν ήταν του τωρινού γλωσσικού Προκρούστη, των επιμελητών εννοώ, η άοσμη, άγευστη και άχρωμη, ιδίως των μεταφράσεων. Διαισθανόμουν συχνά τον λογοτεχνικό μόχθο του μεταφραστή να αποδώσει, να μεταφέρει το ύφος, την οικονομία, τη δομή, τους ρυθμούς από τη μία στην άλλη γλώσσα.


Από την άλλη, ωριμότερος από ποτέ, ξέρω πια πόσο μεγάλο μέρος ενός λογοτεχνικού έργου είναι άρρηκτα συνδεμένο με τη γλώσσα στην οποία δημιουργείται, ουσιαστικά  ποτέ μεταφράσιμο πλήρως.

Πάουλ Τόμας Μαν, (Λίμπεκ, 6 Ιουνίου 1875 - Ζυρίχη, 12 Αυγούστου 1955).

Τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1911 ο τριανταεξάχρονος τότε Μαν τούς περνάει σε σανατόριο του Νταβός της Ελβετίας. Συνοδεύει τη σύζυγό του που ασθενεί. Η παράδοξη συνθήκη-ατμόσφαιρα, τόσο δυναμική στις εντάσεις της, τόσο οξύμωρη στις εικόνες της, το ορεινό δυνατό τοπίο, το κοσμοπολίτικο θέρετρο και μαζί σανατόριο για εύπορους ασθενείς προερχόμενους απ’ όλες τις χώρες του πλανήτη, φορείς μιας θανατηφόρας αρρώστιας, και εντούτοις που συνεχίζουν να απολαμβάνουν ευωχίες, συνήθειες και τρόπους της πρότερης ζωής τους, τον ελκύει σαν ένα πρώτης τάξεως υλικό για τη δουλειά του. Αυτό που διαισθητικά συλλαμβάνει ο Μαν είναι η δυνατότητα ενός αλληγορικού χώρου πρωτίστως αλλά και χρόνου, πολύ πυκνού σε ποίηση, θέλω να πω σε μικρές διεσταλμένες σκηνές που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ανεβάζουν στην επιφάνεια αταβιστικές, βαθιές ασύνειδες χειρονομίες, μορφασμούς, ατελή συναισθήματα ή σκέψεις. Το αξιοθαύμαστο, αλλά και στοιχειώδες για έναν ευφυή δημιουργό εκτός από εμπνευσμένο συγγραφέα, είναι πάντοτε η ενδελεχής εξονυχιστική έρευνα του πραγματολογικού υλικού: ο Μαν γίνεται ο καταρτισμένος γνώστης των ιατρικών θεραπειών και μεθόδων του σανατορίου, ο μηχανικός επίσης κάθε χρηστικής εκεί ιατρικής συσκευής, κατέχει όλα τα πρωτόκολλα και τους κανόνες της φιλοξενίας στο σανατόριο, φαίνεται τέλος να μελέτησε το ιστορικό παρά πολλών ασθενών, η εμβρίθεια της πραγματολογικής προεργασίας του στο σύνολό της δείχνει εντυπωσιακά εντελής. Γιατί, βέβαια, ο αλληγορικός, ο ποιητικός κόσμος του βουνού θα είναι τόσο πιο αληθινός όσο και η τελευταία ψηφίδα της αφήγησης θα μοιάζει πραγματική. Η μαγεία χτίζεται πάντοτε με υλικό αντλημένο απ’ την πραγματικότητα. Δεν είναι μυστικό μόνο της τέχνης και της λογοτεχνίας αυτό∙ είναι μυστικό της ζωής. Αλλά τόσο απλό, ούτε διδάσκεται, ούτε αντιγράφεται: απαιτεί πλησμονή οίστρου και ευφυΐας, χαρίσματα που πολύ σπάνια συνυπάρχουν σε έναν τον ίδιο δημιουργό.

Και έπεται το θαύμα καθαυτό της απόλυτης λογοτεχνίας: η ανέλιξη μιας τόσο εκτεταμένης αφήγησης με μια ελάχιστη υποτυπώδη πλοκή, μικρές αλληλοδιάδοχες σκηνές, σαν φώτα που ανάβουν και σβήνουν σύντομα, για να φωτίσουν την πινακοθήκη των πορτρέτων –πάμπολλα εκπληκτικά αποδοσμένα πορτρέτα-, μία πτυχή ρούχου εδώ, μία μιμική έκφραση ή μορφασμό εκεί, και ασφαλώς, όπως το θέλει, από την Ιλιάδα ήδη, η μεγάλη λογοτεχνία, να είναι συχνή η παρουσία της ειρωνείας. Λανθάνουσα ή προφανής, στο Βουνό είναι πανταχού παρούσα. Για τον αναγνώστη τον ικανό να την αντιληφθεί, τα πάντα, άλλο λίγο, άλλο πολύ, υποσκάπτονται απ’ τη συγγραφική ειρωνεία. Εντονότερα στις ατέρμονες συζητήσεις, στα πρόσωπα που φλυαρούν, διαφωνούν, ξεδιπλώνουν ή μαζεύουν θεωρίες δίχως ουσιαστική σύνδεση με τις συνθήκες της ζωής τους. Δεν είναι ανοησίες αυτά που λένε, μα οι κουβέντες και οι σκέψεις τους, εκεί, στο βουνό, (πάνω απ’ την πεδιάδα όπου ζουν οι κανονικοί άνθρωποι, οι υγιείς, στον προθάλαμο της μεγάλης εξόδου, στην επικράτεια πια του Ραδάμανθυ), αιωρούνται δίχως εύλογη διασύνδεση με τα βιώματά τους, ανόητα, όσο για να ρίχνουν αχνές σκιές στα πελιδνά συνήθως πρόσωπά τους. Όμως στο βουνό, στο Μαγικό βουνό, με την αναγωγή της ποιήσεως, περιφερόμαστε φλύαροι και αμήχανοι οι πάντες. Η αλληγορική ποιητική μεταφορά συντελέστηκε πλήρως: το Μαγικό βουνό είναι ο τόπος των ανθρώπων, η ζωή στο μαγικό βουνό είναι η ζωή στον μαγικό πλανήτη. Την ελευθερία να υπάρξει ο πλανήτης, η ζωή, ο καθένας μας, τη διασφαλίζει η υπέρτατη ελευθερία, ο θάνατος.

Ο συγγραφέας, ώριμο αισθητικό αίτημα ήδη στον καιρό του, ομολογεί πως ενδιαφέρεται να μελετήσει τον χρόνο. Ασχέτως τι ισχυρίζεται το ένα ή το άλλο πρόσωπο της αφήγησης ή και σε πρώτο πληθυντικό ο ίδιος ο αφηγητής, η αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης, νομίζω, είναι πράγματος ρευστού, που όσο κι αν συσχετίζεται όντως  με τον χώρο, είναι εντέλει διάσταση που διαστέλλεται ή συστέλλεται το ίδιο ακατανόητα όσο και η αλληλοδιαδοχή των εικόνων ή των σκηνών ενός ονείρου.

Και μερικά ενδεικτικά αποσπάσματα (τη εξαιρέσει του μονοτονικού, με την ακριβή ορθογραφία και στίξη του πρωτοτύπου):

Α’ τόμος, σελ. 27-28: Μα δεν τον είχε πάρει καλά-καλά ο ύπνος κι αμέσως άρχισε να ονειρεύεται κι ονειρευότανε χωρίς διακοπή, σχεδόν, ίσαμε την άλλη μέρα το πρωί. Είδε κυρίως τον Γιόαχιμ Τσίμσεν, σε μια θέση παράξενη, σα στρουφιγμένο, να κατεβαίνει από κάτι λοξά σύρματα μέσα σ’ ένα κρεμαστό τραίνο. Είχε μια χλωμάδα φωσφορίζουσα, σαν του γιατρού Κροκόβσκι ακριβώς, και στο μπροστινό μέρος του μικρού τραίνου, καθότανε ο γεννημένος αριστοκράτης, που είχε μια μορφή εξαιρετικά αόριστη, σαν κάποιος που τον άκουσες μόνο να βήχει, κι οδηγούσε. «Μα όλοι εμείς, εδώ πάνω, αδιαφορούμε», είπε ο Γιόαχιμ στη στρουφιγμένη θέση του, κ’ ύστερα ήταν αυτός, κι όχι πια ο Αυστριακός ευγενής, που άρχισε να βήχει μ’ ένα τρόπο φρικτά παφλαστό.

Α’ τόμος, σελ. 32-33: (…) Μα στη ράχη του πιάτου ήταν χαραγμένα, στικτά, τα ονόματα των αρχηγών της οικογένειας που, με το πέρασμα του καιρού, είχαν γίνει οι κάτοχοι του πιάτου: είχαν φτάσει κιόλας τους εφτά, και δίπλα στ’ όνομα καθενούς ήταν κ’ η χρονολογία που το κληρονόμησε, κι ο παππούς, με την άκρη του δαχτυλιδοστολισμένου δείκτη του, διάβαζε τα ονόματά τους, το ένα ύστερα από το άλλο, στον εγγονό του. Το όνομα του πατέρα ήταν εκεί, το όνομα του παππού του επίσης και το όνομα του προπάππου του το ίδιο. Κ’ ύστερα αυτό το προ διπλασιάστηκε και τριπλασιάστηκε και τετραπλασιάστηκε στο στόμα του αφηγητή, και το αγόρι, με το κεφάλι γερμένο κατά το πλάι άκουε με σκεφτικά, ή ρεμβαστικώς άσκεφτα κι ακίνητα μάτια, και με στόμα νυσταγμένο και μαζεμένο, το «προ-προ-προ- προ», αυτόν το σκοτεινό ήχο του τάφου και των περασμένων καιρών, που εξέφραζε, ωστόσο, μια σχέση ευλαβικά κρατημένη ανάμεσα στο παρόν, την ίδια του τη ζωή, και σ’ αυτά τα βαθιά θαμμένα πράματα και που του έκανε μια παράξενην εντύπωση: αυτήν, δηλαδή, ακριβώς, που εκφραζότανε στο πρόσωπό του. Νόμιζε πως ανέπνεε τον υγρό αέρα κλειστής κάμαρας, κάτι σαν τον αέρα της εκκλησίας της Αγίας Αικατερίνης ή της κρύπτης του Αγίου Μιχαήλ, καθώς άκουγε αυτό τον ήχο. Του φαινόταν ότι ένιωθε την πνοή τόπων που σε κάνουν να πάρεις μιαν ορισμένη στάση γιομάτη θαυμασμό, με το κεφάλι σκυμμένο και το καπέλλο στα χέρια και να περπατάς στα δάχτυλα των ποδιών. Ακόμη, θαρρούσε πως άκουε τη μακρυνή και περιφραγμένη σιωπή αυτών των χώρων με τους τόσο επίσημους ήχους. Θρησκευτικά συναισθήματα ανακατεύονταν στον ήχο των βαριών συλλαβών με σκέψεις για το θάνατο και την ιστορία κι όλ’ αυτά φαίνονταν, κατά κάποιο τρόπο, ευεργετικά στο παιδί, ναι, μπορεί, μάλιστα, και να ζητούσε να δει το τάσι μόνο για χάρη αυτών των συλλαβών, για να τις ακούσει να λέγονται και να τις ξαναλέει.                 

Α’ τόμος, σελ. 224-225: (…) Για την ώρα αρκεί να θυμάται καθένας με πόση ταχύτητα περνά μια σειρά, δηλαδή μια «μακρυά» σειρά ημερών, όταν τις περνά κανείς στο κρεβάτι, σαν άρρωστος: είναι η ίδια μέρα που επαναλαμβάνεται αδιάκοπα. Μα καθώς είναι πάντα η ίδια, στο βάθος δεν είναι πολύ σωστό να μιλάει κανείς για «επανάληψη» θα έπρεπε να μιλά για ταυτότητα, για ένα παρόν ακίνητο ή για αιωνιότητα. Σου φέρνουν τη μεσημεριανή σούπα όπως σου την έφεραν χτες και θα σου τη φέρουν και αύριο. Και την ίδια στιγμή νιώθεις μια πνοή –δεν ξέρεις πώς και από πού. Ιλιγγιάς ενώ βλέπεις να έρχεται η σούπα, οι μορφές του χρόνου εξαφανίζονται και αυτό που σου αποκαλύπτεται σαν η αληθινή μορφή της ύπαρξης είναι ένα σταθερό παρόν που σου φέρνουν αιώνια τη σούπα.

Α’ τόμος, σελ. 296: (μιλάει ο Σετεμπρίνι, ο Ιταλός διανοούμενος, οπαδός του Διαφωτισμού και καθοδηγητής του νεαρού ήρωα, του Χανς Κάστορπ) (…) Μην προσανατολίζεστε εσωτερικά προς αυτούς, μην αφεθήτε να μολυνθείτε από τις αντιλήψεις τους, αντιτάξετε τη δική σας ιδιοσυγκρασία, την ιδιοσυγκρασία που είναι ανώτερη απ’ τη δική τους και κρατήσετε ιερό αυτό που, από ιδιοσυγκρασία και από καταγωγή, πρέπει να είναι ιερό για σας, το παιδί της Δύσης, της θείας Δύσης, το παιδί του πολιτισμού: θέλω να πω τον Χρόνο. Αυτή η διασπάθιση, αυτή η γενναιόδωρη σπατάλη στη χρήση του χρόνου είναι ασιατικού ρυθμού και, δίχως άλλο, αυτή είναι η αιτία που τα τέκνα της Ανατολής αρέσκονται εδώ. Δεν παρατηρήσατε πως όταν ένας Ρώσος λέει «τέσσερις ώρες», δεν είναι τίποτα άλλο απ’ αυτό που κάποιος από μας εννοεί όταν λέει «μια ώρα»; Αμέσως αντιλαμβάνεται κανείς ότι η νωχέλεια αυτών των ανθρώπων μπροστά στο χρόνο, έχει σχέση με την άγρια απεραντωσύνη της χώρας τους. Όπου υπάρχει πολύς χώρος, υπάρχει και πολύς χρόνος, λένε μάλιστα πως οι Ρώσοι είναι ο λαός που έχει καιρό και μπορεί να περιμένει. Εμείς οι Ευρωπαίοι δε μπορούμε. Έχουμε τόσο λίγο χρόνο, όσον λίγο χώρο έχει η ευγενική μας ήπειρος, η σκαλισμένη με τόση λεπτότητα. (…)  

Τόμος Β’, σελ. 49: [Το μυθιστόρημα γράφεται ανάμεσα στο 1912 και το 1923. Η ειρωνεία του συγγραφέα εδώ για τον τρόπο που οι ήρωές του αποτιμούν τις συγκαιρινές τους ιστορικές πληροφορίες.] (Ο Σετεμπρίνι πίστευε ότι) Η δημοκρατική ιδέα κέρδιζε έδαφος. Βεβαίωσε ότι κατείχε εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες οι Νεότουρκοι συμπλήρωναν ακριβώς τις τελευταίες προετοιμασίες για ένα πολιτικό πραξικόπημα. Η Τουρκία, ένα εθνικό και συνταγματικό κράτος, -τι θρίαμβος της ανθρωπότητας! Φιλελευθερισμός του Ισλάμ, κορόιδεψε ο Νάφτα. Έκτακτα! Ο φωτισμένος φανατισμός, -πολύ ωραία! Αυτό, άλλωστε, σας αφορά, και στράφηκε προς το μέρος του Γιόαχιμ. Αν ο Αβδούλ Χαμίντ πέσει, τέλειωσε κ’ η επιρροή σας στην Τουρκία κ’ η Αγγλία θα παίξει το ρόλο της προστάτιδος…

Τόμος Β’, σελ.196-197: [Στοχασμοί, σχεδόν παραληρηματικοί, του κεντρικού ήρωα Χανς Κάστορπ.] (…) Ο άνθρωπος είναι ο κύριος των αντιθέσεων, υπάρχουν χάρη σ’ αυτόν κ’ επομένως είναι πιο ευγενής απ’ αυτές. Πιο ευγενής από τον θάνατο, πάρα πολύ ευγενής για τον θάνατο, -αυτό ’ναι η ελευθερία του μυαλού του. Πιο ευγενής από τη ζωή, -αυτή ’ναι η ευλάβεια της καρδιάς του. Να που έφτιαξα μια ριμάδα, ένα ποιητικό όνειρο για τον άνθρωπο. Θέλω να το θυμούμαι αυτό. Θέλω να ’μια καλός. Δε θέλω να παραχωρήσω στο θάνατο κανένα δικαίωμα πάνω στις σκέψεις μου! Γιατί αυτό ’ναι που συνιστά την καλωσύνη και την αγάπη προς τον πλησίον, και τίποτα άλλο. Ο θάνατος είναι μια μεγάλη δύναμη. Όταν τον πλησιάζει κανείς αποκαλύπτεται και περπατά με ρυθμικό βήμα στις μύτες των ποδιών του. Φορεί την τελετουργική τραχηλιά του παρελθόντος και ντυνόμαστε σοβαρά και στα ολόμαυρα, για να τον τιμήσουμε. Η λογική είναι ανόητη μπροστά στον θάνατο, γιατί δεν είναι παρά μόνο αρετή, ενώ ο θάνατος είναι η ελευθερία, ο παραλογισμός, το άμορφο και η ηδονή. (…)

Τόμος Β’, σελ. 256-257: [Ο συγγραφέας απευθύνεται άμεσα στον αναγνώστη, αποκαλύπτει, ή πιο σωστά θέλει να δείχνει ότι αποκαλύπτει, μέρος της αφηγηματικής του στρατηγικής.] (…) Κι αν θα πήγαινε πολύ να πει κανείς ότι θα μπορούσε «να διηγηθεί τον χρόνο», ωστόσο, το να θέλει να μιλήσει κανείς περί χρόνου, είναι φανερό πως  δεν είναι και τόσο παράλογο εγχείρημα, όσο πήγε να μας φανεί στην αρχή, -μ’ έναν τέτοιο τρόπο που, στο χαρακτηρισμό «μυθιστόρημα του χρόνου» θα μπορούσε ν’ αποδώσει κανείς μιαν ιδιαίτερα ονειρική διπλήν έννοια. Είναι γεγονός πως δε ρίξαμε στη μέση το ζήτημα, του αν μπορεί κανείς να διηγηθεί τον χρόνο, παρά μόνο για να ομολογήσουμε ότι αυτή ’ταν η πρόθεσή μας όταν καταπιαστήκαμε με τούτο δω το μυθιστόρημα. (…)

Τόμας Μαν, ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΒΟΥΝΟ, μετάφραση (από τα γερμανικά) Άρης Δικταίος, εκδόσεις Δίφρος, Αθήναι 1956, σε ένα βιβλίο δύο τόμοι, ο πρώτος σελίδες 418, ο δεύτερος σελίδες 448.