Γιάννης Τσαρούχης, Ερωφίλη |
Δεν νομίζω πως θα άντεχα να δω μια παράσταση της Ερωφίλης ούτε θα συνιστούσα σε φιλαναγνώστη να καθίσει να τη διαβάσει, όμως θα ήτανε μεγάλο κρίμα ο μελετητής της νεοελληνικής γλώσσας ή ο τεχνίτης, ο λογοτέχνης, να μη σταθεί, να μη σκύψει να πιει από τη δροσερή πηγή, σαν απ’ τα λεοντόκρουνα στο Σπήλι –για να μην ξεμακραίνω κι απ’ την Κρήτη. Την Ερωφίλη, όπως και τον Ερωτόκριτο, παρόλο που οπωσδήποτε πιο ενδιαφέρον λογοτεχνικά έργο εκείνος, αν υπήρχαν σε ακουστικές εκδόσεις, δεν θα χόρταινα να τα ακούω. Κατά κάποιο τρόπο έχουν αποθησαυρισμένους ρυθμούς και αίσθηση της νεοελληνικής λαλιάς πρωτογενείς, κάπως σαν να φτάνεις στην κεφαλόβρυση –για να επιμείνω στο προηγούμενο σχήμα- του γλωσσικού μας αισθήματος. Δεν υπάρχει εδώ η εκζήτηση ή η επιτήδευση των δημοτικιστών, ή η σχεδόν λαογραφική, ενίοτε και ιδεοληπτική ηθογραφική καταφυγή σε ντοπιολαλιές, αντίθετα και για τα δεδομένα της εποχής τότε (η Ερωφίλη θεωρείται γραμμένη από τον Ρεθυμνιώτη Γεώργιο Χορτάτση στο τέλος του 16ου αιώνα, γύρω στα 1595) πρόκειται για σχετικά μικτή γλώσσα, λόγια και ομιλουμένη, μολονότι στις δομές και στην άρθρωση, στην ακολουθία των φθόγγων κιόλας, είναι η πλέον οικεία -ας μου επιτραπεί να πω- μητρική, κυριολεκτικά το νάμα της νεοελληνικής. Τώρα ιδίως που η γλωσσική αλλοτρίωση δοκιμάζει ακόμη και τη φωνητική αλλά και τις γραμματικές και συντακτικές δομές της λαλιάς μας (φθόγγοι ξενικοί, τελικά σύμφωνα ασύμβατα στο γλωσσικό μας αίσθημα, τα αρτικόλεξα/ ακρωνύμια, η εκτεταμένη ακλισία) ιδίως με τη δυναμική διείσδυση της αγγλικής, κατάντησαν συρμός τα κατ’ ουσίαν δίγλωσσα κείμενα, γραφιάδες με επιδεικτικά φροντισμένα ελληνικά –ότι τάχα μπορούν να γράψουν και σε πολύ καλά ελληνικά- οι οποίοι όμως κάθε λίγο διανθίζουν τα γραπτά τους (άρθρα σε λάιφ στάιλ σάιτ συνήθως) με αγγλικούς όρους ή απλές λέξεις ή φράσεις…
Υπενθυμίζω πως την κρητική λογοτεχνία ήθελα να τη διαβάσω για τη συγγένεια με τις δικές μας εδώ δωδεκανησιακές ντοπιολαλιές. Βρήκα στην Ερωφίλη, φερειπείν, το: το λοιπονίς (Α, 53 και αλλού), το ταλοιπονί απ’ την Κέφαλο, το χωριό του πατέρα μου, όπως, αλλά συχνά και στον Ερωτόκριτο, το επίθετο μόνιος-α-ο (μόνος), που άκουγα από την αδελφή της γιαγιάς και νονά μου, τη νανά μου τη Φροσύνη, στην πρόταση που έμοιαζε η επωδός της ζωής της, «Έμεινα μόνια – μοναχή», άκληρη δηλαδή και χήρα, και σκεφτόμουν πως ετούτο το μόνια ήταν ένα είδος ηχητικής έκτασης εκτός από παρήχηση, για να δηλωθεί η ένταση της σημασίας μοναξιά, ότι ήτανε μια δική της λέξη, νεολογισμός που γέννησε ο πόνος της. Η επιθανάτια τελευταία κουβέντα της γιαγιάςΚαλλιόπης στο κρεβάτι του νοσοκομείου ήταν –επρόκειτο για πολύ δυνατή, άτρομη γυναίκα, τη φράση την είπε δίχως ίχνος φόβου: «Α πεθάνω θέλει», σύνταξη η οποία στη λαλιά της Κεφάλου ισοδυναμεί με μέλλοντα, (Θα/ πρόκειται να πεθάνω, πεθαίνω). Στην πέμπτη πράξη της Ερωφίλης (Ε, 368) χάρισμα πλήσο φανή σου θέλει / μεγάλο δώρο θα σου φανεί.
Και ορισμένα αποσπάσματα, επιλεγμένα είτε γιατί εξαίρουν τις λυρικές αρετές του Χορτάτση, τη λιτότητα στην έκφραση των συναισθημάτων, την καθαρότητα στα σχήματα, κυρίως όμως για την ωραία και βαθιά αίσθηση του νεοελληνικού λόγου που ανέφερα παραπάνω.
(Α, 73-76) Ω πλήσα κακορίζικοι, και γιάντα δε θωρούσι
τσι μέρες πώς διαβαίνουσι, τσι χρόνους πώς περνούσι!
τ’ οψές εδιάβη, το προχθές πλιο δεν ανιστοράται,
σπίθα μικρή το σήμερο στα σκοτεινά λογάται.
[πλήσα: πολύ, γιάντα: γιατί, οψές: χτες, πλιο: πια, ανιστορούμαι: μνημονεύομαι, λογούμαι: λογαριάζομαι]
(Β, 325-326) (Ο Πανάρετος για τα μάτια και το βλέμμα της Ερωφίλης.)
Δυο ήλιοι σ’ ένα κούτελο βαλμένοι φως μού δίδα,
και φωτερές τσι νύκτες μου σα μεσημέριν είδα.
[δίδα: έδιναν]
(Γ, 17-18) (Η Ερωφίλη μονολογεί.)
Μόνια μου με τον έρωτα καθ’ ώραν επολέμου,
και κιανενός τα πάθη μου δεν έδειχνα ποτέ μου.
[μόνια: μόνη, καθ’ ώραν: συνεχώς]
(Γ, 29-30, 33-37) (Η Ερωφίλη συνεχίζει για τον Πανάρετο.)
Κι ώρες γλυκύς μού φαίνετο κι ώρες πρικύς περίσσα
κι ώρες στρατιώτης δυνατός κι ώρες παιδάκιν ίσα.
[πρικύς: πικρός, περίσσα: πολύ, ίσα: εξίσου]
(…)
(Γ, 33-37) Χίλια ακριβά τασσίματα μου ’τασσε κάθε μέρα
και χίλια μού ’χτιζε όμορφα περβόλια στον αέρα∙
χίλιες σγουράφιζε χαρές μέσα στο λογισμό μου
και χίλιες έδειχνε ομορφιές πάντα των αμματιώ μου.
[τάσσιμο: υπόσχεση, σγουραφίζω: ζωγραφίζω, αμμάτι: μάτι]
Και αν στον πυρήνα της αρχαίας σκέψης βρίσκεται η αγωνία της ὕβρεως, μην υποπέσει κανείς στην ὕβρι, και οι τραγωδίες τελειώνουν με την υπενθύμιση του οὐδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε, στην αντίληψη της ζωής μετά την ύστερη αρχαιότητα και δώθε πρυτανεύει η ηθικολογική/ ιδεολογική απαξίωση των αγαθών της παρούσης ζωής ή της παρούσης κοινωνίας, είτε γιατί συνεπάγονται αμαρτίες, άρα την απώλεια της μετά θάνατον αληθινής ζωής, είτε γιατί ως προϊόντα κοινωνικής αδικίας γίνονται η παρακώλυση στην οικοδόμηση μιας πιο αληθινής, άρα και πιο δίκαιας κοινωνίας.
(Ε, 671-674, Χορικό, οι τελευταίοι τέσσερις στίχοι του έργου:)
Γιατί όλες οι καλομοιριές του κόσμου και τα πλούτη
μια μόνο ασκιά ’ναι στη ζωή την πρικαμένη τούτη,
μια φουσκαλίδα του νερού, μια λάβρα που τελειώνει
τόσα γοργό όσο πλια ψηλά τσι λόχες τση σηκώνει.
[καλομοιριά: ευτυχία, ασκιά: σκιά, πρικαμένος: πικραμένος, λάβρα: θερμότητα από δυνατή φωτιά, πλια: περισσότερο, λόχη: γλώσσα φωτιάς]
Και κάτω απ’ τους τέσσερις αυτούς στίχους ο Χορτάτσης θα γράψει: ΤΕΛΟΣ ΤΣΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ.
[Ερωφίλη, τραγωδία Γεωργίου Χορτάτση, επιμέλεια Στυλιανός Αλεξίου – Μάρθα Αποσκίτη, εκδόσεις Στιγμή, τέταρτη έκδοση, Αθήνα 2014, σελ. 294.]
Μάνος Χατζιδάκις: «Ερωφίλη / Πάθη από τον έρωτα» - Φλέρυ Νταντωνάκη,
από τον Μεγάλο Ερωτικό.