Αφότου διάβασα τον Μόμπι Ντικ, νομίζω αυθόρμητα, δίχως να το πολυσκεφτώ, λογαριάζω τον Μέλβιλ -μολονότι εντελώς άλλης ιδιοσυγκρασίας- ισοϋψή του Φλομπέρ, οι οποίοι μάλιστα σχεδόν συνυπήρξαν χρονικά, ο Μέλβιλ (Herman Melville, 1 Αυγούστου 1819 – 28 Σεπτεμβρίου 1891), ο Φλομπέρ (Gustave Flaubert, 12 Δεκεμβρίου 1821 – 8 Μαΐου 1880), και τους δυο αυτούς σαν τους σημαντικότερους πεζογράφους λογοτέχνες των νεότερων χρόνων.
Ο μεγάλος απατεώνας είναι για αρκετούς λόγους ένα τολμηρό στη σύνθεση, ιδιαίτερα απατηλό –για να ταιριάζει και στον τίτλο- ως προς την ειρωνεία του μυθιστόρημα, -να πω σωστότερα- εκτενές αφήγημα. Σύντομες περιγραφές και αφηγήσεις, μακροσκελείς διάλογοι ανάμεσα σε επιβάτες του ατμόπλοιου «Φιντέλ» («Πιστός») στον Μισισιπή, με επαναλαμβανόμενο μοτίβο τη σημασία του να εμπιστεύεσαι τον συνάνθρωπο, να μην είσαι καχύποπτος, και εφόσον όντως αποδεικνύεσαι ανοικτός και θερμός στον διπλανό σου, τότε να προβαίνεις σ’ αυτήν ή την άλλη χειρονομία πίστης, συνήθως να εμπιστεύεσαι ένα μικρό ή μεγαλύτερο χρηματικό ποσό στον συζητητή σου, αυτόν που τώρα δα σε πείθει να το κάνεις, και που δεν είναι παρά μια μακρά σειρά απατεώνες εν δράσει, που μάλλον κιόλας πρόκειται για έναν, τον ίδιο, που μετέρχεται πολλά προσωπεία, κοστούμια και μάσκες, σ’ αυτό το πάρτι των μεταμφιεσμένων που συνιστά τη ζωή, όπως ακριβώς το διατυπώνει σε μία από τις μεταμφιέσεις του ο εν λόγω μεγάλος απατεώνας.
Με κάποιο τρόπο ο Μέλβιλ καταπιάνεται ή εστιάζει στην εγκυρότητα της ηθικής συνείδησης σε σχέση με τη δικαιοσύνη. Και γιατί είναι μεγάλος λογοτέχνης δεν θα μας πει τίποτε, δεν θα μας διδάξει τίποτε. Στο τέλος η αφήγηση θα γίνει ένα παιγνιώδες όσο και σκοτεινό γαϊτανάκι ειρωνείας. Η εμπιστοσύνη ή η εξαπάτηση, η αλήθεια ή το ψέμα μοιάζουν προσχήματα και πόζες. Ή πάλι μήπως όχι; Τίποτε οριστικό ή και βέβαιο, η ζωή μας δηλαδή.
Ακόμη μια φορά, η ειρωνεία γίνεται το σκαρί αλλά και η πυξίδα του λογοτεχνικού έργου.
Υ.Γ. Ο μεγάλος απατεώνας είναι κείμενο δύσκολο και για τον σημερινό αναγνώστη, παρ’ όλους τους ύμνους που πια τον συνοδεύουν και που επιπλέον ως ένα βαθμό τουλάχιστον τον καθιστούν κατανοητό, περισσότερο εύληπτο. Τι έκανε άραγε το μακρινό 1857, όταν πρωτοεκδόθηκε, τον τριανταοχτάχρονο τότε συγγραφέα του να πιστεύει ότι μπορούσε να του εξασφαλίσει μια επαγγελματική σχέση με το γράψιμο; Ήταν ήδη πατέρας τεσσάρων παιδιών, οι μέριμνες του βίου αναγκαστικά τον απομάκρυναν από την πυρετική πλήρη ενασχόληση με τη λογοτεχνία, απαραίτητη συνθήκη για την πεζογραφία, ο Μεγάλος απατεώνας υπήρξε το τελευταίο του μυθιστόρημα, πέθανε ύστερα από τριαντατέσσερα χρόνια, στα 72 του, σχεδόν ξεχασμένος. Από την άλλη, γιατί αναμφίβολα η ιδιοφυΐα του δεν αποτελούσε καπρίτσιο ή επίπλαστη επιτήδευση, η ευθύνη για την περιθωριοποίησή του δεν μπορεί να βαραίνει μόνο τον ίδιο. Η τύχη ενός δημόσιου αγαθού –και δεν υπάρχει αγαθό περισσότερο δημόσιο ή επωφελές από τη λογοτεχνία- προσδιορίζει τις αξίες ή τους θεσμούς που το πλαισιώνουν. Και ορισμένη μόνο επίγνωση του λογοτεχνικού φαινομένου να έχουμε, ξέρουμε πως ο λογοτέχνης, και μάλιστα ο τέτοιας ολκής, είναι σπανιότατο ον (εγκέφαλος και νευρικό σύστημα μαζί;). Το έργο εκατοντάδων χιλιάδων συγγραφέων δεν είναι δέκα σελίδες από τον Μόμπι Ντικ. Τι σπατάλη, τι απώλεια, για την Αμερική, για την αγγλική γλώσσα, τι πένθος για το γένος των ανθρώπων ένας… αχρηστεμένος Χέρμαν Μέλβιλ…
Ορισμένα αποσπάσματα, ενδεικτικά όχι της σύνθεσης ασφαλώς, όσο της ιδιοφυούς λογοτεχνικής ιδιοσυγκρασίας του Μέλβιλ:
Σελ. 117-120: Η Γκόνεριλ ήταν νέα, λυγερή και ευθυτενής, πολύ ευθυτενής στην πραγματικότητα για γυναίκα, με δέρμα ρόδινο από φυσικού του, το οποίο θα ήταν τόσο γοητευτικό αν του έλειπε μια κάποια σκληρότητα και ένα αναψοκοκκίνισμα, σαν αυτό που παίρνει ο πηλός όταν τον περνάμε με γυαλιστερό χρώμα. Τα μαλλιά της είχαν ένα βαθύ, πλούσιο καστανό χρώμα, αλλά τα είχε κομμένα κοντά, με μικρές μπούκλες γύρω από το πρόσωπό της. Η ινδιάνικη μορφή της δεν ήταν απαλλαγμένη από ένα απογοητευτικό στήθος, ενώ το στόμα της θα ήταν όμορφο αν έλειπε το ίχνος από μουστάκι που το στόλιζε. Συνολικά, βοηθούμενη και από τις τουαλέτες που φορούσε, η εμφάνισή της από μακριά ήταν τέτοια που κάποιοι θα τη θεωρούσαν, αν μη τι άλλο, αρκετά όμορφη, μόλο τον ιδιαίτερο και κακτοειδή τύπο της ομορφιάς της. (…) Κι ήταν επίσης ολιγόλογη. Από νωρίς το πρωί μέχρι τις τρεις η ώρα περίπου το απόγευμα σπανίως μιλούσε –τόση ώρα της έπαιρνε, καταπώς φαίνεται, να ξεπαγώσει μέσα της για να μπορέσει να έρθει σε επικοινωνία με την ανθρωπότητα. (…) Η Γκόνεριλ ήταν ένας παγωμένος σταλακτίτης, σε κάρφωνε και σε πάγωνε –αυτή η φήμη υπήρχε τουλάχιστον∙ και όποτε έβλεπε την τιμιότητα και την αθωότητα να βασανίζονται από μια θλιβερή νευρικότητα κάτω απ’ τα μάγια της, σύμφωνα με την ίδια φήμη, εκείνη μασούλαγε τα γαλάζια ζαχαρωτά της και μπορούσες να είσαι βέβαιος ότι κάγχαζε.
Σελ. 134-136: Όσο μπορούμε να κρίνουμε με τη λογική, δεν υπάρχει συγγραφέας που να έχει δημιουργήσει τόσο αντιφατικούς χαρακτήρες όσο το κάνει η ίδια η φύση. Απαιτείται μεγάλη οξύνοια εκ μέρους του αναγνώστη για να διακρίνει σε ένα μυθιστόρημα αλάθευτα τις επινοημένες αντιφάσεις από τις αντιφάσεις της ζωής. (…) Σε γενικές γραμμές, είναι καλύτερο να σκεφτόμαστε ότι εκείνος που, λόγω των ασυνεπειών της, λέει για την ανθρώπινη φύση τα ίδια που, που λόγω των αντινομιών της, λέγονται για τη θεϊκή φύση, ότι δηλαδή είναι πέραν της αντίληψής μας, φανερώνει μια καλύτερη θεώρηση της ανθρώπινης φύσης από εκείνον που αφήνει να εννοηθεί ότι γνωρίζει τα πάντα γι’ αυτήν παρουσιάζοντάς τη διαρκώς λαμπερά φωτισμένη.
Σελ. 164-165: Ξεπροβάλλοντας από αυτό τον δρόμο και διασχίζοντας την αποβάθρα, ένας σακάτης Τιτάνας ντυμένος με χοντρόρουχα πέρασε με το δασύτριχο κορμί του και μπήκε στο πλοίο στον προθάλαμο –πέρασε με βήμα τόσο βαρύ σαν να κουβαλούσε μολύβι στις τσέπες του∙ η γενειάδα του ήτανε μαύρη και μακριά, σαν τα βρύα της Καρολίνας, και υγρή από την πρωινή δροσιά των κυπαρισσιών∙ το πρόσωπό του σκούρο και σκοτεινό, όπως είναι οι πόλεις με ορυχεία σιδήρου τις συννεφιασμένες μέρες. Στο ένα χέρι του βαστούσε ένα μπαστούνι από ξύλο βελανιδιάς∙ με το άλλο κρατούσε ένα αδύνατο μικρό κορίτσι που φορούσε μοκασίνια, παιδί του πιθανότατα αλλά από ξένη κατά τα φαινόμενα μητέρα, μια Κρεολή ενδεχομένως, ή ακόμα και μια Κομάντσι. Τα μάτια του κοριτσιού θα ήταν μεγάλα ακόμα και όταν θα γινόταν μεγάλη γυναίκα, και ήταν σκοτεινά σαν τις βάθρες που σχηματίζονται κάτω απ’ τους καταρράκτες πάνω στα πευκόφυτα βουνά. Μια ινδιάνικη πορτοκαλί κουβέρτα, με μολυβένια κρόσσια γύρω γύρω, φαινόταν να την έχει προστατεύσει εκείνη τη μέρα από τη βαριά δροσιά. Τα άκρα της έτρεμαν∙ έμοιαζε με μια μικρή ανήσυχη Κασσάνδρα.
Σελ. 259: (…) Πιστέψτε με, το καλύτερο για τον άνθρωπο είναι να συγχρωτίζεται και να κάνει ό,τι κάνουν και οι άλλοι. Η ζωή είναι μια γιορτή μεταμφιεσμένων∙ και πρέπει ο καθένας μας να συμμετέχει, να διαλέγει έναν ρόλο, να είναι έτοιμος να υποδυθεί ακόμα και τον τρελό με έναν λογικό τρόπο. Με το να εμφανίζεται κανείς με συνηθισμένα ρούχα και με τα μούτρα κατεβασμένα, σαν κανένας γέρος σοφός, το μόνο που πετυχαίνει είναι να προκαλεί δυσφορία στον εαυτό του και μια κηλίδα στη σκηνή. (…)
Σελ. 439: «Είστε φιλάνθρωπος, λοιπόν, κύριε» προσέθεσε ο μπαρμπέρης και το πρόσωπό του φάνηκε να φωτίζεται∙ «έτσι εξηγούνται όλα. Πολύ παράξενο είδος ανθρώπου ο φιλάνθρωπος. Είστε ο δεύτερος που συναντάω, κύριε. Πράγματι, πράγματι, πολύ παράξενο είδος ανθρώπου ο φιλάνθρωπος. Αχ, κύριε» συνέχισε, ανακατεύοντας σκεφτικός τη σαπουνάδα του, «φοβάμαι πως, δυστυχώς, εσείς οι φιλάνθρωποι γνωρίζετε καλύτερα τι είναι η καλοσύνη παρά τι είναι οι άνθρωποι». Και κοιτάζοντάς τον σαν να έβλεπε κάποιο παράξενο πλάσμα πίσω από τα κάγκελα ενός κλουβιού: «Είστε φιλάνθρωπος, λοιπόν, κύριε».
[Χέρμαν Μέλβιλ, Ο μεγάλος απατεώνας, μυθιστόρημα, μετάφραση Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, επίμετρο Ελένη Κεχαγιόγλου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2021, σελ. 494]