Να 'ναι μια καλή χρονιά.
Να ξανανιώσουμε ευρύχωρο τον πλανήτη.
...Έχω πολλή δουλειά, όχι γιατί με σκάζει μην ελεγχθώ για κάποια κακοτεχνία
μου -σε χέρσες και στέρφες επικράτειες μοιραία δεν αξιολογείται
τίποτε-, αλλά γιατί αν υπάρχει μία αξία να μεταρσιώσει είτε τον
λογοτέχνη είτε τον αναγνώστη αυτή βρίσκεται εκεί όπου το καθετί
τοποθετήθηκε με ακρίβεια στη θέση του, όπου και ο τελευταίος φθόγγος
σημειώθηκε με άκρα οικονομία.
Διήνυα τις τελευταίες σελίδες / μέρες του μυθιστορήματός μου. Ο καλός συνοδοιπόρος μού σύστησε τότε τον Μπέντζαμεν Κλέμενταϊν (Benjamin Clementine). Τόσο ξένος τύποις στην ατμόσφαιρα του κειμένου μου, κι όμως θα γινόταν ο μαγικός συντονιστής -αυθεντικό εἴδωλον του ασυνειδήτου γαρ-, μαζί μουσικός κωδικός και καταλύτης στο πιο συναρπαστικό μέρος της δουλειάς που είναι πάντοτε το φινάλε της.
Θεοί, τι μεγάλο, τι ωραίο ταξίδι.
Χρειάζομαι μερικούς μήνες να φέρω σε νηφαλιότητα τη μνήμη, να οικονομήσω προσεκτικά λέξη λέξη την εργασία μου. Ύστερα, καταπώς συνηθίζεται, όλο αυτό θα τυπωθεί, θα γίνει βιβλίο.
Μετά το τραγούδι της πανδημίας στη διάρκειά της, να και πάλι από την Αφρική το τραγούδι και της εξόδου από την πανδημία: WizKid - Essence. Όπως σ' έναν από τους στίχους του: turn me out of my mind. Όλα κοντινά και συγκοινωνούντα πια, άνθρωποι, γειτονιές, χωριά, πόλεις, χώρες, ήπειροι. Και το ταξίδι το πιο συναρπαστικό του πλανήτη μόλις ξεκινάει. Τυχεροί όσοι θα ζήσουν να δουν τις συγκλονιστικές, καταιγιστικές αλλαγές, τόσο πολλές, τόσο μεγάλες, -για να δανειστώ κάπως τα λόγια του σοφού Τζουζέππε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα (Giuseppe Tomasi di Lampedusa)- κι αυτές μόνο και μόνο για να παραμείνει ο κόσμος μας ο ίδιος υπέροχος που ήταν ανέκαθεν.
(Πίνδαρος, Ὀλυμπιονίκαις, 6.82-6.83)
(*καλλίροος, ποιητικός τύπος του καλλίρροος)
Όμως η έκπληξη με περίμενε στο ζαχαροπλαστείο "Κως", παραγγελία από το Ρέθυμνο. Και να γιατί η ζωή είναι μικρή: χρειάστηκα εξήντα ένα ολόκληρα χρόνια για να συναντηθώ με τους φίλους μου από το Φωτεινό Νησί.
[Όρθιοι από αριστερά, μετά τον υποφαινόμενο: Δημήτρης Μποσνάκης, Δημήτρης Χρύσης, Κώστας Βλασόπουλος, καθισμένες από δεξιά: Αναστασία Θεολόγου, Τζελίνα Χαρλαύτη, Ντούνια Μιλένγκοβιτς (Dunja Milenkovic).]
Δύο βράδια-τρεις μέρες (3-5/7/2021) στις παραλίες του Ροδάκινου, Κόρακα, Πολύριζο και Περιστερέ, στον νομό Ρεθύμνου, στο Λιβυκό. Φίλοι και συνεργάτες του Δημήτρη Μποσνάκη, τους συναντούσα για πρώτη φορά. Ο χρόνος απλώθηκε σαν το νερό γύρω μας. Φύγαμε αρπαγμένοι απ' τον ήλιο, τη χαρά, τη συγκίνηση, την ευγένεια.
Στα βήματα του ήρωά μου περπάτησα ξανά την Αγορά και την Ακρόπολη της Αθήνας. (Παρεμπιπτόντως δεν με ενόχλησε τίποτε στις διαμορφώσεις γύρω απ' τα μνημεία του βράχου∙ το αντίθετο, μου φάνηκαν συμβατές στις σύγχρονες ανάγκες και διόλου ενοχλητικές αισθητικά, αν επιτρέπεται να εκφέρω γνώμη, μολονότι όχι αρχιτέκτονας ή αρχαιολόγος, μόνο ένας συγγραφέας και με κλασικές σπουδές...)
Ο πονηρός είναι δύσκολο να μην είναι κουτοπόνηρος, αναλόγως και ο συνωμοσιολόγος∙ δηλαδή τι πείραζε να... συνωμοσιολογήσει (για τη δυσφήμηση του Άστρα και... ποιοι ωφελούνται απ' αυτήν), να πονηρευτεί κάπως πιο επωφελώς, αξιοποιώντας, ας πούμε, την πληροφορία:
Τιμές εμβολίων κορωνοϊού ανά δόση:1,78 της AstraZeneca έναντι 19,50 ευρώ της Pfizer (στην αρχή πωλούνταν προς 12).
Βεβαίως και πάλι θα συνωμοσιολούσε, πλην με λίγη περισσότερη ευφυΐα. Φαίνεται το πράγμα -και συνωμοσιολόγος και ευφυής- είναι φύσει οξύμωρο: εκεί με πιάσανε τα γέλια.
Και τι πειράζει που ο εμβολιασμός κατ' άτομο θα κοστίσει 39 αντί για τα 3,56 ευρώ; Καρμιριές με την υγεία του λαού; Τι θα πει το Άστρα το κάνανε η Άγγελα Μέρκελ και ο Μπόρις Τζόνσον; Ήσουνα μπροστά τους που το κάνανε; Έλεγξες το μπουκαλάκι απ' το οποίο πήρανε το ενέσιμο οι νοσηλεύτριες/τές; Για μια διαφορά της τάξης των τριάντα πέντε κάτι ψωροευρώ δηλαδή;
Σωστά. Άλλωστε, για να ρθω στα ίσα μου, ακούω και τη φωνή της λογικής: Τι τα θες, καημένε, τα μαθήματα; Σε ποιους και γιατί; Μόνο αντιπαθής γίνεσαι. Άιντε τράβα δεκαοκτώ αιώνες πίσω, στα δικά σου τα ωραία, στις θέρμες με τα αισθησιακά φρέσκα, στα τρικλίνια των συμποσίων, στις φαντασμαγορικές πομπές των ιερέων της Ίσιδας...
Ένας μικρός αναστεναγμός σαν βαθιά ανάσα γλιστράει απ’ το στόμα της αφηγήτριας.
Μυρίζει άνοιξη και άπλα στην εξοχή.
«Και όπως ήτανε νωρίς το απόγευμα, όλοι αυτοί, μα κι εγώ μαζί τους, κάτι έγινε και σαν να βρεθήκαμε ξαφνικά σε μια έρημη αχανή αλάνα… Ούτε λόφος, ούτε δέντρο, ούτε τίποτε. Μόνο ξερό αργιλόχωμα, αλλού ασπρουδερό κι αλλού κοκκινωπό. Και απλωσιά, όση χωράει στο μάτι σου». Χαμογελάει, ένα γελάκι που καταλήγει σαρδόνιο. «Φύσαγε –να πω- ένα… τελετουργικό αεράκι, απ’ αυτά που σηκώνουν μικρούς στροβίλους σκόνης».
Η Ράνια κλείνει τα μάτια, «Αχ, ναι, βρέθηκα κιόλας εκεί».
«Μα δεν αποσκοπώ και σε τίποτε άλλο», δεύτερο γελάκι. «Ήτανε, που λες, όλοι τους όρθιοι: ένα ημικύκλιο, απέναντί μου. Στο κέντρο η αλλοδαπή η μάνα».
«Δεύτερη φορά που την ονομάζεις μάνα!»
«Μ’ αφού ήτανε, πώς αλλιώς να την πω;» κι άλλο γελάκι, «Το ξένη πια ή το αλλοδαπή, μόνα τους, δεν μου φτάνουν… Δίπλα της, η πενήντα κάτι, η αφηρημένη. Παραδίπλα, το αγόρι και το κορίτσι, τα δυο τους με τις στενές λεκάνες. Από την άλλη πλευρά, το παιδί με τα σπυράκια, τη σάκα και τη μεγάλη νάιλον σακούλα. Παραπέρα λίγο, ο μαύρος σπουδαστής με τα στρογγυλά γυαλάκια και οι τρεις οι δικοί μας, οι ψωμωμένοι, επιτέλους με κλειστά τα κινητά τους. Λίγο πιο πίσω, οι δύο οι θορυβώδεις, η φωνακλού και η άλλη με το κολάν, αμίλητες τώρα. Ακόμα και το πρεζάκι ο άστεγος, ο γέρος. Παραπίσω, μακρύτερα αυτός. Και όλοι τους σοβαροί, τα χέρια πιασμένα, κρεμασμένα μπροστά, χαμηλά, σεμνά, σαν σε τελετή. Και στραμμένοι προς τα μένα. Εγώ, πάλι, στεκόμουν σε ψηλό βάθρο, κι ένας ιμάντας πλατύς κατηφόριζε από τα πόδια μου μπροστά έως κάτω, στον βωμό. Ένας ιμάντας σαν τσουλήθρα».
Η Ράνια με το στόμα ανοικτό: «Βωμός!»
«Ένας πέτρινος, τίποτε φοβερό. Ένας μικρούλης. Οικογενειακός. Με ανάγλυφα κεφάλια βοδιών στεφανωμένα με γιρλάντες. Στη σχάρα του καίγονταν κούτσουρα ελιάς μαζί με χλωρά δαφνόκλαδα και μπόλικο μοσχολίβανο.» Ξανά γελάκι, «Χάσκεις, καημένη!»
«Θα με φάει η αγωνία. Μη σταματάς, λέγε!»
«Το… αεράκι, οι… στρόβιλοι, το… σιγανό τριζοβόλημα απ’ τα κούτσουρα. Δεν ακουγόταν τίποτε άλλο. Περίμενα έως ότου γίνει η ρέμβη μας βαθιά όσο χρειαζόταν, οι αισθήσεις μας να απομακρυνθούν από τα πράγματα λίγο, περίμενα πότε θα μου επιτρεπόταν ένα… άλλο πέταγμα. Ρυθμικό πέταγμα».
«Σκόπευες να πετάξεις;»
«Μη λέμε και χαζομάρες. Περίμενα την κατάλληλη στιγμή, για να την αναποδογυρίσω. Την τσάντα μου. Ούτε που θα το άγγιζα. Το δέμα. Το σφάγιο».
«Το… ποιο!» μ’ έναν ανεπαίσθητο βλεφαρόσπασμο, σαν γιατί τσιμπήθηκε.
«Το σφάγιο».
«Μη! Όχι, όχι…»
«Θα το πέταγα, θα κατρακυλούσε στον ιμάντα, στην τσουλήθρα, ίσαμε κάτω, στην εστία του βωμού».
Έτοιμη να καταρρεύσει απ’ την πολλή αγωνία: «Σταμάτα, λυπήσου με, θα βάλω τα κλάματα, αδελφούλα μου! Όχι… τώρα. Όχι ακόμα, σε παρακαλώ… Πες μου κάτι άλλο. Οτιδήποτε… Εσύ, ας πούμε, τι φόραγες εσύ;»
«Τι… φόραγα; Ένα χιτώνα, μόνο. Μονοκόμματο. Χειριδωτό και ποδήρη -που λένε και τα εγχειρίδια-, μακρυμάνικο και μάξι», κι άλλο γελάκι, «από ταφτά, νομίζω, πορφυρό. Α, και στο λαιμό, ένα φουλάρι - τύπου πετραχήλι», πάλι γελάκι, «σε χρώμα σμαραγδί».
«Μπράβο! Σμαραγδί και πορφυρό: τι έξοχα χρώματα!» Όμως, και καταρρέει, «Αδελφούλα μου…» πέφτει στο δάπεδο, αρκουδίζει ως τη θέση της Ρούλας, «αγαπημένη μου αδελφούλα, τρυφερή μου… μονάκριβή μου… παρηγοριά μου εσύ…» της αγκαλιάζει τις γάμπες, στριμώχνεται ανάμεσά τους.
«Έλα, έλα… φτάνει, καλά είναι…»
«Η καλή μου η αδελφούλα…» με ειλικρινή ευγνωμοσύνη.
«Και προς τι… όλ’ αυτά; Μήπως γιατί χρησιμοποίησα τη λέξη σφάγιο;»
«Μη! Όχι, όχι!»
«Μα τι αηδίες κάθομαι και αραδιάζω!» Πετάει το κουβάρι απ’ το χέρι. «Τίποτε απ’ όλ’ αυτά! Καμιά αλάνα, κανένας ιμάντας, κανένας βωμός… Άλλωστε, τα σχήματα του λόγου, τα περισσότερα, εγώ, τα σιχαίνομαι! Σ’ τα χάρισα –δεν σ’ τα χάρισα; Λοιπόν, τέλος οι αηδίες: εδώ το κράταγα», χτυπάει τα γόνατά της, «μέσα στην τσάντα, πάνω στα πόδια μου». Στρίβει το πρόσωπο διαγώνια προς την τραπεζαρία, σκέφτεται με ένταση. «Μα, αν έχεις το κεφάλι ενός ανθρώπου, έχεις τον άνθρωπο όλον. Στα μέρη του παππού μου, του πατέρα του πατέρα μου, όταν κάνουν την εκταφή του νεκρού, πετάνε τα υπόλοιπα κόκαλα περίπου στα σκουπίδια, κρατάνε μόνο το κρανίο. Ο άνθρωπος είναι το κεφάλι του. Κουβαλούσα το κεφάλι του, άρα τον κουβαλούσα όλον. Να γιατί χρησιμοποίησα τη λέξη σφάγιο!»
Η Ράνια παραιτημένη, ξέπνοη: «Έχεις δίκιο… Αλλά όχι τώρα. Όχι ακόμα, σε παρακαλώ…» Γέρνει το κεφάλι στο γόνατο της Ρούλας, κλείνει τα μάτια, ακούγεται η ανάσα της, σαν πονεμένης. «Σε παρακαλώ…»
[Απόσπασμα από τη νουβέλα "Το γυμναστήριο", εκδ. Ποταμός, Αθήνα 2018, σελ. 76-79]
Σύντομα τελειώνω και το τέταρτο κεφάλαιο (του ιστορικού μυθιστορήματος στο οποίο εντρυφώ με μικρά διαλείμματα από το 2015, και αδιαλείπτως από το 2018). Αφήνω τη Ρώμη του 152 μ.Χ. που, όπως το εκάστοτε κέντρο του κόσμου, είναι γεμάτη θορύβους, βρόμα, ὕβριν δίχως όρια, γεμάτη ζωή δηλαδή, κι αναχωρώ για την ήσυχη, την καταλαγιασμένη, την από αιώνες ήδη τότε επαρχιώτικη Αθήνα. Τα επόμενα τρία κεφάλαια θα είναι διαισθάνομαι ευκολότερα λόγω του μικρότερου φόρτου στα πραγματολογικά στοιχεία, πιστεύω μέχρι το τέλος του 2021 θα τα έχω ολοκληρώσει, συνολικά το πρώτο γράψιμο, και μέχρι το φθινόπωρο του 2022, αν είμαι καλά, και με τις διορθώσεις του το όλο μυθιστόρημα.
Εφεξής, επιτρέψτε μου, θα είμαι ακόμη πιο σπάνιος, και εδώ και αλλού. Πολύ λίγα, πάρα πολύ λίγα πέρα απ' τη λογοτεχνία μου, λιγότερα κι από όσα ίσαμε τώρα. Είναι μεγάλη κουβέντα το γιατί, δεν θέλω να την κάνω, είναι και ανώφελη. Άλλωστε έχω πολλή δουλειά, όχι γιατί με σκάζει μην ελεγχθώ για κάποια κακοτεχνία μου -σε χέρσες και στέρφες επικράτειες μοιραία δεν αξιολογείται τίποτε-, αλλά γιατί αν υπάρχει μία αξία να μεταρσιώσει είτε τον λογοτέχνη είτε τον αναγνώστη αυτή βρίσκεται εκεί όπου το καθετί τοποθετήθηκε με ακρίβεια στη θέση του, όπου και ο τελευταίος φθόγγος σημειώθηκε με άκρα οικονομία.
Isaac Bashevis Singer, Σώσα, μετάφραση Μιχάλης Πάγκαλος, εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα, Δεκέμβριος 2019, σελ. 468.
❇︎
Το μυθιστόρημα «Σώσα» ανήκει στα πολύ ενδιαφέροντα έργα του Ισαάκ Μπάσεβις Σίγκερ και μόνο για τον λόγο ότι περικλείει τον πυρήνα της ιδιοσυγκρασίας ή αν θέλετε της ποίησής του. Τι το ιδιαίτερο αφηγείται εδώ; Ο ήρωάς του, ο Άαρον Γκρέιντινγκερ, γιος χασιδιστή ραββίνου, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας, και που πέρασε την παιδική του ηλικία στην κεντρική για το λογοτεχνικό σύμπαν του Σίνγκερ οδό της εβραϊκής συνοικίας στη Βαρσοβία, την οδό Κροχμάλνα, βιώνει τις τελευταίες μέρες της κοινότητας των εβραίων πριν από την εισβολή των Γερμανών εθνικοσοσιαλιστών στην Πολωνία. Οι ανησυχητικές πληροφορίες καταφθάνουν πλέον με ρυθμό ασθματικό, η ατμόσφαιρα του ζόφου πυκνώνει και εντούτοις ο αφηγητής–ήρωας αντί να νιώθει την ανάγκη της φυγής, και παρόλο που από ισχυρούς Αμερικανοεβραίους τού παρέχεται η δυνατότητα να ζήσει στην Αμερική και μάλιστα με τους καλύτερους δυνατούς οικονομικούς και επαγγελματικούς όρους, εκείνος ολοένα και περισσότερο αδρανεί, βουλιάζει στον κόσμο της εβραϊκής συνοικίας της Βαρσοβίας, μάλιστα προσκολλάται στη Σώσα, τη φιλενάδα των πρώτων χρόνων της ζωής του, η οποία επιπλέον σωματικά και πνευματικά μοιάζει καθηλωμένη στην κοινή παιδική τους ηλικία. Όσο επείγει να δραπετεύσει, να γλιτώσει από την επερχόμενη ναζιστική λαίλαπα, τόσο αυτός ακινητοποιείται στον στενάχωρο κόσμο της Σώσα. Σαν σε εφιάλτη, όσο κοντοζυγώνουν οι διώκτες του, τόσο συρρικνώνεται στον ελάχιστο δικό του ζωτικό χώρο. Το μυθιστόρημα τελειώνει μ’ ένα άλμα δεκατριών χρόνων στον πραγματικό χρόνο: ο πρωταγωνιστής, αναγνωρισμένος συγγραφέας, φτάνει στο Ισραήλ απ’ την Αμερική όπου ζει πια, βρίσκει συμπατριώτες του Πολωνοεβραίους, ανθρώπους τσακισμένους, όλους εσαεί καθηλωμένους στον τόπο απ’ όπου βίαια εκτοπίστηκαν. Η ίδια η Σώσα εντωμεταξύ εξέλιπε (για την οικονομία της αφήγησης, όταν έπαψε και να είναι αναγκαία) κατά την έξοδο του ήρωα την εσχάτη ώρα από την Πολωνία, τη Βαρσοβία, την οδό Κροχμάλνα.
Ένας συρφετός πίσω από μια άθλια, λογοτεχνίζουσα στις συνδηλώσεις της, πρόταση.
Ντροπή για τη γλώσσα την ίδια.
(...) »Εγώ περπατούσα σκυφτή, αφαιρέθηκα, σε μονοπάτια σκιασμένα από φυλλώματα που πλέκονταν ψηλά σε πυκνές αψίδες. Άφησα τους άλλους στους υπολογισμούς τους, έκοβα κυκλάμινα στις άκρες των μονοπατιών και κάτι άλλα κρινάκια κοκκινωπά που θύμιζαν γλαδιόλες σε μικρογραφία. Τα σπαθάκια, αν έχεις υπόψη σου, τα πετειναράκια –που τα κρινάκια τους βγαίνουν κατά μήκος του βλαστού; που γέρνουν προς τη μια πλευρά; Τέλος πάντων, από κρινάκι σε κρινάκι χάθηκα. Και τότε, σ’ έναν κολπίσκο με χλιαρό νερό, οι ατμοί να κυματίζουν πάνω από την πρασινωπή υγρή επιφάνεια –ξέρεις-, …να τοι, μια παρέα νεαροί αξιωματικοί, γυμνιστές. Εντελώς γυμνοί: ούτε μαγιό. Πέντε. Σίγουρα πέντε!»
Σταματάει, τον διαπερνάει όπως αν ήτανε πλάσμα της φαντασίας της μόνο, αν ήτανε διαφανής. Εκείνος μένει ασάλευτος. Ύστερα, σαν γιατί δόθηκε κάποιο σύνθημα, λύνει την πετσέτα γύρω απ’ τη λεκάνη του -φοράει σλιπ-, σκουπίζει αυχένα – πλάτη, της χαμογελάει. Η Ράνια κατεβάζει το βλέμμα αργά, τον σαρώνει ίσαμε κάτω στις φλέβες που δένουν τους αστραγάλους του, το αίμα επιστρέφει στο πρόσωπο, στα μάγουλά της.
Όπως θα το ’λεγε αν ήτανε η μάνα του: «Φοράς το σλιπ σου».
«Αν θες, το βγάζω».
«Όχι! Να χαρείς, όχι! Άλλωστε, μη νομίζεις, τόση πολλή γύμνια δεν αντέχεται…» Χαμογελάει, «Πάντως, ωραίο το σλιπάκι σου. Μόνος σου τα πλένεις τα εσώρουχά σου; Στο χέρι;»
«Η μάνα τα πλένει».
«Ναι, μωρέ, πάντα το ξεχνάω ότι μένεις με τη μαμά σου… Και πάνω που ετοιμαζόμουνα να σου πω: τίποτε πιο τρυφερό από έναν νεαρό εργένη που πλένει τα εσώρουχά του στο χέρι…» Τον χαζεύει. «Ωραίοι οι θωρακικοί, και οι δελτοειδείς, οι μύες σου… Τι ωραία που ξεδιπλώνεται το σώμα σου… εσύ ολόκληρος δηλαδή…» χαμογελάει, «και η ανάσα σου ακόμα, γερή και ανάλαφρη…».
(Μια απ' τις χιλιάδες ρεαλιστικές απεικονίσεις της νεοελληνικής αστικοποίησης.)
Κάθε φορά που αηδιάζω απ' τις αισθηματολογίες, τις ηθικολογίες, τις ιδεολογίες, κάνω το στοιχειώδες εξισορροπητικό: σηκώνω το κεφάλι, ατενίζω το τυπικό νεοελληνικό αστικό τοπίο.
Αυτή η εικόνα είμαστε.
Καλό εμβόλιο και δυναμωμένοι, αδέρφια!
Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021, πρώτη δόση εμβολίου AstraZeneca, που έχει και κάτι απ' τ' άστρα, όπως θα 'λεγε κι η μακαρίτισσα Γεωργία Βασιλειάδου.
Πριν από μερικούς μήνες, στη διάρκεια του πρώτου γενικού απαγορευτικού (lockdown), μου ζητήθηκε από τη δημοτική τηλεόραση υπό την ιδιότητά μου του Κώου συγγραφέα να πω δυο λόγια στα πλαίσια ειδικού αφιερώματος για τη Λεωφόρο των Φοινίκων, την εμβληματική για την πόλη μας οδό. Είχε προηγηθεί μερικά χρόνια νωρίτερα ένα μικρό σημείωμά μου εδώ στο “Βήμα της Κω”, όπου εξέφραζα την αγωνία μου για τα προσβαλλόμενα απ’ το κόκκινο σκαθάρι φοινικόδεντρα. Είμαι της άποψης, όπως το δήλωσα και μπροστά στην κάμερα, πως τα δέντρα αυτής της λεωφόρου έπρεπε να είναι φοίνικες, στην ανάγκη και πλαστικοί. Ο Βασίλης Μανιάς, στον οποίο ανατέθηκε από τη νέα δημοτική αρχή η μέριμνα για το πρόβλημα και που πράγματι βρήκε την καλύτερη και οικονομικότερη λύση, πρότεινε και να συμμετάσχω σ’ αυτήν τη δημόσια συζήτηση.
Να σημειώσω επίσης ότι στα είκοσι σχεδόν χρόνια που δραστηριοποιούμαι στο κέντρο, στην Αθήνα, ως συγγραφέας, παραμένω εντούτοις μόνιμος κάτοικος Κω, ανήκω στη ΔΟΥ Κω, είναι η πρώτη φορά που μου ζητήθηκε (υπό την ιδιότητά μου του συγγραφέα) εδώ στο νησί δημόσια (ή και κατ’ ιδίαν) μία γνώμη. Θέλω να πω, και είναι θέμα λεπτό, και παρακαλώ να γίνει αντιληπτό όπως το διατυπώνω: σαν ο καθένας, βέβαια, συμβαίνει να είμαι ο γιος, ο αδελφός, ο φίλος, ο γείτονας, για ορισμένους και ο παλιός δάσκαλος, και με αυτές τις ιδιότητες να επικοινωνώ με όποιους συναντώ στον μανάβη, στο σούπερ μάρκετ, στον δρόμο. Είναι το λιγότερο άτοπο σε μια μικρή επαρχιακή πόλη που ζει με τις όποιες δικές της αξίες, τους όποιους δικούς της ταγούς και λογίους, να πετιέσαι και να λες, «Εγώ, ξέρετε, που είμαι ο… και ο…, και που έχω αυτήν ή την άλλη γνώμη…». Εν πάση περιπτώσει και για να μη μακρηγορώ, με τον καιρό έμαθα την ιδιότητα και τις σκέψεις μου, του συγγραφέα, να μην τις κοινοποιώ, και πάντως όχι δίχως να μου ζητηθούν. Τα τελευταία, λοιπόν, χρόνια θεωρούσα ότι εκκρεμούσαν τρεις κυρίως δράσεις σχετικές με την προσωπικότητα, τον χαρακτήρα ή τις αξίες της πόλης και του νησιού, σκέψεις που όταν μου ζητήθηκε τις εξέφρασα.