Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

Ελληνάρας, το πολιτιστικό υποκείμενο της χρεωκοπίας.


Ο Ελληνάρας ή Ελληναράς μαζί με το θηλυκό αντίστοιχό του, το Σούργελο, ως τύποι, είναι το ζευγάρι στο οποίο σταδιακά μεταλλάχτηκε εκείνο το παλαιότερο, ο Κάφρος και η Κατίνα. Το θέμα βεβαίως δεν μπορεί να εξαντληθεί εδώ.

Ο Ελληνάρας απαντάται σε ποικίλους χώρους, από τα φαιδρά τηλεοπτικά πάνελ στην πιο ελαφριά εκδοχή του ίσαμε στις συναθροίσεις της Χρυσής Αυγής στην πιο σκληροπυρηνική. Εντούτοις, επιμέρους χαρακτηριστικά του εντοπίζονται διάσπαρτα σε όλο το κοινωνικό φάσμα. Χαμηλού πολιτιστικού επιπέδου, ανασφαλής, φοβικός, κυρίως ομοφοβικός. Κρύβει το ρατσισμό του, εκφράζει τεθλασμένα τον εθνικισμό του (ένα συνονθύλευμα από ανιστόρητους και γελοίους πατριωτικούς βερμπαλισμούς), δεν μπορεί να εννοήσει την κοινωνία παρά ως ενεργούμενο ενός συγκεντρωτικού πατερναλιστικού κράτους.
Εκφράζεται μουλωχτά ή με τρόπο αγελαίο. Τους βλέπεις, μόλις οσμιστούν ο ένας τον άλλο, τρεις - τέσσερις ακροβολισμένοι στον ίδιο χώρο, στη σάλα ενός γυμναστηρίου φέρ’ ειπείν, με διάφορες κορόνες υψηλόφωνα να προσπαθούν να εκφοβίσουν ή να ταπεινώσουν τα μεταναστόπουλα που γυμνάζονται ανάμεσά τους. Ή στα αποδυτήρια, να επιδίδονται σ’ ένα υπόκωφο ωστόσο ψυχολογικά βίαιο νταηλίκι (bullying), ενάντια στο αδύναμο μοναχικό αγόρι (τον φλούφλη / τον φλώρο / τον Λέλο του ντροπιαστικού 11880), αλλά και οι ίδιοι αυτοί να μαζεύουν την ουρά στα σκέλια, να τους κόβεται μαχαίρι ο τσαμπουκάς όταν στον ίδιο χώρο περιφέρεται γυμνός ο ανοιχτά ομοφυλόφιλος με την προικισμένη φύση και κυρίως με τον αέρα αυτού που τόλμησε να διεκδικήσει την ελευθερία του.
Γιατί ο Ελληνάρας είναι αυτός που δεν ωρίμασε, που μπέρδεψε την ελευθερία με τα χυδαία υποκατάστατά της, την ασυδοσία και τον τσαμπουκά, το κυριότερο, που εσωτερικά ηττήθηκε. Τέλη του ’80 - αρχές του ’90 φρέσκος ακόμα ο τύπος, κι ενώ έμοιαζε συνολικά η ελληνική κοινωνία μετά το πλιάτσικο του ’80 (πέρα από τις λογής προφάσεις) έτοιμη για περίσκεψη και μια κάποια αυτογνωσία, για κακή της τύχη η ευνοϊκή τότε διεθνής συγκυρία συνέβαλε ώστε αντίθετα να φουσκώσει από ένα δίχως προηγούμενο τρομπάρισμα: ανάληψη ολυμπιακών, ΟΝΕ, ευρώ, το τρελό 2004 (γιούρο, γιουροβίζιον, ολυμπιακοί: φωτοχυσία και περίλαμπρες τελετές). Από κοντά οι τράπεζες να ζαλίζουν τον κόσμο να ξοδεύει αλόγιστα, και να που αισίως βρισκόμαστε στη μακάρια δεκαετία των υποκοριστικών: ο Κωστάκης να επιδίδεται στον πιο ρέμπελο και άκρατο κρατισμό, κι απέξω το άλλο υποκοριστικό, ο Γιωργάκης (από κοινού με σύμπασα την αριστερά), να τον κράζουν φιλελεύθερο και λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού. Το οξύμωρο στα καλύτερά του!
Και πώς γίνεται, ο Ελληνάρας, αντιπαραγωγικός, καθηλωμένος σ’ ένα ψυχοφθόρο δημοσιοϋπαλληλίκι, με τον ερωτισμό αναλωμένο στις τσόντες, τη δυσλειτουργική οικογένεια με το παχύσαρκο κουτσούβελο, το Σούργελο να τσιρίζει τις τηλεοπτικές ατάκες δυστυχισμένη, στο τέλος να ξεσπάει στους γονείς του (που τους απομυζά σύνταξη και χρόνο: μπέιμπι σίτινγκ, μαγείρεμα κ.ά.), γιατί τον ανάγκασαν να πάρει το «κωλοπτυχίο» που πήρε, γιατί τον ανάγκασαν να χωθεί στο «κωλοδημόσιο» που χώθηκε, γιατί το ένα, γιατί το άλλο, γιατί έκανε ό,τι έκανε, όλα, πώς γίνεται ταυτόχρονα να ανακλαδίζεται βαριεστημένος από τη ραστώνη, να απολαμβάνει τόση ανέμελη φωταψία, να αποτελεί το μέλος, τελικά, μιας κοινωνίας – σούπερ νόβα, σε υπέρλαμπρη έκρηξη, όπως εύστοχα μου την περιέγραφε ο φίλος δημιουργός του blog ΤΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ τις προάλλες; Και όμως έγινε. Όλα γίνονται. Υπήρχε, βέβαια, κάτι στο βλέμμα το βυθισμένο στη βαθιά ντάγκλα, η αγωνία για το επόμενο «καλό πράμα», για το τι μας ξημερώνει, όμως τίποτα το ιδιαίτερα ανησυχητικό, μια ελάχιστη σκιά μόνο στο συλλογικό μας βλέμμα, και στο τέλος κάτι σαν τη βουβαμάρα των θρίλερ πριν από το κακό.
Ύστερα έσκασε η χρεωκοπία. Στα χέρια του δεύτερου υποκοριστικού. Σε ένα υπουργικό που αν εξαιρούσε κανείς δυο –τρεις υπέρβαρους παλαιοπασόκους οι υπόλοιποι έμοιαζαν επιλεγμένοι μετά από αυστηρό casting για modeling σαραντάρηδων. Το life style στην τέλεια σύζευξη μορφής και περιεχομένου.
Έκτοτε ο Ελληνάρας δείχνει ζαρωμένος, καταθλιπτικός. Θρασύδειλος, ψηφίζει φασίστες ή αριστεριστές, λέει δίχως να τον ρωτήσεις, δε θα σου πω τι ψήφισα, ή μασάει το ψέμα Νέα Δημοκρατία ή Δημάρ αντίστοιχα. Αλαφιασμένος στη γωνία και συμπλεγματικός, θέλει προσοχή βέβαια. Μου έλεγε φίλος προχτές, Ελληναράδες θα βρεις και στους φιλελεύθερους και τους δημοκράτες αριστερούς, ακόμα και ανάμεσα στους δικούς μας, τους ομοφυλόφιλους. Δε διαφωνώ. Η ανθρώπινη ιστορία και εμπειρία, όχι μόνο η νεοελληνική, αγαπά και με το παραπάνω τα οξύμωρα.
Η κοινωνία μας, –ας μου επιτραπεί μία εκτίμηση που δε βασίζεται σε εμπεριστατωμένη μελέτη–, υποδιαιρείται σε τρία ευδιάκριτα τρίτα. Το ένα, το κομμάτι που αστικοποιήθηκε κακήν κακώς, όπου συνήθως ευδοκιμούν οι Ελληναράδες και γενικότερα οι δυνάμεις της αδράνειας, το άλλο το φιλοευρωπαϊκό και δυνάμει φιλελεύθερο, και ένα τελευταίο, αυτό που ακολουθεί όποιο απ’ τα προηγούμενα δύο κυριαρχεί ή δίνει την εντύπωση ότι κυριαρχεί. Ο τόπος κατάντησε σκοτεινό και ερμητικά κλειστό δωμάτιο. Έχει ανάγκη από φως και αέρα, ν’ ανοίξει κάποιος ένα παράθυρο ή την πόρτα. Χρειάζεται ελευθερία. Πρέπει να εκφραστεί το δυνάμει φιλελεύθερο κομμάτι του.
Θα αρκούσε μία κίνηση σε συμβολικό καθαρά επίπεδο, προωθημένη από τη δυναμική πολιτική ηγεσία ενός αστικού κόμματος (μα τι λέω, σε μια χώρα όπου προτείνουν κριτήρια αίματος / γένους στη διάκριση των πολιτών οι βουλευτές του κατεξοχήν τέτοιου κόμματος!), κάποιος θαρραλέα να προωθούσε τα δύο σύγχρονης δημοκρατικής ευαισθησίας ζητήματα: το διαχωρισμό κράτους - εκκλησίας και τον πολιτικό γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Να θυμίσει τα θεμελιώδη του Διαφωτισμού. Ν’ απευθυνθεί με κύρος στη φιλοευρωπαϊκή μεσαία τάξη (που κατά τα άλλα χειμάζεται από τη συνεχιζόμενη ακραία κρατικίστικη οικονομική πολιτική). Η δημοκρατία είναι το πολίτευμα της απελευθέρωσης του ατόμου από την κοινωνία. Όποιος τηρεί τους νόμους –δεν ενδιαφέρει Έλληνας ή Τούρκος, χριστιανός ή εβραίος, με αυτόν ή τον άλλο ερωτικό προσανατολισμό ή ταυτότητα φύλου– έχει απολύτως ίσα δικαιώματα. Αυτό είναι το παράθυρο. Ένας να το ανοίξει και οι φοβίες θα διαλυθούν πολύ γρηγορότερα απ’ όσο φανταζόμαστε. Έπειτα με την ελάχιστη κίνηση θ’ ανοίξει και την πόρτα, την οικονομία δηλαδή. Το μικρότερο και ορθολογικότερο κράτος.