(...) Κάποια στιγμή, προς το τέλος, σηκώνω το στρωματάκι πάνω από το σομιέ
του κρεβατιού, να το τινάξω από τα χοντρά, χώματα πέτρες σκουπίδια, βρίσκω
μια κίτρινη νάιλον σακούλα κρυμμένη στη μέσα μέσα γωνία, περιείχε γράμμα-
τα μάλλον, κλεισμένη με πολλούς κόμπους. Να ήταν μια καλή ανταμοιβή για
τον κόπο μου; Ξανάβρισκα την έξαψή μου, όλο και κάποια μυστικά θα ξετρύ-
πωνα από κει μέσα. Παρ’ όλη τη βρόμα, ξέσχισα τη σακούλα με τα δόντια μου,
επρόκειτο για μια στοίβα γράμματα σε φακέλους ή σκέτα επιστολόχαρτα, η αλ-
ληλογραφία ανάμεσα στον Θρασύβουλο από το νησί, με περισσότερα από ένα
προσχέδια για κάθε του επιστολή, και τον Φώτη, τον πατέρα του Δανιήλ, εκεί-
νος τού απαντούσε από το Τζάκσον του Μισισιπή. Ήταν υλικό με υποδειγμα-
τική τάξη αρχειοθετημένο, ανακάλυπτα έναν Θρασύβουλο ακριβολόγο, καθα-
ρολόγο συχνά, ξεκίναγε τις επιστολές του, ας πούμε, «Αγαπητέ γαμβρέ μου,
χαίρε», τις ολοκλήρωνε «σε ασπάζομαι θερμώς», δίχως ίχνος ορθογραφικού λά-
θους παρά τις περισπωμένες, τα πνεύματα, ακόμα και παρότι άνθρωπος του
δημοτικού, από το ένα προσχέδιο στο άλλο, ότι τον διακατείχε ένα είδος σχολα-
στικής τελειοθηρίας. Διάβαζα με την απόλαυση που χαρίζει στον αναγνώστη
το αδιαμφισβήτητο ντοκουμέντο. (...)
(...) Αναφερόταν σ’ ένα χαρακτηριστικό περιστατικό: ο Δανιήλ, παιδί, έπαιζε
στον οντά με την κούκλα της Μαριγώς. Η μάνα με την αδελφή του καθάριζαν
χόρτα στη γούρνα έξω στην αυλή. Γυρνάει ο Φώτης αναπάντεχα νωρίτερα στο
σπίτι, τρέχει φουριόζος στην κάμαρα, προτού προλάβει η Τέρπω να ειδοποι-
ήσει το παιδί να παρατήσει την κούκλα, το πιάνει επ’ αυτοφώρω με το κορι-
τσίστικο παιχνίδι, κάτι που τον ανακατεύει και το απαγόρευσε ρητά προ πολ-
λού. «Μα να παίζει άντρας πράμα με κούκλες; Γίνεται;» Αρχίζει να τον βαράει,
ο Δανιήλ ούτε καν μαζεύεται, παρά το ξύλο τού βγάζει με αυθάδεια τη γλώσσα,
επιπλέον τον απειλεί θα τον διώξει από το «σπίτι μας». «Μια μέρα, εγώ σ’ το
λέω, θα φύεις ’πό το σπίτι μας.» Κι ο Φώτης στα νεύρα του πιάνει να τον κλο-
τσάει, να τον χτυπάει, κοντεύει να τον σακατέψει, η μάνα εντωμεταξύ να εκλι-
παρεί, να φωνάζει, στριμώχνεται ανάμεσά τους, τρώει μια βαριά στο αυτί, σω-
ριάζεται στο πάτωμα. «Ησκότωσες τη μάνα μου, ’α το πω του χωροφύλακα να
σε χώσουνε στη φυλακή, να φύεις ’πό το σπίτι μας!» (...)
[Ολόκληρη η εκτενής προδημοσίευση στο Εντευκτήριο, τρέχον τεύχος 104. Στα κεντρικά βιβλιοπωλεία Θεσσαλονίκης και Αθήνας.]
του κρεβατιού, να το τινάξω από τα χοντρά, χώματα πέτρες σκουπίδια, βρίσκω
μια κίτρινη νάιλον σακούλα κρυμμένη στη μέσα μέσα γωνία, περιείχε γράμμα-
τα μάλλον, κλεισμένη με πολλούς κόμπους. Να ήταν μια καλή ανταμοιβή για
τον κόπο μου; Ξανάβρισκα την έξαψή μου, όλο και κάποια μυστικά θα ξετρύ-
πωνα από κει μέσα. Παρ’ όλη τη βρόμα, ξέσχισα τη σακούλα με τα δόντια μου,
επρόκειτο για μια στοίβα γράμματα σε φακέλους ή σκέτα επιστολόχαρτα, η αλ-
ληλογραφία ανάμεσα στον Θρασύβουλο από το νησί, με περισσότερα από ένα
προσχέδια για κάθε του επιστολή, και τον Φώτη, τον πατέρα του Δανιήλ, εκεί-
νος τού απαντούσε από το Τζάκσον του Μισισιπή. Ήταν υλικό με υποδειγμα-
τική τάξη αρχειοθετημένο, ανακάλυπτα έναν Θρασύβουλο ακριβολόγο, καθα-
ρολόγο συχνά, ξεκίναγε τις επιστολές του, ας πούμε, «Αγαπητέ γαμβρέ μου,
χαίρε», τις ολοκλήρωνε «σε ασπάζομαι θερμώς», δίχως ίχνος ορθογραφικού λά-
θους παρά τις περισπωμένες, τα πνεύματα, ακόμα και παρότι άνθρωπος του
δημοτικού, από το ένα προσχέδιο στο άλλο, ότι τον διακατείχε ένα είδος σχολα-
στικής τελειοθηρίας. Διάβαζα με την απόλαυση που χαρίζει στον αναγνώστη
το αδιαμφισβήτητο ντοκουμέντο. (...)
(...) Αναφερόταν σ’ ένα χαρακτηριστικό περιστατικό: ο Δανιήλ, παιδί, έπαιζε
στον οντά με την κούκλα της Μαριγώς. Η μάνα με την αδελφή του καθάριζαν
χόρτα στη γούρνα έξω στην αυλή. Γυρνάει ο Φώτης αναπάντεχα νωρίτερα στο
σπίτι, τρέχει φουριόζος στην κάμαρα, προτού προλάβει η Τέρπω να ειδοποι-
ήσει το παιδί να παρατήσει την κούκλα, το πιάνει επ’ αυτοφώρω με το κορι-
τσίστικο παιχνίδι, κάτι που τον ανακατεύει και το απαγόρευσε ρητά προ πολ-
λού. «Μα να παίζει άντρας πράμα με κούκλες; Γίνεται;» Αρχίζει να τον βαράει,
ο Δανιήλ ούτε καν μαζεύεται, παρά το ξύλο τού βγάζει με αυθάδεια τη γλώσσα,
επιπλέον τον απειλεί θα τον διώξει από το «σπίτι μας». «Μια μέρα, εγώ σ’ το
λέω, θα φύεις ’πό το σπίτι μας.» Κι ο Φώτης στα νεύρα του πιάνει να τον κλο-
τσάει, να τον χτυπάει, κοντεύει να τον σακατέψει, η μάνα εντωμεταξύ να εκλι-
παρεί, να φωνάζει, στριμώχνεται ανάμεσά τους, τρώει μια βαριά στο αυτί, σω-
ριάζεται στο πάτωμα. «Ησκότωσες τη μάνα μου, ’α το πω του χωροφύλακα να
σε χώσουνε στη φυλακή, να φύεις ’πό το σπίτι μας!» (...)
[Ολόκληρη η εκτενής προδημοσίευση στο Εντευκτήριο, τρέχον τεύχος 104. Στα κεντρικά βιβλιοπωλεία Θεσσαλονίκης και Αθήνας.]