Αντώνης Νικολής, Ο Ηρόδοτος και η κομμώτρια*
Ο
ήρωας της ιστορίας μας είναι συγγραφέας και μάλιστα δόκιμος λογοτέχνης,
που δε σημαίνει βέβαια και πολλά για μια εκδοτική πιάτσα σαν την
τρέχουσα νεοελληνική. 55 χρόνων, μεσαίου ύψους, μεσαίου βάρους, έχει
εκδώσει ήδη τρία βιβλία, μία νουβέλα και δύο μυθιστορήματα. Τα δύο
τελευταία στον ίδιο μικρό εκδοτικό οίκο, με τον οποίο όμως εσχάτως ήταν
στα μαχαίρια, κάτι που οσμίστηκε φέρελπις υπεύθυνη ανερχόμενου άλλου
οίκου. Τον γυρόφερνε στο φέισμπουκ με τις
συνήθεις γαλιφιές και αβρότητες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, εκείνος
πάλι κολακευμένος τη ρώτησε στο ίμποξ αν θα την ενδιέφερε ένα ανέκδοτο
εκτενές αφήγημά του. «Μα τι λέτε. Θα το διαβάσω με μεγάλη μου χαρά.»
Απόγευμα η ώρα τέσσερις της το
ταχυδρομεί ηλεκτρονικά, κοιμόταν δεν είδε το ενθουσιώδες μέιλ της την
ίδια νύχτα στις δύο, την επομένη στις δέκα το πρωί τού τηλεφωνεί.
Εκθείαζε με ασυγκράτητο ενθουσιασμό τις αρετές του αφηγήματος, έμοιαζε
να έχει απομνημονεύσει κομμάτια ολόκληρα, ο συγγραφέας μας απέκλειε όπως
στην κουβέντα την παράσερνε από το ένα στο άλλο σημείο του κειμένου να
προλαβαίνει εκείνη να το ξεφυλλίζει ηλεκτρονικά ή τυπωμένο, και όχι
μόνο, είχε εντρυφήσει και σε πολλά άλλα γραπτά του. Χαιρόταν βέβαια,
ετούτη εδώ το πιθανότερο είχε ξαγρυπνήσει για την πάρτη του.
Και όσα θ’ ακολουθούσαν, θα γίνονταν με
ασυνήθιστη ταχύτητα. Τη μεθεπομένη κιόλας, στην πρώτη συνάντηση
γνωριμίας τους, συντρώγανε σε καφεστιατόριο της πλατείας Κοτζιά. Η
φέρελπις, υπεύθυνη νεοελληνικής λογοτεχνίας και κύρια επιμελήτρια στον
οίκο όπου εργάζεται, περίπου συνομήλικη του συγγραφέα, απόφοιτη κάποιου
τμήματος της παλιάς φιλοσοφικής επίσης, που από μόνο του ασφαλώς δε θα
του έλεγε και πολλά, του τύπου εκείνης της ευχάριτος που λάμπει και σαν
να τη γαργαλάνε όταν ο συζητητής της, ο συγγραφέας μας εν προκειμένω,
είναι βέρος της μεσαίας τάξης του ’70. Ούτε αυτό τον χαλούσε. Οι
Ελληνίδες με ετούτα τα απωθημένα, τον περιέβαλλαν ανέκαθεν με ανυπόκριτη
προσήνεια.
Η φέρελπις ανήκε στους πενηντάρηδες
–άντρες ή γυναίκες και ασχέτως προσανατολισμού- που μοιάζουν να
εξαντλούν τη φιλαρέσκειά τους σε κάποιο κασκόλ ή εσάρπα, άντε και σε μία
τσάντα. Βεβαίως, σ’ ένα πιο προσεκτικό βλέμμα, θ’ αποκαλυπτόταν η
προσεγμένη κοκεταρία της, κυρίως στην επιλογή των μαλακών υφασμάτων σε
απαλά γαιώδη χρώματα που κάπως μετρίαζαν την ασύμμετρη φαρδιά λεκάνη,
ασυμμετρία για την οποία συναγωνίζονταν και τα αναλογικά κοντύτερα πόδια
της. Αλλά κι όλ’ αυτά θα διαρκούσαν ίσαμε να καθίσουν. Η πρόσκληση όπως
και το μαγαζί ήτανε δική της πρόταση, η ίδια πρότεινε και το μενού.
Δύο πράγματα θα συγκρατούσε από τη
συνάντησή τους, ένα είδος πίτας με κόκκινο λάχανο και γλυκά μπαχαρικά
(μπαχάρι, γαρύφαλλο, κανέλλα), συνταγή που έψαξε στο διαδίκτυο, και
έκτοτε φτιάχνει δυο – τρεις φορές το χρόνο, και την ευκολία της
επιμελήτριας να εκθέτει το κύρος της δουλειάς συγγραφέων με τους οποίους
συνεργάζεται, ιδίως δύο, που μάλιστα ήξερε ότι ο συγγραφέας μας
συνδεόταν κάπως μαζί τους –ανέφερε τα βιβλία τους σαν παραδείγματα της
δουλειάς της, για τις αλλαγές κάθε είδους που επιφέρει σε γραπτά που
επιμελείται. «Μη δεις πώς ήτανε το αρχικό κείμενό τους, καμία σχέση με
το τελικό…» Άνεση να τους μειώνει σε αντιδιαστολή με την καταιγιστική
κολακεία προς τη δική του γραφή, «Μην ανησυχείς, δεν είναι του επιπέδου
σου αυτοί, το δικό σου κείμενο είναι άψογο, άψογο! Εκτιμώ πως… δε θα έχω
κάτι να σου υποδείξω». Παρόλο που με την καταληκτική διατύπωση δεν
ξεκαθάριζε εντελώς τις προθέσεις της, και μολονότι από τη μεριά του
εκείνος ήταν απόλυτα κατηγορηματικός. Από την πρώτη τηλεφωνική τους
επικοινωνία κιόλας.
Όχι μόνο η σχέση του με τη γλώσσα, από
άποψη τεχνική ας πούμε, λόγω των σπουδών στην κλασική φιλολογία και της
τριβής του στην εκπαίδευση, αλλά και η διεξοδική επεξεργασία του ύφους
στα κείμενά του, τον αναγκάζουν να τα υπερασπίζεται σθεναρά αποκρούοντας
οποιαδήποτε όσο μικρή αλλοίωσή τους, ό,τι στην πιάτσα αδιακρίτως και
κατ’ ευφημισμόν θέλει να ονομάζεται επίσης επιμέλεια. Σε βαθμό να
δηλώνει πως και μόνη της η νύξη της λέξης επιμέλεια για γραπτό του τον
προσβάλλει. Προσπαθούσε να διατηρεί τον τόνο μειλιχιότητας που αρμόζει
σε μια πρώτη συνάντηση γνωριμίας κυρίως με το να κρατάει χαμηλά την
ένταση της φωνής.
Η φέρελπις, ωστόσο, από τον τρόπο που
δήθεν προσηλωνόταν στο πιάτο της ή που πετούσε μια – δυο φράσεις «έχεις
δίκιο, ίσως, από τη μεριά σου», «ναι, μωρέ, ενστάσεις του δημιουργού, σε
κατανοώ», μαζί με το βλέμμα της που ανασηκωμένο ύστερα τον προσπερνούσε
βιαστικά, βλέμμα τάχα διαλλακτικό και που λοξοδρομούσε προς τους
περισπασμούς των γειτονικών τραπεζιών, αν κάτι διατύπωνε, ήταν ένα
μετέωρο «αλλά», κάπως σαν «δεν αντιλέγω, αλλά…».
Είναι διαφορετική η έννοια της
επιμέλειας από την έννοια της διόρθωσης, επέμενε ο συγγραφέας μας. Είναι
άλλο το ύφος, οι επιλογές ή οι αποκλίσεις που συγκροτούν την ιδιόλεκτο ή
τον ιδιαίτερο τρόπο της αφήγησης ενός δημιουργού, και άλλο το λάθος, η
ασύνειδη ή και κάποτε από έλλειψη γνώσης παραβίαση του ορθού κανόνα της
γραφής ή έστω της αφηγηματικής οικονομίας –αν συμφωνήσουμε ότι υπάρχει
κάποιος μπούσουλας και για τη δεύτερη.
«Ε, ναι, όντως, είναι δύσκολο να
συμφωνήσουμε σε κάτι τέτοιο, όμως μπορούμε.» Έσκαγε το μισό ντοματίνι
της πιρουνιάς από τη σαλάτα στα μπροστινά δόντια της, σκούπιζε τα χείλη
της απαλά με τη χαρτοπετσέτα.
Το οποίο λάθος, συνέχιζε εκείνος, δεν
αποκλείεται και να βγάζει μάτι, και εντούτοις να διαφεύγει και από δεινό
φιλολογικά δημιουργό, και το οποίο εννοείται πως πρέπει να διορθωθεί.
Κάθε είδους λάθος. Όχι μόνο ορθογραφικό – γραμματικό αλλά και
σημασιοσυντακτικό, μόλο που στην τελευταία κατηγορία λανθάνει καμιά φορά
και υφολογική απόκλιση.
Η έκφρασή της είχε ανεπαίσθητα παγώσει. Παρακολουθούσε επιφυλακτική τον ελιγμό του προς τα επιχειρήματά της.
«Να σ’ το διατυπώσω απλά: η διόρθωση,
ναι, όμως η επιμέλεια στην περίπτωση διακριτού λογοτεχνικού ύφους και
έργου δεν έχει νόημα, δε χωράει. Τι θα είχε απομείνει, άραγε, από τον Μόμπι Ντικ του Μέλβιλ ή τη Μαντάμ Μποβαρύ
του Φλωμπέρ ή την ποίηση του Καβάφη αν είχανε ζουπιστεί να χωρέσουνε
στα καλούπια επιμελητών, πόσο μάλλον του επιπέδου των δικών μας. Οι
οποίοι δικοί μας επιπλέον είστε και αδέσποτοι.»
Κουνάει το κεφάλι της, χαμογελάει
συγκαταβατικά, κλείνει τα μάτια, ρουφώντας τη σκέψη της βαθιά. Έπειτα
του χαμογελάει. Όχι με τα μάτια. «Μόλις με πρόσβαλες;»
«Μα για ξεκάρφωμα εκδίδετε και
νεοελληνική λογοτεχνία. Ποιοι και πόσοι θα ήτανε οι εκδοτικοί οίκοι
δίχως το δωρεάν πανεπιστημιακό σύγγραμμα –ούτε στην Υποσαχάρια τέτοια
πράγματα-, δίχως τα φροντιστηριακά βιβλία, το αλισβερίσι με υπουργεία
και διοίκηση… Και τελικά ποσώς ενδιαφέρει τους εκδότες σας τι ακριβώς
και πόσο το απεργάζεστε, οι… επιμελητές τους –εντάξει, μην το παίρνεις
προσωπικά, προφανώς και δε σε θεωρώ έναν από δαύτους, δε θα ήμουν εδώ σε
τέτοια περίπτωση-, αλλά μη μου πεις δεν ξέρεις ποιοι κάνουν αυτή τη
δουλειά… Φιλόλογοι αδιόριστοι ή αποτυχημένοι σε φροντιστήρια και
ιδιωτική εκπαίδευση, θεολόγοι, πρώην άνεργοι ηθοποιοί, λοιποί
…ερασιτέχνες γραμματικοί… Α, ναι, ξέχασα, απόφοιτοι όμως, και εν
συνεχεία και οι ίδιοι διδάσκαλοι δίμηνων… Σεμιναρίων Δημιουργικής Γραφής
και… Επιμέλειας Κειμένων. Δηλαδή, έλεος…»
«Πόσα είχες μαζεμένα να μου πεις…» Η
συγκατάβαση στο μειδίαμά της χρωματιζόταν από ανεπαίσθητη ειρωνεία.
«Νομίζω ότι …και γενικεύεις λάθος …και υπερβάλλεις.»
Δεν την πρόσεχε. «Και εντέλει, ανεπάρκεια που είναι φυσικό να εκτρέφει οιηματίες τυραννίσκους και ιδίως συμπλέγματα…»
«Δε συμφωνώ. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι.»
«Θυμάμαι συνάδελφο που με συμβούλευε:
“Θα διαπραγματευθείς, θα σου ζητήσει εκατό, ξέρει εκ των προτέρων ότι θα
φέρεις αντιρρήσεις, σκοπεύει να υποχωρήσει στα μισά, μην ελπίσεις σε
περισσότερα.” Άλλος, και που τον εκτιμώ, μου έλεγε “Δες του Τάδε
εκδοτικού οίκου τα βιβλία από τότε μέχρι τότε (εκεί και στο διάστημα που
εξέδιδε τα δικά του), σαν να τα γράφει όλα ο ίδιος άνθρωπος. Έπαιρνα
τυπωμένο το βιβλίο μου, και έκλαιγα”. Του θύμισα τα λόγια του δύο χρόνια
αργότερα, τα αρνιόταν. Κλασική αντίδραση κακοποιημένου.»
«Θα ήθελα, ειλικρινά, να ’ρθεις μια μέρα
στο γραφείο μου, να σου δείξω τι παραλαβαίνουμε. Τι λες, λοιπόν; Ό,τι
χρειάζεται μια γερή επιμέλεια, που όμως διαθέτει και πέντε αρετές ή αν
θες και την δυνατότητα να κινηθεί εμπορικά, εσύ δηλαδή τι προτείνεις; Να
το απορρίπτουμε; Και πάντως δε βλέπω το λόγο να πονοκεφαλιάζουμε μ’ όλ’
αυτά οι δυο μας –το δικό σου κείμενο, πόσες φορές θα σ’ το πω, είναι
άψογο, άψογο.»
Στο επιδόρπιο και πιο χαλαροί, με την
επιμελήτρια που κάτι σκάμπαζε από κλασική φιλολογία, η κουβέντα τους
μπορούσε να τραβήξει σε μάκρος. Για το τι σημαίνει απόκλιση ή άπαξ στο
κείμενο ενός συγγραφέα, πώς μπορεί να συστήσει ύφος και το φάλτσο, το
λάθος κάποτε, έφτασαν ίσαμε την ποικιλία, την ιδιοφυή μείξη των
ετερόκλητων στοιχείων στην αφήγηση του Ηρόδοτου, αλλά και στην έννοια
του όρου έκδοση όσον αφορά αρχαία ή και νεότερα κλασικά κείμενα, του
Παπαδιαμάντη φέρ’ ειπείν ή του Καβάφη, στο τι εστί κριτικό υπόμνημα,
αλλά και στο ότι έτσι εννοούμενη μία έκδοση δεν εξυπηρετεί παρά τη
μεγίστη δυνατή αποκατάσταση του αρχικού κειμένου. «Ποιος διανοείται να
άρει ακόμα και τη συμβατική ανορθογραφία σε ένα τέτοιο κείμενο; Και
γιατί να ισχύει ακριβώς το αντίθετο σε κάτι που γράφεται σήμερα (και
έχει λογοτεχνικές αξιώσεις);» κατέληξε ρητορικώς ερωτών ο συγγραφέας
μας.
Λίγες μέρες μετά τη συνάντηση στο
καφεστιατόριο της πλατείας Κοτζιά, στα γραφεία της εκδοτικής εταιρείας,
υπέγραφαν το συμβόλαιο για την έκδοση του αφηγήματος. Όπως είχε
απαιτήσει και για τα προηγούμενα τρία βιβλία του, υπήρχαν οι ρήτρες,
πρώτον ότι και για την ελαχίστη αλλαγή του αρχικού κειμένου απαιτούνταν η
έγγραφη έγκρισή του, και δεύτερον οριζόταν εύλογο διάστημα μέσα στο
οποίο έπρεπε να πραγματοποιηθεί η έκδοση, πέρα απ’ αυτό το συμβόλαιο
έπαυε να ισχύει.
Κι όταν τέλειωσαν με τις υπογραφές, τις
τυπικές ευχαριστίες και χαιρετούρες, κι ενώ περίμεναν το ασανσέρ που θα
τους κατέβαζε στην έξοδο του κτηρίου, ο συγγραφέας μας σχεδόν της το
ψιθύρισε: «Για να σώσω τα κείμενά μου από το “ρεφενέ συν –
συγγραφιλίκι”, την επιμέλεια που λέτε εσείς, έχω ήδη ακυρώσει σχέσεις
και συμβόλαια με ούτε έναν ούτε δύο μόνο “ευυπόληπτους” εκδοτικούς
οίκους.»
«Όχι άλλες αρνητικές σκέψεις. Θα το δεις, η συνεργασία μας θα είναι υπο-δειγ-μα-τι-κή.»
Η αλήθεια τα είχε κανονίσει όλα μόνη
της. Ούτε του διέφυγε πως ο εκδότης σ’ όλα ετούτα ήταν ένας ουσιαστικά
αδιάφορος ή απών. Έκανε τη σκέψη που έγινε σκιά κακής διάθεσης στο
μέτωπό του πως παρά την πολλή δουλειά του, παρά τις χίλιες τόσες
εκδοτικές εταιρείες στη χώρα, τίποτε δεν τον βοηθούσε να νιώθει έστω
δυνάμει οικονομικό υποκείμενο.
«Τι σκέφτεσαι;»
«Τίποτε, κουρασμένος.»
Στέκονταν δίπλα στην κολόνα, στο
υπόστεγο της εισόδου. Γκράφιτι και δεκάδες αφίσες σχισμένες, βρόμικες,
κολλημένες η μια πάνω στην άλλη.
«Δεν είμαι σίγουρος, εικάζω πως πρέπει
να έχει μία βαρύτητα, έτσι και σαν μαρτυρία για το πότε και το πού
ζούμε, το να πω: σε πέντε χρόνια εξηνταρίζω, είμαι ο συγγραφέας που
είμαι, έφτασα ίσαμε αυτό το κείμενο, κι όμως ακόμα η αγωνία μου είναι
πώς θα περισώσω τη δουλειά μου από τους ίδιους τους εκδότες της.»
Του απάντησε με μια γκριμάτσα, μάλλον
συγκατάβασης. Τον χαιρέτισε γνέφοντας με το χέρι, καλοδιάθετη έκανε και
μια μικρή υπόκλιση που στιγμιαία πλάτυνε και στρογγύλεψε τη λεκάνη της,
έπαιρναν αντίθετες κατευθύνσεις.
Λίγους μήνες αργότερα ο συγγραφέας μας
θα ’πεφτε σε σάιτ που αναδημοσίευε το δελτίο της εταιρείας με τους
τίτλους της του φθινοπώρου, απ’ όπου όμως το αφήγημά του απουσίαζε. Μετά
το φθινόπωρο έχαναν τα δικαιώματά τους στο έργο του, στο ενδιάμεσο
διάστημα η επικοινωνία τους ήτανε μάλλον πολύ καλή, τι άραγε είχε
μεσολαβήσει. Της τηλεφώνησε, εκείνη προφανώς είδε την κλήση, όμως δεν
τον κάλεσε ύστερα. Και αυτό επαναλήφθηκε. Στην τρίτη – τέταρτη φορά –τα
γνωστά φτηνά παιχνιδάκια εξουσίας, σκέφτηκε ο συγγραφέας μας- επιτέλους
θα του απαντούσε (σε τόνο ψυχρό, αν δεν τον απατούσε η ακοή του). Τη
ρώτησε γιατί δε συγκαταλεγόταν το αφήγημά του στα υπό έκδοσιν βιβλία του
οίκου.
«Ξέρεις, πρέπει να συζητήσουμε ένα – δύο πραγματάκια…»
«Τι πραγματάκια;»
«Είναι δύο παράγραφοι που δε μου αρέσουν.»
«Τι θα πει δε σου αρέσουν; Εντόπισες λάθη, εννοείς;»
«Όχι. Απλώς δε μου αρέσουν.»
«Ωραία, δώσε το οκέι να εκδοθεί το
κείμενο, κι όταν σε ρωτάνε να λες ότι προσωπικά εσένα αυτές οι δύο
παράγραφοι δε σου αρέσουν. Σ’ το είπα, πιο κατηγορηματικά δε γινόταν,
προτιμώ να μη δω ποτέ κείμενό μου σε ράφι βιβλιοπωλείου, παρά με έστω
και ένα κόμμα αλλαγμένο γιατί έτσι γουστάρεις εσύ ή οποιοσδήποτε άλλος.
Εκτός, αν είναι λάθος. Τότε να σου είμαι και ευγνώμων, εννοείται, που θα
το αλλάξεις. Αυτά τα είπαμε, τα συμφωνήσαμε, υπάρχει άλλωστε η ρήτρα
του συμβολαίου!» Πια, φώναζε.
Από την άλλη πλευρά ανάμεσα σε λέξεις
δίχως ειρμό ακουγόταν κάτι σαν βαριά ανάσα, ήτανε θυμός μάλλον. Όμως
όχι. Λυγμός. «Κατάλαβέ με, δεν ενέκρινα ποτέ μου κείμενο δίχως να το
πειράξω… Ποτέ…»
Την άκουγε άναυδος. «Είναι δυνατόν;
Ομολογεί …“δίχως να το πειράξω” -πού θα το πω και ποιος θα με
πιστέψει!-, κι από πάνω κλαίει», όσα πρόλαβε να σκεφτεί.
Με την εντύπωση πλέον πως είχε να κάνει
με άνθρωπο διαταραγμένο, μαλάκωσε. «Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, θυμήσου
την κουβέντα που κάναμε… Για τα πολλά στρώματα της επεξεργασίας, τα
ιδιοσυστατικά του ύφους, θυμήσου τι λέγαμε για τον Ηρόδοτο…»
«Χα!» άλλαζε διάθεση και τόνο μ’ ένα
δυνατό σαρδόνιο γέλιο. «Μα δε μου είπες ότι ήσουνα ο Ηρόδοτος. Θα σ’
έστελνα από μιας αρχής στην Οξφόρδη», γελούσε που τον χλεύαζε.
«Έλα!» και μ’ όλο τον ίλιγγο της νοερής
πτήσης προς τη Γηραιά Αλβιώνα συντονιζόταν με το δικό της γέλιο, «Ούτε
’γώ, καλή μου, θα σου ’στελνα το κείμενο, αν ήξερα πως ήσουνα
κομμώτρια**» -προσγειωνόταν ξανά στις μικροαστικές γειτονιές της Αθήνας.
Για κάνα δεκάλεπτο μιλούσαν ο ένας πάνω
στα λόγια του άλλου, βρίζονταν, εκείνη ανάμεσα σε άλλα ορκιζόταν πως όσο
περνούσε από το χέρι της δε θα ’παιρνε ποτέ του βραβείο, κανένα
βραβείο, ούτε κρατικό ούτε άλλο, πως δε θα τον άφηνε σε χλωρό κλαρί,
αλλά και πώς αλλιώς ν’ αντιδρούσε ο συγγραφέας μας παρά μπήγοντας τα
γέλια: «…Μα τον θεό, βραβεία που κανονίζουν άτομα σαν του λόγου σου, μη
σώσω ποτέ μου ν’ αξιωθώ.»
Χάζευε το κατεβασμένο ακουστικό αρκετή ώρα ίσαμε να καταλαγιάσει ο θόρυβος στο μυαλό του.
©Αντώνης Νικολής
[*Από την ενότητα Εγχώρια λογοτεχνική πανίδα.
**Τη μειωτική χρήση του επαγγελματικού όρου κομμώτρια (στο λόγο του ήρωα του αφηγήματος) την έχω δανειστεί από ομιλούντες τη γερμανική γλώσσα. Δεν αγνοώ ότι στο νεοελληνικό γλωσσικό και πολιτιστικό περιβάλλον ένας κομμωτής ή μία κομμώτρια ενδέχεται να μην υστερούν σε καλλιέργεια από όχι λίγους ακαδημαϊκούς.]
φωτο©Στράτος Φουντούλης, κομμωτήριο 2008
Στηρίξτε την προσπάθειά μας με ένα απλό like στο facebook. Ευχαριστούμε