Μάλλον από την αποχαιρετιστήρια εκδήλωση του νηπιαγωγείου. Προφανώς
χορεύουμε –είμαι στην πρώτη γραμμή, και χορευτικό ζευγάρι με την Αγγελικούλα
Ιερομνήμονος. Στο νηπιαγωγείο της Ρούλας Κουλούρα. Η κυρία Ρούλα,
σύζυγος του Χρήστου Κουλούρα, το σπίτι τους ακριβώς το διπλανό στο πατρικό μου,
ήτανε η καλή γειτόνισσα της μαμάς. Με τις αυλές στον πρώτο όροφο, να τις
χωρίζει ένα τοιχίο, «Ρούλα!», «Πόπη!», τις άκουγες κάθε λίγο, κρεμιόντουσαν
άκρη άκρη, τα λέγανε με τις ώρες. Να πω κατ’ αρχάς για τη διάκριση της πρώτης
γραμμής, δεν ήταν εύνοια από ετούτη τη γειτονία, είχα πάντοτε έφεση στο χορό,
μαθαίνω πολύ εύκολα βήματα, μέχρι και το τέλος του λυκείου σε κάθε ανάλογη
περίσταση πρωτοστατούσα. Άλλωστε η κυρία Ρούλα ήταν αυστηρή και δίκαιη, και όσο
μπορώ να κρίνω ή να εκτιμήσω με τα χρόνια, πρέπει να υπήρξε άριστη νηπιαγωγός. Θυμάμαι
την ένταση στην έκφραση, στο πρόσωπό της, το πώς κυριολεκτικά αναλωνόταν με τα
νήπια μαθητούδια της. Τα πρωινά έπαιρνε από το ένα χέρι τη Μιρέλλα, την κόρη της, από το άλλο εμένα. Όποτε ήμουν άρρωστος, εκεί απ’ το πλατύσκαλο,
δίπλα στη μαμά που αιτιολογούσε γιατί δεν θα τις ακολουθούσα, εγώ έκλαιγα, την
παρακαλούσα να μην παίξει κουκλοθέατρο εκείνη τη μέρα, μην το χάσω. Πόσο
συναρπαζόμουνα! Μας έδινε επίσης κάτι τεύχη από τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα»,
-να διαβάζουμε δεν ξέραμε εννοείται- μας εξιστορούσε εκείνη εικόνα εικόνα και
σελίδα σελίδα τι βλέπαμε –αυτό το κομμάτι του μαθήματος με απορροφούσε πολύ,
αλλά και με τρόμαζε. Θα πρέπει ακόμα στα παιχνίδια και τις κατασκευές με τις
πλαστελίνες να μας εξοικείωνε με πολλή ευαισθησία στην χειροτεχνία: όταν κάτι
πλάθω με τα χέρια μου, γλιστράνε μνήμες από τη μικρή μακρόστενη αίθουσά της. Η
μητέρα μου έλεγε ότι δεν υπήρξε αριστούχος μαθητής απ’ όσους πέρασαν από το
νηπιαγωγείο της που να μην είχε προβλέψει την καλή εξέλιξή του.
Η Αγγελική Ιερομνήμονος, η παρτενέρ μου στον χορό, είναι η
δευτερότοκη της αείμνηστης Ντίνας Ιερομνήμονος, της δασκάλας μας στην Γ’ και Δ’
του 1ου Δημοτικού, εκείνης που μας μύησε στη μαγεία του
μυθιστορήματος –έχω ξαναμιλήσει γι’ αυτό.
Η κυρία Ρούλα, τρίτη από δεξιά, στα γενέθλια των δύο χρόνων
της Μιρέλλας (Καλομοίρας) –στο κέντρο με το κουκλάκι στο χέρι-, άρα στις 21
Μαρτίου του 1964. Η μαμά, στην άκρη δεξιά, έγκυος επτά μηνών στον Θανάση
–ακουμπάω στη φουσκωμένη κοιλιά της.
[Παρεμπιπτόντως μία ευσύνοπτη κατά το δυνατόν παρένθεση για
τη γειτονιά στο πατρικό μου, τότε. Το οχτάρι που σχηματίζουν οι δρόμοι ανάμεσα
στην Καμάρα του Φόρου έως την Πλατεία Πλατάνου, τα bar streets μετά το ’80. Γειτονιά
κυρίως κατοικημένη στην Αλεξάνδρου Διάκου. Στη γωνία Ιωάννη Ναυκλήρου και
Αλεξάνδρου Διάκου έμενε ο Μουσές Μενασέ, οι κόρες και τα εγγόνια του ερχόντουσαν
από Ισραήλ και Αφρική τα καλοκαίρια. Πρόσφατα απασχόλησε τη δημοσιότητα ο
δισέγγονός του, ο Ντίμη, γιος της εγγονής του, Κίττυς. Απέναντι από τους Μενασέ,
δίπλα μας, το ζεύγος Αντώνης και Καιτούλα Κόντη, από παλιές εύπορες οικογένειες
της Κω και Ρόδου, ο Αντώνης Κόντης δικηγόρος, δεχόντουσαν κι αυτοί τα
καλοκαίρια τις κόρες, τα εγγόνια τους –εγγονή τους η δημοσιογράφος Κίττυ Ξενάκη-,
αλλά και ανίψια τους από τη Ρόδο. Στη σειρά, μετά το σπίτι των Κόντη, το δικό
μας, ύστερα του Χρήστου Κουλούρα. Η μητέρα του Χρήστου Κουλούρα, η Καλομοίρα,
χήρεψε νωρίς, ξαναπαντρεύτηκε και ζούσε στην Αμερική, ετούτη όχι κάθε
καλοκαίρι, αλλά όποτε ερχόταν, με τον άντρα της και τις ετεροθαλείς αδελφές του
κυρίου Χρήστου, καλή φίλη της νονάς μου κιόλας, η γειτονιά μας το ζούσε σαν μια
ιδιότυπη έκρηξη από φωνές και ανοικτά φωτεινά χρώματα ρούχων. Παρακάτω ήτανε το
σπίτι του Πραξιτέλη και της Μαρίτσας Μουζάκη, άκληρο ζευγάρι, αλλά με πολλά ανίψια,
που προστίθενταν στα παιχνίδια μας. Στο σπίτι, στην αυλή της Συναγωγής, η χήρα
Διαμάντω Καΐσερλη, χήρα ψαρά από τα 27 της, με οχτώ παιδιά ωστόσο, και χάνομαι
στο μέτρημα των εγγονιών (εγγονή της η γνωστή ακτιβίστρια τρανς Ήβη Καΐσερλη),
ένα μελίσσι άνθρωποι, φωνές γέλια καβγάδες, φαγητό κάτω από την πυκνή πέργκολά
τους, από αγράμπελη κυρίως αλλά όχι μόνο. Η κυρά Διαμάντω αγαπούσε τα
καλοκαιρινά μονοετή ανθόφυτα, τα ζίνια, τα χαρτάκια που τα λέγαμε εμείς, τους
κατιφέδες, τις άσπρες μεγάλες μαργαρίτες, τις ντάλιες, τα σκυλάκια, τα βασιλικά
βέβαια, σε τενεκέδες ασπρισμένους ή στα διπλανά στην αυλή της παρτέρια της
Συναγωγής. Λίγο πιο κάτω ο Νίκος με την Ελένη Σίκαλη, πρώτη εξαδέλφη της
Διαμάντως, η Ρούλα η κόρη τους συμμαθήτριά μου, διαγωνίως απέναντι από τους
Σίκαλη, ο γιατρός Καστανός με τα τέσσερα παιδιά του, φίλος εκτός από συνάδελφος
του μπαμπά. Ένα τετράγωνο παραπίσω οι τελευταίοι κάτοικοι του οχταριού, στο
σπίτι με την κεραμοσκεπή - απομεινάρι της προσεισμικής (προ του 1933) Χώρας, το
ζευγάρι Αχιλλέας και Κατέ Μουζάκη, γονείς του Πραξιτέλη και της Περσεφόνης(Κουτσουράδη) –η θεία το Κατέ, να θυμίσω, αδελφή της προγιαγιάς Καλλιόπης. Να
συμπληρώσω, τέλος, στη γειτονιά αυτή, απ’ την πίσω πλευρά του κεντρικότερου
εμπορικού δρόμου της πόλης, της Βασιλέως Παύλου, εντούτοις απόκεντρη,
βρίσκονταν τα μαραγκούδικα της πόλης, τέχνη που κυρίως ασκούσαν μωαμεθανοί.
Ένιωσα την ανάγκη να αναφέρω εδώ όλους αυτούς τους κατά μία ή δύο γενιές
μεγαλύτερούς μου γείτονες, γιατί νομίζω, άκοντες, όμως συνέβαλαν πολύ στη
συγγραφική μου πορεία. Επρόκειτο ή πρόκειται –κάποιοι λίγοι είναι ακόμα στη
ζωή- για ολόγλυφους ήρωες, διακεκριμένα άτομα, sui generis χαρακτήρες. Δυνατοί, όχι
περισσότερο φωτεινοί από σκοτεινοί, συναρπαστικά αυτεξούσιοι, με τον εντελώς
δικό του ο καθένας χαβά. Να σε αναγκάζουν στην αμεροληψία, στο φλέγμα. Σπάνιοι
και για τα δεδομένα της ανέκαθεν κοσμοπολίτικης Κω, σ’ αυτή την ιδιαίτερη για
την ιστορία και τον πολιτισμό της “απόφυση” του ελληνικού κόσμου που συνιστούν
τα Δωδεκάνησα. Θέλω να πω, είδα, είχα την τύχη να δω, στα πολύ… μικράτα μου ανθρώπους να
ξεκολλάνε από το κάδρο, το όποιο κάδρο συλλογικού βίου, τους είδα τρισδιάστατους,
νομίζω και χάρη σ’ αυτούς μπόρεσα (και δίχως πολλή φόρα) να δρασκελίσω το κενό
ανάμεσα στο διήγημα και το μυθιστόρημα…
Κι ένα απόσπασμα απ' το μυθιστόρημα Ο θάνατος του μισθοφόρου όπου παρεισφρέει ο κήπος της Συναγωγής στην Αλεξάνδρου Διάκου (*).]
Με τα γράμματα της μαμάς στην πίσω πλευρά: Ἀντωνάκης 1965. Βγαλμένη πιστεύω με
σιγουριά από τον αείμνηστο Ζαχαρία Παπαζαχαρίου, στο φωτογραφείο του της
Ιπποκράτους.
Από σχολική εκδήλωση του 1ου Δημοτικού. Δίπλα μου, δεύτερος από αριστερά,
ο Παναγιώτης Αβρίθης. Γιος κι εκείνος αυστηρού πατέρα, την πρώτη μέρα του δημοτικού
-ήμαστε ήδη γνώριμοι και συμμαθητές από το νηπιαγωγείο της κυρίας Ρούλας-, μου
λέει σκοτισμένος κι αναστενάζοντας: «Έμαθα, θα μας πάρει δάσκαλος!» Ήτανε
δηλαδή χεσμένος γιατί θα αναλάμβανε την πρώτη τάξη δάσκαλος και όχι δασκάλα.
Βέβαια, για να θυμάμαι τόσο καλά την έκφραση, τη μούρη, τον τόνο της φωνής του
συμμαθητή μου, αν μη τι άλλο, σημαίνει πως με το άκουσμα της πληροφορίας
χέστηκα εξίσου και εγώ.
Πρέπει Δ’ ή Ε’ τάξη του δημοτικού, απόκριες, στο αρχαιολογικό
πάρκο του Βωμού του Διονύσου. Πάντοτε αγαπούσα τα λουλούδια, τους κήπους, τα
παρτέρια, αλλά σ’ εκείνη την ηλικία μού ήταν περισσότερο κι από πάθος∙
εμμονή. Το
πατρικό μου στον πρώτο όροφο και στο κέντρο δεν είχε τη δυνατότητα κήπου, και
στην αρχική του μορφή καν χώρο για γλάστρες. Περνούσα έξω από αυλές και τις
χάζευα με τις ώρες, τις θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια, της Πωλίνας Σιφωνιού, στη
Χάλκωνος, με τα λογής εκατοντάφυλλα και τα βαρέλια με τις ασύγκριτα ωραιότερες
γαρδένιες του νησιού, ή και τη στενή αυλή με τις γλάστρες της Πόπης Μαλλιαρού
στην ανηφόρα για την πλατεία Διαγόρα, για να αναφέρω πρόχειρα δυο, όμως απ’ τις
ωραιότερες. (Τι οδυνηρή σύμπτωση που και οι δυο αυτές σπουδαίες κηποκόμοι έθαψαν παιδί, η κυρία Πωλίνα
τον Γιώργο, η Πόπη τη Διονυσούλα, την καλή μου μαθήτρια…) Όταν η Διονυσούλα πρωτοήρθε
στο φροντιστήριο, ντελικάτη, έξυπνη, τόσο ξεχωριστή, μου συστήθηκε, όνομα,
επίθετο, δεν τους γνώριζα, πού μένετε τη ρώτησα, άρχισε να μου απαντάει πού,
μήπως συνέχισα εγώ σ’ εκείνο το σπίτι μ’ αυτές κι αυτές τις γλάστρες στην αυλή;
Εκείνους δεν τους ήξερα, την αυλή τους με την πάσα μικρή - μεγάλη γλάστρα την ήξερα…
Υποθέτω γύρω στα 1970, και πάλι από τον Ζ. Παπαζαχαρίου.
*Το απόσπασμα από το Ο θάνατος του μισθοφόρου:
"Ύστερα,
απόγευμα, προχωρημένο φθινόπωρο, μετά το ψιλοβρόχι, αρκουδίζει στον κήπο της
Συναγωγής, (όπου συνήθως παίζει όποτε κατεβαίνει στο μαγαζί του πατέρα του),
στρέφει να δει τις παλάμες του, κίτρινα και σάπια βρεγμένα φύλλα και λάσπες,
λασπωμένο και το παντελόνι στα γόνατα και στα καλάμια όπως σέρνεται, οι μύτες
των παπουτσιών μουσκεμένες. Κάμπιες, σκουλήκια και μικρά σαλιγκάρια."