Τύποις ήμουν τριτοετής φοιτητής της ιατρικής, όμως στις εξετάσεις του εξαμήνου τον Ιανουάριο - Φεβρουάριο του 1982 από τα πολλά μαθήματα που χρωστούσα, τα καθαυτό ιατρικά, το πιθανότερο θα έχανα χρονιά. Ειδικά τα μαθήματα της ανατομίας. Πρέπει να ήμαστε στη μυολογία, εγώ χρωστούσα και την οστεολογία. Μη φανταστεί κανείς ότι δυσφορούσα με πτώματα και τα συναφή, άλλωστε ποια εργαστήρια: στη νεοσύστατη τότε ιατρική Ιωαννίνων υπήρχε ένα μόνο πτώμα, οι φοιτητές το παρονόμαζαν η «θεία Ελένη» ή κάπως έτσι. Ένα περίεργο πράγμα, δεν μπορούσα να απομνημονεύσω τίποτε από τα σχετικά μαθήματα. Ξεκίναγα με τα οστά της κλείδας και της ωμοπλάτης φέρ’ ειπείν -αν τα θυμάμαι και σωστά-, βία έφτανα ως το βραχιόνιο, αυτό δεν το ’μαθα ποτέ, κατέληγα στην τουαλέτα με νευρικούς εμετούς. Μέχρι που είχανε σπάσει αγγεία στον λαιμό μου απ’ τις πολλές συσπάσεις.
Όταν πρωτοπήγα στα Γιάννενα για την εγγραφή μου στη σχολή και την εγκατάστασή μου στην πόλη, συνοδευόμουν απ’ τον πατέρα μου. Εκείνος, ύστερα από μια μοναχική του βόλτα, επέστρεψε στο ξενοδοχειάκι που καταλύαμε, μου λέει, συναπάντησα στον δρόμο έναν παλιό συμφοιτητή και γνώριμο, ονόματι Όθωνα Κωτούλα, θα είναι ο καθηγητής σου της ανατομίας. Ενδιαφέρθηκε με ειλικρινή εγκαρδιότητα να πας να του συστηθείς, να σε γνωρίσει. Η (προφορική) εξέταση θα ήτανε ή 21 ή 22 Φεβρουαρίου του 1982. Όποια απ’ τις δυο, πάντως, συναριθμείται στις σημαδιακές μέρες της ζωής μου. Νομίζω τίποτε δεν αποφασίζουμε ξαφνικά, συνειδητά ή όχι τις αποφάσεις μας τις επωάζουμε καιρό, μόνο που κάποτε μοιάζει σαν με μια μας κίνηση να συμπυκνώνουμε πολλή ζωή σε λίγο χρόνο. Την προηγουμένη το απόγευμα πήγα στο γραφείο του καθηγητή μου και συμφοιτητή του πατέρα μου, πρώτη φορά που έπαιρνα το θάρρος να του συστηθώ, μάλλον προφασίστηκα κάποια αρρώστια - κώλυμα, τον παρακάλεσα, αν γινόταν, να με περάσει, να με προβιβάσει, να μη χάσω τη χρονιά, του υποσχόμουν ότι τον προσεχή Ιούνιο θα ήμουν οπωσδήποτε προετοιμασμένος και στα δυο, και στην οστεολογία και στη μυολογία. Ξύπνησα νωρίς, ύστερα από ανήσυχο, δύσκολο ύπνο, με σφιγμένο το στομάχι περπάτησα, μικρή η απόσταση απ’ το διαμέρισμά μου της Τσιριγώτη ως το νοσοκομείο Χατζηκώστα όπου το γραφείο του καθηγητή της ανατομίας, του ζήτησα να με συγχωρήσει για την παράκληση της προηγούμενης, του ανακοίνωσα ότι θα εγκατέλειπα την ιατρική, θα έδινα ξανά εισαγωγικές, όμως για τη φιλολογία, για σπουδές στη γλώσσα, έκλινε η ύπαρξή μου προς τα κει, έπρεπε να το κάνω. Τον παρακάλεσα μόνο, γιατί θα προετοιμαζόμουν κρυφά απ’ τους γονείς μου, να μην το αναφέρει στον πατέρα μου. Άλλωστε θα έπρεπε να ψάξει για να τον βρει, δεν είχαν επικοινωνία. Δεν μου έφερε κάποιο αντίλογο, μου ευχήθηκε κουράγιο και να βρω τον δρόμο μου σύντομα. Πόσο καθαρά θυμάμαι το πρόσωπό του ανθρώπου αυτού απέναντί μου εκείνη τη μέρα. Βγήκα από το κτήριο, δεν επέστρεψα σπίτι αμέσως, κίνησα μηχανικά προς τον μόλο, όχι μακριά από το Χατζηκώστα. Ένα – δυο καφενεία και ουζερί υπήρχανε στη λίμνη τότε και τα πρωινά ήτανε συνήθως ερημική. Περπατούσα και έκλαιγα. Πέρασαν κοντά 37 χρόνια έκτοτε. Στη μνήμη μου είναι πάντοτε νωπές οι σκέψεις και η ένταση των αισθημάτων, ακόμα και τα πρόσωπα που παρηγορητικά ανέσυρα σε κείνο το βίαιο παραλήρημα του θυμικού μου.
Ο Δημήτρης, ο συγκάτοικος στο δυαράκι της Τσιριγώτη, μου δήλωσε
πως ήτανε αποκλειστικά δική μου βέβαια η απόφαση, παρόλο που ο ίδιος στη θέση μου δεν θα έπαιρνε μια τέτοια απόφαση. Θα μου συμπαραστεκόταν μέχρι το τέλος, ωστόσο. Η υπόλοιπη παρέα κάπως αμήχανη αλλά υποστηρικτική, η Λιάνα η περισσότερο θετική -πρέπει να ήταν ήδη ξανά
εγκαταστημένη Θεσσαλονίκη, να ερχόταν στις εξεταστικές μόνο Γιάννενα-, το είπε αυθόρμητα: «Μπράβο, Αντώνη μου, και θα περάσεις πρώτος, είμαι σίγουρη».
Να πω μόνο για τον ωραίο άνθρωπο –μακάρι να ζει, θα
πλησιάζει τα 90 όπως και ο πατέρας μου, με στερνά γαλήνια μακάρι-, τον Όθωνα
Κωτούλα, έναν περίπου χρόνο αργότερα, συνταξίδευε στη διπλανή θέση του ΚΤΕΛ
Αθήνας Ιωαννίνων με γνωστό μου φοιτητή, ρωτούσε να μάθει νεότερα για μένα και
μιλούσε με τα καλύτερα λόγια –από τους πιο όμορφους, τους πιο συγκινητικούς επαίνους
της ζωής μου.
Δεν έκανα βέβαια καμιά επανάσταση, άσχετα πώς θα απετιμάτο η πράξη μου. Άφηνα την ιατρική, ήξερα
πολύ καλά τι άφηνα, αλλά η ιατρική δεν ήτανε για μένα. Δεν είναι καθετί για τον
καθένα ούτε βγαίνουμε από ένα σχεδόν το ίδιο καλούπι όλοι,
καν οι δίδυμοι. Αυτό ζούσα τότε, που είναι και το θεμέλιο της κατεξοχήν αστικής
τέχνης, του μυθιστορήματος, της τέχνης μου, αλλά και αυτό θα το συνειδητοποιούσα πολλά χρόνια
αργότερα. Το ’80, εντούτοις, και φοβάμαι δεν άλλαξαν και πολύ οι επικρατούσες
πεποιθήσεις, η ελληνική κοινωνία πρέσβευε στη συντριπτική πλειονότητά της πως με
λίγη προσπάθεια όλοι μπορούσαν να καταφέρουν κάτι το ίδιο ή να υπάρξουν κάπως
περίπου ίδιοι.
Ούτε επρόκειτο για μια απλή απόφαση. Είχα τέσσερις μήνες μονάχα
καιρό μέχρι τις εισαγωγικές εξετάσεις, από την άλλη, πολλή ωριμότητα και όρεξη για διάβασμα, μην πω και
βουλιμία που επιτέλους θα διάβαζα τα γλωσσικά, τα δικά μου μαθήματα, όμως τα αρχαία τα είχα αφήσει
στην τρίτη τάξη του γυμνασίου, άγνωστο κείμενο δεν είχα κάνει ποτέ, επίσης ως
απόφοιτος πρακτικού λυκείου δεν είχα διδαχτεί ποτέ μου λατινικά. Το κυριότερο,
δίνοντας κρυφά απ’ το σπίτι μου εισαγωγικές, δεν είχα ούτε και χρήματα για
φροντιστήρια. Και είναι αστείο, αλλά το επάγγελμα που θα ασκούσα για δεκαπέντε
χρόνια, του φροντιστή – φιλολόγου, το παρακολούθησα ως μαθητής μόνο για
δύο ώρες! Από τους οικείους ήξεραν για το… διάβημά μου ο αδελφός μου Θανάσης και η ξαδέλφη μου η Νίτσα Χατζημάρκου. Ο Θανάσης κάπου
μέσα Μαΐου, για να δω τι είδους λατινικά ή αλαμπουρνέζικα μάθαινα μόνος μου,
έκλεψε απ’ το παντελόνι του μπαμπά ένα δεκαχίλιαρικο, πήγα σ’ έναν φροντιστή
στα Γιάννενα,
παρακολούθησα πράγματι ένα δίωρο λατινικά, ησύχασα, στο τέλος με ενθάρρυνε και ο φροντιστής, «Μη
φοβάσαι, αγόρι μου, εσύ μπήκες στην ιατρική που δεν την ήθελες, στη
φιλολογία να δεις, θα περάσεις και με σειρά!»
Νωρίτερα είχα κατεβεί στο νησί για Πάσχα, προφασίστηκα
διαβάσματα της σχολής, και έτσι μόνο για τέσσερις μέρες. Ο
Θανάσης, ιδιαιτέρως οι δυο μας, ρωτούσε με αγωνία, «Κι αν δεν περάσεις, τι θα κάνεις;» Στο σπίτι έδινα την εντύπωση του καταλαγιασμένου. Δεν καβγάδιζα, δεν απειλούσα ότι θα παρατήσω
τις σπουδές μου ή ότι θα δώσω ξανά εισαγωγικές για φιλολογία, δεν μίλαγα. Τόσο, που κάποια
στιγμή ο πατέρας μου με πλησιάζει, κουνούσε το κεφάλι: «Αχ, Αντωνάκη, Αντωνάκη… τα
βλέπεις που άρχισε να πήζει το μυαλουδάκι σου… Γιατί, θέλεις να σου πω κάτι; Αν ήτανε, γιε
μου, να γίνεις φιλόλογος, ό,τι και να κάναμε εμείς, μα ό,τι και να σου κάναμε,
εσύ θα γινόσουνα φιλόλογος εξάπαντος!» Δεν του έφερα αντίρρηση και, αθώος
άνθρωπος, δεν πονηρεύτηκε. Αλλά μέσα μου τρόμαξα πραγματικά. Το επεισόδιο αυτό στην τραγωδία το λένε… τραγικό
αδιέξοδο. Ποια κακιά βούληση τον έκανε να ξεφουρνίσει μια τέτοια κουβέντα; Πόση
δυστυχία μάς εμέλλετο; Όμως, και παρόλο που η ατάκα όντως έμοιαζε τραγωδίας, το φινάλε επέπρωτο μαλακό και αισθηματικό πολύ, φινάλε μελοδραματικό… (Συνεχίζεται.)