Τετάρτη 5 Ιουνίου 2024

Γιώργος Δεληγιαννάκης, "Διακρίσεως αγώνας άγονος" -το πλήρες κείμενο.

 Τεύχος 153

Ο αναπληρωτής καθηγητής της ύστερης αρχαιότητας στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο της Κύπρου Γιώργος Δεληγιαννάκης δημοσίευσε εκτενές κείμενο κριτικής ανάλυσης για τον Περεγρίνο στο the books' journal, (τεύχος 153, σελ. 60-61), με τίτλο "Διακρίσεως αγώνας άγονος", -εδώ το πλήρες κείμενο.

 Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Διακρίσεως αγώνας άγονος
 

Από τον Γιώργο Δεληγιαννάκη

Η εν Ολυμπία πύρινη εξαέρωσις του θειότατου Παριανού Περεγρίνου στη ζώνη υψηλής θέασης. Ένα βιβλίο για έναν ματαιόδοξο κυνικό φιλόσοφο, το πέρασμα του οποίου από τη Γη ήθελε να στεφθεί με στεφάνι δόξης. Για τον Λουκιανό, ο Περεγρίνος ήταν ένας χαρισματικός τσαρλατάνος. Αλλά ο Αντώνης Νικολής, στο έκτο μυθιστόρημά του, ανατρέπει την προσέγγιση του Λουκιανού. Γιατί το μυθιστόρημά του αφορά τον σύγχρονο αναγνώστη; [ΤΒJ]

 Το έκτο μυθιστόρημα του Αντώνη Νικολή είναι η ελεύθερη μυθοπλαστική εξιστόρηση του βίου και της πολιτείας του κυνικού φιλοσόφου Περεγρίνου Πρωτέα, ο οποίος αυτοπυρπολήθηκε κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 165 μ.Χ., στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα και στωικού φιλοσόφου Μάρκου Αυρηλίου (161-180 μ.Χ.). Η πράξη του αυτή τού εξασφάλισε τη μετά θάνατον λατρεία του και μια εις τους αιώνας φήμη, η οποία οφείλεται στον σατιρικό λίβελο με τίτλο Περὶ τῆς Περεγρίνου Τελευτῆς που έγραψε εναντίον του γύρω στα 180 μ.Χ. ο πολυδιαβασμένος αρχαίος συγγραφέας Λουκιανός από τα Σαμόσατα της Συρίας (125-180 μ.Χ.). Με παρόμοιο τρόπο, ο Λουκιανός θα καταπιαστεί με την ιστορία και ενός άλλου αμφιλεγόμενου θείου ἀνδρὸς και ιδρυτή μυστηριακής λατρείας στο έργο του Ἀλέξανδρος ή Ψευδόμαντις, ενώ ο πιο διάσημος και με τη μεγαλύτερη επίδραση θείος σοφός υπήρξε ο νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος και μύστης Απολλώνιος ο Τυανέας (περ. 15-100 μ.Χ.). Ο τελευταίος έζησε στα ίδια περίπου χρόνια με τον Ιησού και προβλήθηκε αργότερα ως αντίπαλος του Χριστού από τους εθνικούς, ενώ η φήμη του αναβίωσε στο Βυζάντιο ως κατασκευαστή μαγικών φυλαχτών. Από τους πολλούς αρχαίους βίους για τον Απολλώνιο σώζεται μόνο εκείνος του τρίτου αιώνα από τον σοφιστή Φιλόστρατο από τη Λήμνο (Τὰ ἐς τὸν Τυανέα Ἀπολλώνιον). Σύμφωνα με τον Λουκιανό, ο Αλέξανδρος ὁ Αβωνοτειχίτης (περ. 105-170 μ.Χ.), τον οποίον εκείνος σατίριζε, υπήρξε μαθητής του Απολλώνιου. Η περίπτωση του Περεγρίνου εντάσσεται, λοιπόν, σε μια ευρύτερη κατηγορία θείων και συνάμα αμφιλεγόμενων ανδρών, όπως ο Ιησούς, ο Απολλώνιος και ο Αλέξανδρος, που είναι χαρακτηριστική των θρησκευτικών τάσεων της εποχής.


 

Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ 

Η ματαιοδοξία και η δοξομανία του Περεγρίνου, οι οποίες βρίσκονται στον πυρήνα της σάτιρας του
Λουκιανού, συνθέτουν και την κεντρική ιδέα στην οποία ο Νικολής θα στηρίξει την ανάπτυξη της ψυχογραφίας του ήρωά του. Ο Νικολής επιχειρεί να παραμείνει πιστός στα όσα μεταφέρουν ο Λουκιανός και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς για το ιστορικό πρόσωπο του Περεγρίνου. Ωστόσο, απόψεις σύγχρονων φιλολόγων και ιστορικών, οι οποίοι θεωρούν υπερβολικές και ίσως αβάσιμες κάποιες από τις κατηγορίες του Λουκιανού, ίσως να λειτούργησαν ως πηγή έμπνευσης για να πλάσει ο Νικολής τον δικό του, πιο κοντινό στον κοινό άνθρωπο, Περεγρίνο.
Σύμφωνα με το βιβλίο, η επίσκεψη του διάσημου ρήτορα και σοφιστή Σκοπελιανού στην ελληνική
πόλη του Πάριου της Μυσίας κοντά στον Ελλήσποντο θα γεννήσει την επιθυμία στον μικρό Περεγρίνο να σπουδάσει σοφιστική στη σπουδαία μητρόπολη της Ιωνίας, τη Σμύρνη. Κατά τη διάρκεια της ανατροφής του και με αμείωτο τον πόθο του να βρεθεί δίπλα στους μεγάλους δασκάλους της ελληνικής
Ανατολής, «ο νεαρός Περεγρίνος ανακάλυπτε και αφηνόταν σταδιακά σ’ αυτό που με τον καιρό θα
γινόταν το κέντρο της ύπαρξής του, την επιθυμία της δόξας, την ακόρεστη δίψα για τη δημόσια διάκριση, τη φιλοδοξία». Μια σειρά από τραγικά γεγονότα θα έκαναν το πολυπόθητο ταξίδι να μοιάζει με φυγή δίχως επιστροφή. Θα βρεθεί ωστόσο να σπουδάζει στον κύκλο του περίφημου σοφιστή Πολέμωνα στη Σμύρνη. Η πόλη της Σμύρνης την εποχή εκείνη ήταν ένα σημαντικό πνευματικό κέντρο της ελληνορωμαϊκής Ανατολής με μια ήδη σημαντική χριστιανική κοινότητα. Αν και σεμνός και επιμελής και ήδη σχεδόν άρτιος ρήτορας, θα εκδιωχθεί βιαίως από το δάσκαλό του μένοντας για δεύτερη φορά ανέστιος. Μετά την έξωσή του από τον κύκλο του Πολέμωνα, ο Περεγρίνος θα βρει από τύχη καταφύγιο στους κύκλους των χριστιανών της πόλης. Η μόρφωσή του, η ευγλωττία και η σεμνότητά του θα προξενούσαν το θαυμασμό τους. Εκείνος «θα ξαπόσταινε για μερικά χρόνια:
δεν θα χρειαζόταν να αποδείξει σε κανέναν ποιος ήταν, αν και πόσο δικαιούνταν να ικανοποιήσει την
επιθυμία του να διακριθεί. Δεν το ομολογούσε ούτε στον εαυτό του,αλλά μ’ αυτούς τους ανθρώπους
[…] όχι μόνο συναγελαζόταν, μαζί τους θα ξεχνιόταν σαν το πληγωμένο ζώο που χώθηκε σε λόχμη για να γλείψει, να επουλώσει τις πληγές του». Στις μετέπειτα περιπλανήσεις του, στην Καισάρεια της Ιουδαίας, την Κύζικο της Μυσίας και αλλού, η χριστιανική του ταυτότητα θα του παρείχε τον ευκολότερο τρόπο να βρει ένα κρεβάτι για τον ύπνο του, ένα πιάτο φαγητό και τα ναύλα του για το επόμενο πλοίο.
Με όπλο του τη στιβαρή κατάρτισή του και τη θαυμαστή ικανότητά του να απομνημονεύει στίχους
και εδάφια από έργα αρχαίων φιλοσόφων και ποιητών, άλλοτε ως ρήτορας, άλλοτε ως φιλόσοφος και
άλλοτε ως διδάσκαλος, θα περιπλανηθεί στις πόλεις της Ανατολής, περνώντας σημαντικά διαστήματα της ζωής του στην Καισάρεια της Ιουδαίας, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και στη Ρώμη. Και από τις τρεις αυτές πόλεις θα φύγει κυνηγημένος. Στην Καισάρεια θα βγάλει το ψωμί του ως χριστιανός ιεροδιδάσκαλος και ερμηνευτής των Γραφών. Στον τρίτο χρόνο της παραμονής του στην
Παλαιστίνη θα ξεσπάσει η ιουδαϊκή εξέγερση του Βαρ Κοχβά (132 μ.Χ.) και ο Περεγρίνος υπό το καθεστώς των αιματηρών διώξεων κατά των εβραίων Ιουδαίων θα συλληφθεί από τους Ρωμαίους. Έπειτα από επτά μήνες στη φυλακή λίγο έλειψε να μαρτυρήσει στο όνομα της πίστης του και προς μίμησιν Χριστού. Ο έπαρχος που θα τον ανακρίνει θα του πει: «Χριστιανός λοιπόν… Εσύ,
ένας σοφιστής, και καταδέχτηκες να παρατήσεις τον Όμηρο, τον Πλάτωνα, τον Δημοσθένη, να ανακατευτείς μ’ αυτούς τους ζηλωτές εδώ χάμου – μα είναι ντιπ παρανοϊκοί…».
Ο Περεγρίνος θα του αντιτείνει: «Υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στα λόγια και στις πράξεις των αδελφών πιστών. Αλληλεγγύη, συμπόρευση, αγάπη…».
Φεύγοντας για την Αλεξάνδρεια θα τους εγκαταλείψει οριστικώς επιστρέφοντας στον κόσμο του
Ομήρου. «Οι εν Χριστώ αδελφοί υπήρξαν η δεύτερη και ίσως η μόνη πραγματικά θερμή οικογένειά στη ζωή του». Κοντά τους απολάμβανε τον ειλικρινή θαυμασμό και τη βαθιά τους εκτίμηση. Ωστόσο, «ο αληθινός δικός του κόσμος παρέμενε ο κόσμος του Ομήρου […] ένας κόσμος που μπορεί να είναι
ανταγωνιστικός, ακόμη και παγερός ή άφιλος, και που υπήρξε αποδεδειγμένα ιδιαίτερα σκληρός
απέναντί του και, το πιθανότερο, του επιφύλασσε σχεδόν μόνο αποδοκιμασίες, αλλά και που πόσο
πολύ τον είχε νοσταλγήσει: τις παλαίστρες, τα θέατρα, τις θυσίες και τις γιορτές…» Οι κόσμοι χριστιανών και εθνικών παρέμεναν τότε αλλά και αργότερα διαπερατοί και πλουραλιστικοί με τις διάφορες θρησκευτικές ιδέες να εξελίσσονται, να συμπλέκονται και να ανταγωνίζονται σε συνθήκες σχετικής (ακόμη) ανοχής.
Στην Αλεξάνδρεια, το μεγαλύτερο φιλοσοφικό και θρησκευτικό χωνευτήρι της Ανατολής, θα περνούσε
δέκα ολόκληρα χρόνια, τα καλύτερα χρόνια της ζωής του, ως μέλος μιας αγέλης σκυλοφιλόσοφων, δίπλα στον κυνικό Αγαθόβουλο. Στη Ρώμη, την πρωτεύουσα της αχανούς αυτοκρατορίας, διαβιώντας υπό την προστασία καλλιεργημένων Ρωμαίων αριστοκρατών, θα πέσει πάλι θύμα της ανάγκης του για αυτοπροβολή προκαλώντας την μήνι του έπαρχου της πόλης. Όλο και πιο συχνά θα βυθιζόταν στη θλίψη του ανθρώπου που νιώθει ότι θυσίασε τη ζωή του στο βωμό ενός άπιαστου ονείρου για το οποίο φαινόταν κάθε φορά ανεπαρκής. Με κλονισμένη, για ακόμη μια φορά, αυτοπεποίθηση θα φτάσει στην Αθήνα, στην πόλη για την οποία μάθαινε και την οποία ονειρευόταν από τα παιδικά του χρόνια. Ιστορικές προσωπικότητες που γνώριζαν τον Περεγρίνο, όπως ο διάσημος ρήτορας και βαθύπλουτος Ηρώδης ο Αττικός, ο κυνικός Δημώναξ ή ο Ρωμαίος λόγιος Αύλος Γέλλιος (Aulus Gellius) συμπλέκονται μυθιστορηματικά με τον ήρωα. Λίγο πριν βρεθεί για δεύτερη φορά στα Ολύμπια στα εξήντα έξι του χρόνια, σε μια ακόμη κρίση μεγαλείου, ο ήρωας θα συλλάβει την ιδέα που θα του προσέφερε τελικά ό,τι αποζητούσε σε όλη του τη ζωή: να βρεθεί στο κέντρο της προσοχής όσο
περισσότερων γίνεται και, γιατί όχι, να κερδίσει την αιώνια υστεροφημία. Την τελευταία μέρα των επόμενων Ολυμπίων, με τη σοφία των θνητών και με την ελευθερία των αθανάτων, ο θείος άνδρας Περεγρίνος, ο επονομαζόμενος Πρωτέας και Φοίνικας από τους πιστούς ακολούθους του, θα ριχνόταν στη πυρά, αψηφώντας τον τρόμο του θανάτου.


Η ΠΛΑΝΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Ο Λουκιανός κάνει την εμφάνισή του στην αρχή και στο τέλος του μυθιστορήματος ως αυτόπτης μάρτυρας της αυτοπυρπόλησης του Περεγρίνου στην Ολυμπία, αναπαράγοντας πιστά τα όσα λέει ο
ίδιος στον λίβελό του, με σκοπό και πάλι να περιγελάσει τον Περεγρίνο και τους γελοίους οπαδούς του. Το καλοκαιρινό εκείνο βράδυ του 165 μ.Χ., «μια τεράστια φλόγα τύλιξετον αλλόκοτο και μοναχικό από τη φύτρα του άντρα, αυτόν που κυνήγησε σ’ όλο του τον βίο τις αχνές αδύναμες σκιές στην άκρη του μυαλού του λογαριάζοντάς τες πεισματικά κι επίμονα για το δικό τουξεχωριστό πεπρωμένο».
Ο ήρωας του Νικολή δεν είναι η εγωπαθής καρικατούρα μέσω της οποίας ο Λουκιανός επιχειρούσε
να καυτηριάσει κυρίαρχες αντικοινωνικές και αντιπνευματικές τάσεις της εποχής του (χαρισματικούς
τσαρλατάνους - ιδρυτές λατρειών, ψευδοφιλόσοφους, χριστιανούς ζηλωτές, την προϊούσα πνευματική
κατάπτωση και ελαφρότητα), αλλά ένας ολοκληρωμένος μυθιστορηματικός χαρακτήρας, από τον οποίο
ο αναγνώστης ακολουθώντας τον πλάνητα βίο του (peregrinus = ξένος, ταξιδιώτης) έχει πολλά να κερδίσει. Ο συγγραφέας μιμείται μοτίβα και πρότυπα αρχαίων έργων, όπως για παράδειγμα την παρά-
θεση εμβόλιμων στίχων από έργα κλασικών έργων στην αφήγησή του. Συνδυάζοντας αρχαιογνωστική παιδεία, συστηματικό συγγραφικό μόχθο και πολυετή μελέτη, καθώς και φαντασία, καταφέρνει να
περιγράψει με γλαφυρό τρόπο ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών μιας μακρινής εποχής, πολλές από τις
οποίες οι αρχαίες πηγές συνήθως παραλείπουν. Η αποτύπωση της εποχής είναι πλούσια, γοητευτική
και ιστορικά αξιόπιστη, χωρίς ακαδημαϊσμούς και εξιδανικεύσεις και με την προφανή πρόθεση του συγγραφέα να κατανοήσει την εποχή μέσα στην οποία ενεργούν οι ήρωές του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση των χριστιανών και της κοινής πορείας του ήρωα μαζί τους. Σε αντίθεση με τις σαφώς προκατειλημμένες απόψεις του Λουκιανού, ο Νικολής μεταφέρει στον αναγνώστη μια ρεαλιστική αναπαράσταση της ζωής των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων εντός του ιστορικού τους γίγνεσθαι εξηγώντας μέσω της πλοκής του έργου και κυρίως της συμπεριφοράς του ήρωα τις ποικίλες αντιδράσεις που προξενούσε το ανατρεπτικό τους μήνυμα και η απόκοσμη συμπεριφορά τους στους ανθρώπους της εποχής εκείνης.
Οι περιγραφές για τη ζωή στις πόλεις τις οποίες ο Περεγρίνος επισκέπτεται και που είναι ορισμένες
από τις σπουδαιότερες του ελληνορωμαϊκού κόσμου, μεταφέρουν με ρεαλιστικό τρόπο καταστάσεις
και εικόνες της εποχής. Καρπός του επιτυχημένου συνδυασμού των πλούσιων διαβασμάτων, φιλολογικών και μη, και της μυθοπλαστικής τέχνης του συγγραφέα, ο Περεγρίνος του Νικολή αναπαριστά με σπάνια διεισδυτικότητα, αφηγηματική δεξιοτεχνία και ευαισθησία τη ζωή και το πεπρωμένο μιας συναρπαστικής και ενδεχομένως παρεξηγημένης προσωπικότητας, η οποία
αποκαλύπτεται απροσδόκητα οικεία στους καιρούς μας.