[Μυθιστόρημα, μετάφραση από τα αγγλικά Βασίλης Αμανατίδης, εκδόσεις Καστανιώτη, σειρά εικοστός αιώνας, 2009, σελ. 305.]
Η πλοκή εν συντομία: Ο Χέρμαν Μπρόντερ, Πολωνοεβραίος, ζει στη Νέα Υόρκη μαζί με την Πολωνέζα γυναίκα του, τη Γιάντβιγκα. Ήταν η υπηρέτρια στο πατρικό του, στο Τσίβκεφ, αυτή που μυστικά από όλους τον έκρυβε από τους ναζί στον αχυρώνα του σπιτιού των γονιών της στο χωριό Λιπσκ για τρία ολόκληρα χρόνια.
Ο Χέρμαν ζει γράφοντας λόγους και κείμενα για ένα ραβίνο, και που δημοσιεύονται εν γνώσει του ως πονήματα του ραβίνου. Περνάει επίσης διαστήματα με τη θελκτική Μάσα, με τούτην πραγματικά ερωτευμένος. Η Μάσα με τη μητέρα της τη Σίφρα Πούαχ, δυο γυναίκες κυνηγημένες από τις μνήμες του ολοκαυτώματος, ζουν στο Μπρονξ. Όταν ο Χέρμαν κοιμάται στο σπίτι της Μάσα, η Γιάντβιγκα ξέρει ότι ο άντρας της περιοδεύει ανά τις πολιτείες ως πλασιέ βιβλίων. Και κάπου εκεί καταφθάνει στην Αμερική, διασωθείσα κι αυτή, η Πωλονοεβραία πρώτη γυναίκα του Χέρμαν, η Ταμάρα, για την οποία όλες οι πληροφορίες ήταν ότι είχε σκοτωθεί μαζί με τα δύο τους παιδιά στη διάρκεια των διώξεων…
Ο εξαιρετικός διηγηματογράφος αποδεικνύεται εξίσου ικανός μυθιστοριογράφος. Και αξίζει πραγματικά να μελετήσει κανείς στα πλαίσια του ίδιου δημιουργού και ύφους τις διαφορές των ειδών. Η κύρια: η πυκνότητα. Η αφήγηση «αραιώνει» στο μυθιστόρημα, δίχως να πλατειάζει ή να φλυαρεί. Τώρα έχει όλη την άνεση να συμπεριλάβει τα ζωτικά μικρά, τα ουσιώδη δεύτερα. Φέρ’ ειπείν διεσταλμένες, μικρές σκηνές και στιγμιότυπα της πόλης. Υπόγεια, εστιατόρια, τηλεφωνικοί θάλαμοι, φευγαλέες εικόνες από τους δρόμους. Π.χ. (σελ. 261) «Και πάλι έπρεπε να περιμένει πολλή ώρα για να πάρει το τοπικό τρένο ως τη Δεκάτη όγδοη οδό. Όλοι όσοι περίμεναν εκεί έδειχναν να βρίσκονται σε ανάλογη θέση μ’ εκείνον: άντρες χωρισμένοι από τις οικογένειές τους, πλάνητες, που η κοινωνία ούτε να αφομοιώσει ούτε να απορρίψει μπορούσε, με πρόσωπα που πάνω τους διαγραφόταν η αποτυχία, η τύψη, η ενοχή. Κανείς δεν ήταν καλοξυρισμένος ή καλοντυμένος. Ο Χέρμαν τούς περιεργαζόταν έναν – έναν, μα εκείνοι τον αγνοούσαν, αυτόν και τους ομοίους του. Κατέβηκε στη Δέκατη όγδοη οδό και περπάτησε το τετράγωνο μέχρι το σπίτι της Ταμάρα. Τα κτήρια των γραφείων υψώνονταν αφώτιστα, εγκαταλελειμμένα.»
Κι εδώ όλες οι αρετές του σπουδαίου αφηγητή.
Η δύναμη της ελάχιστης, πλην δραστικής πινελιάς. Π.χ., οι ανατριχιαστικές μικρές λεπτομέρειες από το ολοκαύτωμα και τις διώξεις του εβραϊκού στοιχείου. Όπως στη σελ. 77, η πληροφορία ότι μετά από μια επίσκεψη Γερμανών ναζί στην Πολωνία του μεσοπολέμου, οι Ιουδαίοι φοιτητές παρακολουθούσαν τα πανεπιστημιακά μαθήματα υποχρεωτικά όρθιοι. Ή ένα απόσπασμα (σελ. 87): «Ήταν γραμμένο στη μοίρα μου να κάθομαι εκεί και να βλέπω αυτά τα τέρατα να ξεριζώνουν τη γενειάδα του πατέρα μου μαζί μ’ ένα κομμάτι από το μάγουλό του.»
Τα σχήματα που αιφνιδιάζουν: (σελ. 130) «Όπως το μυρμήγκι πάνω στο τραπέζι εκείνο το πρωί, είχε πια αποκοπεί κι αυτός από την κοινότητά του.»
Αλλά και τα ιδιοσυστατικά της ευφυΐας του.
Νους φιλελεύθερος και πνευματώδης: (σελ. 70) «Κρίνοντας από την ταχύτητα των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και από την ορμή με την οποία οι γαλαξίες απομακρύνονται από το κέντρο του σύμπαντος, θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει πως ο Θεός είναι ανυπόμονος.» Και: (σελ. 124-125) «Ο αληθινός Θεός μάς μισεί, αλλά εμείς σκαρώσαμε ένα είδωλο που μας αγαπά και μας επέλεξε για περιούσιο λαό του. Το είπες και μόνος σου: οι εθνικοί φτιάχνουν θεούς από πέτρα κι εμείς από θεωρίες.»
Κι ένα δείγμα καθαρού χιούμορ: (σελ. 177) «Ο Χέρμαν τον κοιτούσε να παίρνει δίσκο και να στήνεται στην ουρά για το ταμείο. Για τη φαρδιά κοψιά του παραήταν κοντός, με υπερβολικά μεγάλα χέρια και πόδια και με φαρδιούς, γεροδεμένους ώμους. Έτσι μεγάλωναν στην Πολωνία: πιο πολύ σε πλάτος, παρά σε ύψος.»
Στο κουκούτσι της ποίησής του αυτός ο συγγραφέας, ένας ανάμεσα στα πολυάριθμα συντρίμμια του εικοστού αιώνα –ή και γενικότερα της ζωής, μοιάζει να λέει-, βρίσκεται η πικρή σκέψη ότι δεν υπάρχει καμιά ηθική βελτίωση ή δικαίωση ∙ καμιά δικαιοσύνη πραγματικά ∙ παντού ένα δίκτυ παραλογισμού. Αυτός είναι ο κόσμος, υπομειδιά, και είναι κάπως καλύτερος, αν παρ’ όλ’ αυτά μάς αρέσει.
Μετάφραση και έκδοση ιδιαίτερα φροντισμένες.
Η πλοκή εν συντομία: Ο Χέρμαν Μπρόντερ, Πολωνοεβραίος, ζει στη Νέα Υόρκη μαζί με την Πολωνέζα γυναίκα του, τη Γιάντβιγκα. Ήταν η υπηρέτρια στο πατρικό του, στο Τσίβκεφ, αυτή που μυστικά από όλους τον έκρυβε από τους ναζί στον αχυρώνα του σπιτιού των γονιών της στο χωριό Λιπσκ για τρία ολόκληρα χρόνια.
Ο Χέρμαν ζει γράφοντας λόγους και κείμενα για ένα ραβίνο, και που δημοσιεύονται εν γνώσει του ως πονήματα του ραβίνου. Περνάει επίσης διαστήματα με τη θελκτική Μάσα, με τούτην πραγματικά ερωτευμένος. Η Μάσα με τη μητέρα της τη Σίφρα Πούαχ, δυο γυναίκες κυνηγημένες από τις μνήμες του ολοκαυτώματος, ζουν στο Μπρονξ. Όταν ο Χέρμαν κοιμάται στο σπίτι της Μάσα, η Γιάντβιγκα ξέρει ότι ο άντρας της περιοδεύει ανά τις πολιτείες ως πλασιέ βιβλίων. Και κάπου εκεί καταφθάνει στην Αμερική, διασωθείσα κι αυτή, η Πωλονοεβραία πρώτη γυναίκα του Χέρμαν, η Ταμάρα, για την οποία όλες οι πληροφορίες ήταν ότι είχε σκοτωθεί μαζί με τα δύο τους παιδιά στη διάρκεια των διώξεων…
Ο εξαιρετικός διηγηματογράφος αποδεικνύεται εξίσου ικανός μυθιστοριογράφος. Και αξίζει πραγματικά να μελετήσει κανείς στα πλαίσια του ίδιου δημιουργού και ύφους τις διαφορές των ειδών. Η κύρια: η πυκνότητα. Η αφήγηση «αραιώνει» στο μυθιστόρημα, δίχως να πλατειάζει ή να φλυαρεί. Τώρα έχει όλη την άνεση να συμπεριλάβει τα ζωτικά μικρά, τα ουσιώδη δεύτερα. Φέρ’ ειπείν διεσταλμένες, μικρές σκηνές και στιγμιότυπα της πόλης. Υπόγεια, εστιατόρια, τηλεφωνικοί θάλαμοι, φευγαλέες εικόνες από τους δρόμους. Π.χ. (σελ. 261) «Και πάλι έπρεπε να περιμένει πολλή ώρα για να πάρει το τοπικό τρένο ως τη Δεκάτη όγδοη οδό. Όλοι όσοι περίμεναν εκεί έδειχναν να βρίσκονται σε ανάλογη θέση μ’ εκείνον: άντρες χωρισμένοι από τις οικογένειές τους, πλάνητες, που η κοινωνία ούτε να αφομοιώσει ούτε να απορρίψει μπορούσε, με πρόσωπα που πάνω τους διαγραφόταν η αποτυχία, η τύψη, η ενοχή. Κανείς δεν ήταν καλοξυρισμένος ή καλοντυμένος. Ο Χέρμαν τούς περιεργαζόταν έναν – έναν, μα εκείνοι τον αγνοούσαν, αυτόν και τους ομοίους του. Κατέβηκε στη Δέκατη όγδοη οδό και περπάτησε το τετράγωνο μέχρι το σπίτι της Ταμάρα. Τα κτήρια των γραφείων υψώνονταν αφώτιστα, εγκαταλελειμμένα.»
Κι εδώ όλες οι αρετές του σπουδαίου αφηγητή.
Η δύναμη της ελάχιστης, πλην δραστικής πινελιάς. Π.χ., οι ανατριχιαστικές μικρές λεπτομέρειες από το ολοκαύτωμα και τις διώξεις του εβραϊκού στοιχείου. Όπως στη σελ. 77, η πληροφορία ότι μετά από μια επίσκεψη Γερμανών ναζί στην Πολωνία του μεσοπολέμου, οι Ιουδαίοι φοιτητές παρακολουθούσαν τα πανεπιστημιακά μαθήματα υποχρεωτικά όρθιοι. Ή ένα απόσπασμα (σελ. 87): «Ήταν γραμμένο στη μοίρα μου να κάθομαι εκεί και να βλέπω αυτά τα τέρατα να ξεριζώνουν τη γενειάδα του πατέρα μου μαζί μ’ ένα κομμάτι από το μάγουλό του.»
Τα σχήματα που αιφνιδιάζουν: (σελ. 130) «Όπως το μυρμήγκι πάνω στο τραπέζι εκείνο το πρωί, είχε πια αποκοπεί κι αυτός από την κοινότητά του.»
Αλλά και τα ιδιοσυστατικά της ευφυΐας του.
Νους φιλελεύθερος και πνευματώδης: (σελ. 70) «Κρίνοντας από την ταχύτητα των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και από την ορμή με την οποία οι γαλαξίες απομακρύνονται από το κέντρο του σύμπαντος, θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει πως ο Θεός είναι ανυπόμονος.» Και: (σελ. 124-125) «Ο αληθινός Θεός μάς μισεί, αλλά εμείς σκαρώσαμε ένα είδωλο που μας αγαπά και μας επέλεξε για περιούσιο λαό του. Το είπες και μόνος σου: οι εθνικοί φτιάχνουν θεούς από πέτρα κι εμείς από θεωρίες.»
Κι ένα δείγμα καθαρού χιούμορ: (σελ. 177) «Ο Χέρμαν τον κοιτούσε να παίρνει δίσκο και να στήνεται στην ουρά για το ταμείο. Για τη φαρδιά κοψιά του παραήταν κοντός, με υπερβολικά μεγάλα χέρια και πόδια και με φαρδιούς, γεροδεμένους ώμους. Έτσι μεγάλωναν στην Πολωνία: πιο πολύ σε πλάτος, παρά σε ύψος.»
Στο κουκούτσι της ποίησής του αυτός ο συγγραφέας, ένας ανάμεσα στα πολυάριθμα συντρίμμια του εικοστού αιώνα –ή και γενικότερα της ζωής, μοιάζει να λέει-, βρίσκεται η πικρή σκέψη ότι δεν υπάρχει καμιά ηθική βελτίωση ή δικαίωση ∙ καμιά δικαιοσύνη πραγματικά ∙ παντού ένα δίκτυ παραλογισμού. Αυτός είναι ο κόσμος, υπομειδιά, και είναι κάπως καλύτερος, αν παρ’ όλ’ αυτά μάς αρέσει.
Μετάφραση και έκδοση ιδιαίτερα φροντισμένες.