(Ο Αυτομέδοντας και ο Άλκιμος, οι στενότεροι εταίροι του μετά το θάνατο του Πάτροκλου, μαζί τους και ο ίδιος ο Αχιλλέας, ξεφορτώνουν τα λύτρα.)
Άφησαν όμως δυο πανωφόρια κι ένα χιτώνα καλής ύφανσης, για να
σκεπάσει το νεκρό πριν τον δώσει για να τον μεταφέρουν σπίτι του. Φώναξε έπειτα τις
δούλες να τον λούσουν και να τον αλείψουν σ’ όλο το κορμί, αφού τον σήκωσε και τον
μετέφερε μακριά, μην τύχει και δει ο Πρίαμος το γιο του, μήπως βλέποντάς τον η
πικραμένη του καρδιά δε συγκρατούσε την οργή της, αλλά κι ο Αχιλλέας ερεθισμένος τον σκοτώσει, και τότε παραβεί τις εντολές του Δία. Κι
όταν, λοιπόν, οι δούλες έλουσαν κι άλειψαν με λάδι το κορμί του Έκτορα και το
περιέβαλαν με το χιτώνα και το όμορφο πανωφόρι, ο ίδιος ο Αχιλλέας το πήρε
στα χέρια και το πλάγιασε στη νεκρική κλίνη, κι από κοινού οι σύντροφοι σήκωσαν
το νεκρικό φορείο και το μετέφεραν στην άμαξα την όμορφα καμωμένη. Κι έπειτα έμπηξε
τα κλάματα και φώναξε με τ’ όνομά του τον αγαπημένο σύντροφο: «Μη μου θυμώσεις,
Πάτροκλε, αν ακούσεις στον Άδη που βρίσκεσαι ότι απολύτρωσα τον θεϊκό Έκτορα στον
αγαπημένο πατέρα του∙ γιατί δε μου έδωσε κι ευτελή λύτρα. Κι εγώ, πάλι, απ’ αυτά θα χωρίσω στο μερίδιό σου όσα σού αξίζουν.»
(Φωτογραφία του Μεξικανού Manuel Moncayo (1989 - ).)
[Ομήρου Ιλιάδα,
ραψωδία Ω, στίχοι 580 – 595]