
Έτσι είπε και δεν έλειψε κανένας άντρας ούτε γυναίκα από
κείνο το σημείο της πόλης, γιατί τους κατέλαβε όλους ακατάσχετο πένθος, κι
έφταναν κοντά στις πύλες και συνέρρεαν στον Πρίαμο που ’φερνε το νεκρό. Πρώτες
ρίχτηκαν στην άμαξα με τους όμορφους τροχούς και τράβαγαν τα μαλλιά τους η
αγαπημένη γυναίκα του και η σεβαστή μάνα του, πιάνοντας στα χέρια τους το
κεφάλι του∙ κι ολόγυρα παράστεκε με κλάματα το συγκεντρωμένο πλήθος. Και θα
οδύρονταν χύνοντας δάκρυα τη μέρα όλη ως τη δύση του ήλιου, μπροστά στις πύλες,
αν δε μιλούσε στον κόσμο πάνω απ’ την άμαξα ο γέροντας: «Κάντε μου τη χάρη,
ανοίξτε χώρο στα μουλάρια να περάσουμε, κι έπειτα, σαν θα τον μεταφέρω σπίτι, ελάτε κλάψτε τον με την ψυχή σας.»
Αυτά είπε και οι συγκεντρωμένοι άνοιξαν διάδρομο και πισωδρομούσαν
να περάσει η άμαξα. Κι αφού τον έμπασαν στο ονομαστό ανάκτορο κι ύστερα τον
τοποθέτησαν πάνω σε ξυλόγλυπτη νεκρική κλίνη, δίπλα του κάθισαν οι
τραγουδιστές, οι θρηνωδοί, αυτοί που θα κινούσαν τους θρήνους και το λυπητερό
μοιρολόι∙ αυτοί, λοιπόν, μοιρολογούσαν κι από κοντά οι γυναίκες κλαίγανε κι οδύρονταν.
(Φωτογραφία του Μεξικανού Manuel Moncayo (1989 - ).)
[Ομήρου Ιλιάδα,
ραψωδία Ω, στίχοι 692 – 722]