Αλλά μόλις έφτασαν στο διαβατό σημείο του ποταμού με την όμορφη ροή, του Ξάνθου με τις πολλές δίνες, του ποταμού που τον γέννησε ο αθάνατος Δίας, ο Ερμής αναχώρησε για τον ψηλό Όλυμπο, τότε που η Αυγή με το πέπλο στο χρώμα του κρόκου εκτεινόταν πάνω σ’ ολόκληρη τη γη και οι δυο τους οδηγούσαν τα άλογα προς την πόλη με οδυρμούς και στεναγμούς, καθώς τα μουλάρια σέρνανε την άμαξα με το νεκρό. Και δεν τους αναγνώρισε πρωτύτερα κανένας άλλος ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες με τις ωραία ζωσμένες μέσες, παρά μόνο η Κασσάνδρα, η όμοια με την Αφροδίτη, που είχε ανεβεί στην Πέργαμο, την ακρόπολη του Ίλιου∙ εκείνη αντιλήφθηκε τον αγαπημένο πατέρα να στέκεται όρθιος στο αμάξωμα μαζί με τον κήρυκα, τον ντελάλη σ’ όλη στην πόλη, είδε και το νεκρό να κείτεται στο νεκροκρέβατο πάνω στην άμαξα με τα μουλάρια. Κι έβγαλε κραυγή από πόνο και φώναξε δυνατά να την ακούσει όλη η πόλη: «Τρώες και Τρωαδίτισσες, ελάτε να δείτε τον Έκτορα, αν κάποτε όσο ζούσε χαιρόσασταν όποτε επέστρεφε απ’ τη μάχη, γιατί ήτανε πηγή χαράς μεγάλη και για την πόλη και για όλο το λαό.»
Έτσι είπε και δεν έλειψε κανένας άντρας ούτε γυναίκα από
κείνο το σημείο της πόλης, γιατί τους κατέλαβε όλους ακατάσχετο πένθος, κι
έφταναν κοντά στις πύλες και συνέρρεαν στον Πρίαμο που ’φερνε το νεκρό. Πρώτες
ρίχτηκαν στην άμαξα με τους όμορφους τροχούς και τράβαγαν τα μαλλιά τους η
αγαπημένη γυναίκα του και η σεβαστή μάνα του, πιάνοντας στα χέρια τους το
κεφάλι του∙ κι ολόγυρα παράστεκε με κλάματα το συγκεντρωμένο πλήθος. Και θα
οδύρονταν χύνοντας δάκρυα τη μέρα όλη ως τη δύση του ήλιου, μπροστά στις πύλες,
αν δε μιλούσε στον κόσμο πάνω απ’ την άμαξα ο γέροντας: «Κάντε μου τη χάρη,
ανοίξτε χώρο στα μουλάρια να περάσουμε, κι έπειτα, σαν θα τον μεταφέρω σπίτι, ελάτε κλάψτε τον με την ψυχή σας.»
Αυτά είπε και οι συγκεντρωμένοι άνοιξαν διάδρομο και πισωδρομούσαν
να περάσει η άμαξα. Κι αφού τον έμπασαν στο ονομαστό ανάκτορο κι ύστερα τον
τοποθέτησαν πάνω σε ξυλόγλυπτη νεκρική κλίνη, δίπλα του κάθισαν οι
τραγουδιστές, οι θρηνωδοί, αυτοί που θα κινούσαν τους θρήνους και το λυπητερό
μοιρολόι∙ αυτοί, λοιπόν, μοιρολογούσαν κι από κοντά οι γυναίκες κλαίγανε κι οδύρονταν.
(Φωτογραφία του Μεξικανού Manuel Moncayo (1989 - ).)
[Ομήρου Ιλιάδα,
ραψωδία Ω, στίχοι 692 – 722]