Διαλύονταν όσοι παρακολουθούσαν τα αγωνίσματα, και οι στρατιώτες σκορπίζονταν να πάνε ο καθένας στα καράβια τους. Αυτοί φρόντιζαν να χορτάσουν δείπνο και γλυκό ύπνο, ο Αχιλλέας, αντίθετα, έφερνε στη μνήμη τον αγαπημένο σύντροφο, έκλαιγε κι ούτε στον ύπνο που όλα τα δαμάζει παραδινόταν, αλλά στριφογύρναγε από τη μια κι από την άλλη πλευρά, ποθώντας την ανδροσύνη του Πάτροκλου και την καλή ορμή του, κι όσα κατόρθωσε μαζί του κι όσες ταλαιπωρίες υπέφερε περνώντας μέσ’ από πολέμους και δύσκολα κύματα. Αυτά θυμόταν κι έχυνε ποτάμι τα δάκρυα, άλλοτε πλαγιασμένος στο πλευρό, άλλοτε ανάσκελα κι άλλοτε μπρούμυτα∙ και καμιά φορά τιναζόταν όρθιος και με το μυαλό σε σύγχυση περιφερόταν στην παραλία. Τον προλάβαινε και η αυγή ενόσω εκείνη απλωνόταν πάνω από θάλασσα και ακτές. Έζευε τότε κάτω απ’ το άρμα τα γρήγορα άλογά του, έδενε και τον Έκτορα για να τραβιέται πίσω απ’ το αμάξωμα, κι αφού τον έσερνε τρεις φορές γύρω απ’ τον τάφο του πεθαμένου γιου του Μενοίτιου, σταμάταγε πάλι στη σκηνή του, κι εκείνον, όπως τον είχε απλώσει μπρούμυτα μέσα στα χώματα, έτσι και τον παράταγε.
(Φωτογραφία του Μεξικανού Manuel Moncayo (1989 - ).)
[Ομήρου Ιλιάδα,
ραψωδία Ω, στίχοι 1 – 18]