Και σαν φάνηκε η πολύ πρωινή αχνορόδινη αυγή, σηκώθηκε από το κρεβάτι ο αγαπημένος γιος του Οδυσσέα, ντύθηκε, κρέμασε απ’ τον ώμο το κοφτερό ξίφος, στα εύρωστα πόδια έδεσε τα όμορφα πέδιλα, περπάτησε και βγήκε απ’ τον κοιτώνα του, στην όψη ίδιος με θεό. Κι αμέσως διέταξε τους διαλαλητές με την καθαρή και διαπεραστική φωνή, να συγκαλέσουν σε συνέλευση τους μακρυμάλληδες Αχαιούς. Οι διαλαλητές λαλούσαν την προκήρυξη, και το πλήθος συνέρρεε με πολλή σβελτάδα. Κι αφού τους φώναξαν και μαζευτήκαν, περπάτησε και ο Τηλέμαχος ως την αγορά, κρατούσε στην παλάμη το δόρυ με τη χάλκινη λόγχη, όχι μονάχος, αλλά με δυο γρήγορα σκυλιά που τον ακολουθούσαν. Και τον περιέχυνε πατόκορφα χάρη θεϊκή η Αθηνά, και σαν πρόβαλε όλος ο κόσμος τον χάζευε και τον καμάρωνε. Οι γέροντες παραμέριζαν κι εκείνος πέρασε και κάθισε στο θρόνο του πατέρα του.
(Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989), Φτερωτό πνεύμα κουμπώνει το σώβρακό του, 1966.)
[Ομήρου Οδύσσεια,
ραψωδία β, στίχοι 1 – 14]