(Ο Τηλέμαχος συνοδευόμενος από τη θεά Αθηνά -που πήρε τη μορφή του προστάτη του, Μέντορα-, φτάνει στην Πύλο και στο αρχοντικό του Νέστορα, του συμπολεμιστή του Οδυσσέα στην Τροία, να ρωτήσει τι απέγινε ο πατέρας του. Ο Μέντορας – Αθηνά αποκαλύπτεται όταν, καθώς τους αποχαιρετά, μεταμορφώνεται σε αετό και φεύγει πετώντας. Ο γέρο – Νέστορας αποφασίζει να την εξευμενίσει θυσιάζοντας μοσχάρι μονοετές και αδάμαστο. Δίνει εντολές στους γιους του, Εχέφρονα, Στρατίο, Άρητο, Θρασυμήδη, Περσέα και Πεισίστρατο.)
«Γρήγορα, παιδιά μου, εκτελέστε την επιθυμία μου, να
καλοπιάσω την Αθηνά πρώτη απ’ όλους τους θεούς, γιατί μου φανερώθηκε ολοκάθαρα στο
πλούσιο τραπέζι. Εμπρός, ας πεταχτεί ένας στον κάμπο να φέρει το μοσχάρι όσο πιο
σύντομα, -ίσαμε 'δώ να το κεντρίζει ο γελαδάρης του∙ κι ένας άλλος στου γενναιόκαρδου
Τηλέμαχου το καράβι να τρέξει να φέρει όλους τους συντρόφους του, ας αφήσει δύο
μόνους εκεί∙ κι ένας τρίτος να φωνάξει να ’ρθει ο χρυσοχόος Λαέρκης, για να τυλίξει
με φύλλα χρυσού τα κέρατα του μοσχαριού. Οι υπόλοιποι μείνετε μαζί μου
συγκεντρωμένοι, και πείτε μέσα στις δούλες στ’ ονομαστό παλάτι τραπέζι να
ετοιμάσουν και καθίσματα να φέρουν και ξύλα και καθαρό νερό.»
Αυτά είπε κι αμέσως όλοι σπεύσανε. Ήρθε ευθύς το μοσχάρι απ’
τον κάμπο, ήρθαν κι από το καράβι με το καλό σκαρί, το γρήγορο, οι σύντροφοι
του καλόκαρδου Τηλέμαχου, ήρθε κι ο χαλκουργός κουβαλώντας τα σύνεργα της τέχνης του, το σφυρί, το αμόνι και τη σκαλιστή μασιά, χάλκινα όλα και που μ’
αυτά κατεργαζόταν το χρυσάφι∙ ήρθε και η Αθηνά για ν’ αποδεχτεί τη θυσία. Κι ο
αρματηλάτης γέρο – Νέστορας του έδωσε το χρυσάφι, κι ο χαλκουργός με τέχνη τα
κέρατα του μοσχαριού τύλιξε με φύλλα χρυσού, για να χαρεί η θεά σαν δει το
στολισμένο για τη θυσία ζώο. Το οδηγούσαν κρατώντας το από τα κέρατα ο
θεϊκός Εχέφρονας και ο Στρατίος.
Νερό για το τελετουργικό νίψιμο των χεριών έφερε από την αποθήκη ο Άρητος, βαστώντας το σκαλιστό καζάνι στο ένα, στο άλλο χέρι καρπό κριθαριού σε πλεκτό καλάθι. Ήτανε παραδίπλα κι ο άτρομος στον πόλεμο Θρασυμήδης, με τον κοφτερό μπαλτά, έτοιμος να σκοτώσει το μοσχάρι. Κι ο Περσέας με το αμνίο, το ειδικό σταμνί, να μαζέψει το αίμα του σφαχτού. Κι ο αρματηλάτης γέρο – Νέστορας νίφτηκε, πήρε κριθάρι, και πρώτος ανέπεμπε πολλές προσευχές στην Αθηνά και πέταγε τρίχες από το κεφάλι του ζώου στη φωτιά. Κι αφού προσευχήθηκαν κι έχυσαν τα κριθάρια, πλησίασε το ζώο πάραυτα ο γενναίος Θρασυμήδης και το χτύπησε. Ο μπαλτάς έκοψε τα νεύρα του σβέρκου, το ζώο παράλυσε. Έμπηξαν τις φωνές οι κόρες και οι νύφες και η σεβαστή σύζυγος του Νέστορα, η Ευρυδίκη, η πρεσβύτερη από τις θυγατέρες του Κλύμενου. Οι άλλοι ύστερα σήκωσαν απ’ τη γη το ζώο, κι ο Πεισίστρατος, ο πρώτος ανάμεσα στους άντρες, το ’σφαξε. Και σαν στράγγιξε το μαύρο αίμα, και βγήκε απ’ τα κόκαλα η ψυχή, γρήγορα το έγδαραν, αμέσως έκοψαν τα μηριά, όλα με το σωστό τρόπο, τα τύλιξαν δυο φορές με σκέπη, κι από πάνω τους τοποθέτησαν ωμά κομμάτια κρέατα. Και τα ’καιγε ο γέροντας πάνω σε σκίζες, και για σπονδή έχυνε αφρώδη οίνο. Κι οι νέοι κοντά του κρατούσαν τα πεμπώβολα, τις μακριές πιρούνες με τις πέντε σούβλες. Κι αφού κάηκαν τα μηριά και έφαγαν τα σπλάχνα, τεμάχισαν τα υπόλοιπα κρέατα σε μικρά κομμάτια, τα πέρασαν στις σούβλες και τα ’ψηναν κρατώντας τους αιχμηρούς οβελούς στα χέρια.
Νερό για το τελετουργικό νίψιμο των χεριών έφερε από την αποθήκη ο Άρητος, βαστώντας το σκαλιστό καζάνι στο ένα, στο άλλο χέρι καρπό κριθαριού σε πλεκτό καλάθι. Ήτανε παραδίπλα κι ο άτρομος στον πόλεμο Θρασυμήδης, με τον κοφτερό μπαλτά, έτοιμος να σκοτώσει το μοσχάρι. Κι ο Περσέας με το αμνίο, το ειδικό σταμνί, να μαζέψει το αίμα του σφαχτού. Κι ο αρματηλάτης γέρο – Νέστορας νίφτηκε, πήρε κριθάρι, και πρώτος ανέπεμπε πολλές προσευχές στην Αθηνά και πέταγε τρίχες από το κεφάλι του ζώου στη φωτιά. Κι αφού προσευχήθηκαν κι έχυσαν τα κριθάρια, πλησίασε το ζώο πάραυτα ο γενναίος Θρασυμήδης και το χτύπησε. Ο μπαλτάς έκοψε τα νεύρα του σβέρκου, το ζώο παράλυσε. Έμπηξαν τις φωνές οι κόρες και οι νύφες και η σεβαστή σύζυγος του Νέστορα, η Ευρυδίκη, η πρεσβύτερη από τις θυγατέρες του Κλύμενου. Οι άλλοι ύστερα σήκωσαν απ’ τη γη το ζώο, κι ο Πεισίστρατος, ο πρώτος ανάμεσα στους άντρες, το ’σφαξε. Και σαν στράγγιξε το μαύρο αίμα, και βγήκε απ’ τα κόκαλα η ψυχή, γρήγορα το έγδαραν, αμέσως έκοψαν τα μηριά, όλα με το σωστό τρόπο, τα τύλιξαν δυο φορές με σκέπη, κι από πάνω τους τοποθέτησαν ωμά κομμάτια κρέατα. Και τα ’καιγε ο γέροντας πάνω σε σκίζες, και για σπονδή έχυνε αφρώδη οίνο. Κι οι νέοι κοντά του κρατούσαν τα πεμπώβολα, τις μακριές πιρούνες με τις πέντε σούβλες. Κι αφού κάηκαν τα μηριά και έφαγαν τα σπλάχνα, τεμάχισαν τα υπόλοιπα κρέατα σε μικρά κομμάτια, τα πέρασαν στις σούβλες και τα ’ψηναν κρατώντας τους αιχμηρούς οβελούς στα χέρια.
Εντωμεταξύ η όμορφη Πολυκάστη, η μικρότερη κόρη του γέρο – Νέστορα,
έλουζε τον Τηλέμαχο. Κι αφού τον έλουσε και τον άλειψε με λάδι τού φόρεσε ωραίο
χιτώνα και χλαμύδα. Κι εκείνος βγήκε από το λουτρό στο παράστημα όμοιος με τους
αθάνατους, ήρθε και πήρε θέση δίπλα στον πατέρα της, το βασιλιά Νέστορα.
Και κάθισαν να φάνε τα κρέατα που βγάζανε απ' τις σούβλες. Κι από κοντά νεαροί από γενιά αρχοντική τούς σέρβιραν κρασί σε χρυσά ποτήρια.
[Ομήρου Οδύσσεια,
ραψωδία γ, στίχοι 418 – 472]