Μεταρρυθμιστική άμιλλα
Athens Voice, 30/1/2016.
Την περασμένη Τρίτη, μία μέρα μετά τη συμπλήρωση ενός χρόνου από τις εκλογές που έφεραν στην εξουσία τους κυβερνώντες, υπογράφτηκαν τα πρώτα σύμφωνα συμβίωσης από ομόφυλα ζευγάρια. Μαζί με την ιθαγένεια για τα μεταναστόπουλα, αδιαμφισβήτητα οι μόνες ευτυχείς δράσεις μιας απίστευτα κακής κυβέρνησης. Και δεν υπάρχει κανένα παράδοξο, καν οξύμωρο σ’ αυτό. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες πολιτικές της, επρόκειτο για μεταρρυθμίσεις που συμβαδίζουν με τα αιτήματα του καιρού και του κόσμου μας.
Ας ξαναδούμε με κάποια ενάργεια όσα μάς συμβαίνουν. Οι ανερχόμενες οικονομίες, κομμάτι του παλιού δεύτερου και τρίτου κόσμου, αναπτυσσόμενες ραγδαία, συμπιέζουν, περιορίζουν τα περιθώρια άνεσης του μέχρι τώρα αναπτυγμένου. Στις παρυφές αυτού του πρώτου κόσμου, εκεί δηλαδή όπου βρισκόμαστε εμείς, η πίεση εύλογα είναι μεγαλύτερη. Πρέπει να αναθεωρήσουμε βεβαιότητες, απαιτούνται καίριες μεταρρυθμίσεις. Κυρίως δύο πράγματα: να μειώσουμε τα δημόσια έξοδα και, γιατί σημαντικό μέρος τους μεταφέρεται εκεί, επιπλέον να καταστήσουμε βιώσιμο το ασφαλιστικό.
Ε, λοιπόν, σας έχω νέα. Όντας -επιτρέψτε μου- περισσότερο αρμόδιος να αφουγκράζομαι τον κόσμο στις ρούγες, όχι τόσο τους λίγους πλέον φωνακλάδες, όσο τους πολλούς σιωπηλούς, ιδίως στις αδιόρατες εκφράσεις τους, αυτές που προοιωνίζονται τα λεγόμενα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δημοσκοπήσεων, (πέρα από το λόγο ή και κάποτε κόντρα στο λόγο: βλέμματα, μιμόγλωσσα, παύσεις, αποσιωπήσεις, σπασμένες φράσεις που μοιάζουν δίχως ειρμό), η κοινωνία, πιστέψτε με, όσο ποτέ είναι έτοιμη να στοιχηθεί πίσω απ’ αυτόν που θα επιδιώξει τα δύσκολα.
Ανάλογες περίοδοι προϋποθέτουν ένα είδος διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο κομμάτι του πληθυσμού που διαισθάνεται ή αντιλαμβάνεται την ανάγκη να ανασκουμπωθεί και την πολιτική ηγεσία που έχει τη δυνατότητα να φέρει σε πέρας τη θεσμική και άλλη ανασυγκρότηση, κυρίως που έχει το σπάνιο χάρισμα να χειρίζεται τον (ιστορικό) χρόνο με στρατηγικό νου. Είναι τότε που ένα υπολογίσιμο ποσοστό του πληθυσμού συνειδητοποιεί την κρισιμότητα των περιστάσεων, και είναι αυτό το κομμάτι που σπρώχνει στην ανυποληψία τη μικροπολιτική.
Πέρσι τέτοια εποχή ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ελληνική κοινωνία δεν είχαν ακόμα σχεδόν κανένα λόγο για να συναντηθούν. Χρειάστηκε η οδυνηρή εμπειρία της άνοιξης και του καλοκαιριού του 2015 για ν’ αρχίσει να συγκεντρώνει πάνω του την προσοχή από ολοένα και περισσότερους, όχι μόνο για το καλό βιογραφικό του, αλλά γιατί προβλέπει, αναπτύσσει τη στρατηγική του με χαρακτηριστική αυτοκυριαρχία, έχει δικό του στίγμα, δε λαϊκίζει, συχνά το αντίθετο, με αξιοπρόσεκτη σταθερότητα επιμένει και σε μη δημοφιλείς προτάσεις του.
Να το δούμε και αλλιώς: μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας ίσαμε και το περασμένο φθινόπωρο για μια σειρά από λόγους επιδίωκε από κεκτημένη ταχύτητα ό,τι θεωρούσε δεδομένο, την ευμάρειά του των προηγούμενων δεκαετιών. Και εκ τούτου συνέβαλε στην αντίδραση ενάντια στις πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης ίσαμε τότε (που άτολμες, οιονεί ένοχες, άφηναν πολύ χώρο για λαϊκιστική προπαγάνδα), ενίσχυσε το κύμα της οργής και τους επικεφαλής του, τους σημερινούς κυβερνώντες, τους οπωσδήποτε ικανότατους σε ό,τι μετά το 1981 εκτιμούμε ως «πολιτική ευφυΐα», δηλαδή στους μικροπολιτικούς ελιγμούς.
Και έζησε μαζί τους την πλήρη διάψευση. Πολύ χρήσιμοι γι’ αυτό οι κυβερνώντες. Και ο κόσμος που τους ακολούθησε μπορεί να μην ξέρει να το πει, αλλά επειδή δεν είναι λίγο σε μια αναγκαία μυητική διαδικασία να είσαι ο επί της κεφαλής, από την όλη εμπειρία φυλάσσει –και θα έλεγα είναι τίμιο που το κάνει- ένα απόθεμα συμπάθειας για κείνους. Ό,τι καταστροφικό ζήσαμε το καλοκαίρι ήταν η πολιτική και οικονομική διαπαιδαγώγησή μας, δεν αποκλείεται για πολλά χρόνια. Πληρώσαμε μακάρι μόνο με τα cc και μερικά επιπλέον δισεκατομμύρια χρέους.
Λέω, μακάρι, γιατί για την άλλη εθνική πομφόλυγα, του δεύτερου μισού του δέκατου ένατου αιώνα, τη Μεγάλη Ιδέα, τα δίδακτρα παραήτανε τσουχτερά: χιλιάδες νεκροί και εκατομμύρια πρόσφυγες (1922). Για τη δεύτερη αυτή πομφόλυγα, προϊόν – σόφισμα της νεοελληνικής αριστερής ρητορικής, του δεύτερου μισού του εικοστού, το ότι δηλαδή ο πλούτος αποτελεί δικαίωμα (και όχι κατάκτηση), μακάρι να αρκέσει ετούτη μόνο η χρεωκοπία. Από κάτι περήφανες διαπραγματεύσεις και δημοψηφίσματα, εξάλλου, αποκομίσαμε το κάλλιο να κυβερνιόμαστε όχι από «σκληρά καρύδια» κι ευέλικτους στην μικροπολιτική, αλλά από εκείνους που μπορούν να σχεδιάζουν και να βλέπουν μακριά.
Στις 10 τρέχοντος ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσε το αποφασιστικό λάκτισμα στον πάτο. Η αντίστροφη πορεία, η ανοδική, ξεκίνησε. Αργήσαμε και γι’ αυτό θα είναι και κοπιαστική και αργή∙ θα διαρκέσει πολλά χρόνια. Από δω και πέρα τον τόνο θα τον δίνει αυτός. Έτσι κι αλλιώς η άμιλλα για το ποιος είναι ο αυθεντικότερος μεταρρυθμιστής στα λόγια ήδη ξεκίνησε. Με τη διαφορά πως οι κυβερνώντες δεν υπάρχει «ούτε μία στο εκατομμύριο» -κατά τη φράση του πρωθυπουργού- να τα καταφέρουν. Χρειάζονται άλλη ιδεολογική προεργασία, άλλη αντίληψη και στάση. Όμως υπάρχουν μεταρρυθμίσεις που μπορεί να τις κάνει μόνο ο Σύριζα: η ολοκλήρωση του σύγχρονου οικογενειακού δικαίου (πολιτικός γάμος ομοφύλων απολύτως ισότιμος) και κυριότατα, και ίσως η σημαντικότερη, ο διαχωρισμός κράτους - εκκλησίας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήδη πρότεινε συμπολίτευση και αντιπολίτευση να συμπράξουν στην επιλογή των προς αναθεώρηση άρθρων του συντάγματος, ώστε στην επόμενη, αναθεωρητική βουλή, να αρκεί κατά την ψήφιση η απλή πλειοψηφία.
Ιδού πεδίο λαμπρό. Δυο νεαροί ηγέτες -να ευχηθούμε πραγματικά φιλόδοξοι και οι δύο- σε μία χώρα και κοινωνία ταλαιπωρημένη. Το πεδίο, ακριβώς λόγω της χρεωκοπίας, είναι πια η πολιτική∙ όχι η μικροπολιτική. Ας θυμηθούν στην κυβέρνηση με πόση χαρά και τιμή ψήφιζαν το σύμφωνο. Είναι ωραίο οι ιδέες και η εποχή σου να συμβαδίζουν. Ας βάλουν μπροστά και τα ένα - δυο άλλα που αυτοί μπορούν. Είναι εκείνα, τα μόνα, στα οποία θα στριμώξουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Σε όλα τα άλλα θα τους στριμώξει αυτός.