(Ο Τηλέμαχος συνοδεία του Πεισίστρατου, του γιου του Νέστορα, φτάνει στη Σπάρτη, στο ανάκτορο του Μενέλαου, μήπως και μάθει απ’ αυτόν κάτι περισσότερο για τον Οδυσσέα. Ο Μενέλαος και η Ελένη τούς δεξιώνονται και, πάνω στην κουβέντα, ο βασιλιάς της Σπάρτης εκθειάζοντας τη σύνεση του Οδυσσέα ανακαλεί μία σκηνή απ’ όταν μαζί με τα πρωτοπαλίκαρα των Αχαιών παρέμεναν κρυμμένοι στην κοιλιά του Δούρειου Ίππου. Πήρε το λόγο απ’ την Ελένη και της απευθύνεται.)
«…Ίσαμε τώρα γνώρισα πολλών ξεχωριστών ανδρών τη σκέψη και
το νου, ταξίδεψα σε πολλά μέρη της γης, όμως ακόμα δεν είδα εγώ τουλάχιστον με τα μάτια μου άλλον
με την καρδιά του καρτερικού Οδυσσέα. Πώς, αλήθεια, το αντιμετώπισε κι εκείνο εκεί,
ο τολμηρός και δυνατός άντρας, τότε μέσα στον κούφιο ίππο όπου καθόμασταν όλοι
οι αρχηγοί των Αργείων με σκοπό να καταφέρουμε στους Τρώες φόνο και θάνατο... Σαν
ήρθες εσύ κατακεί -γιατί μάλλον σε κατεύθυνε κανένας θεός που γύρευε να δώσει στους
Τρώες πολεμική δόξα-, σ’ ακολουθούσε κιόλας εκείνος ο κούκλος ο Δηίφοβος, τρεις
φορές έφερες κύκλο την κούφια κρυψώνα και την ψηλαφούσες ολόγυρα και φώναζες με
τ’ όνομά του τον καθένα απ’ τους αρχηγούς των Δαναών, μιμούμενη τις φωνές των
γυναικών τους. Τότε, καθισμένοι στη μέση, σ’ ακούσαμε που φώναζες, εγώ με το γιο
του Τυδέα κι ο διαλεχτός Οδυσσέας. Κι οι δυο μας πεταχτήκαμε με λαχτάρα ή να
βγούμε έξω ή από μέσα να σου απαντήσουμε αμέσως, αλλά ο Οδυσσέας μάς κράταγε πίσω
και μας εμπόδιζε κόντρα στη θέλησή μας. Κι όλοι οι άλλοι γιοι των Αχαιών
κάθονταν σιωπηλοί, μόνο ο Άντικλος ήθελε ν’ αποκριθεί στα λόγια σου. Μα ο
Οδυσσέας του ’φραζε το στόμα με τα δυνατά του χέρια ασταμάτητα -κι έτσι μας έσωσε
όλους τους Αχαιούς- και για τόσο, όσο να σε απομακρύνει από μας η Παλλάδα Αθηνά.»
(Χριστόφορος Κατσαδιώτης (1971-): Δούρειος Ίππος (2013).)
[Ομήρου Οδύσσεια,
ραψωδία δ, στίχοι 267 – 289]