Με τον Κυριάκο και πάλι
Athens Voice, 9/1/2016.
Tο απόγευμα της Πέμπτης 18 Ιουνίου το περασμένο καλοκαίρι, πεζοπορώντας από Κυψέλη προς την πλατεία Συντάγματος για την πρώτη συγκέντρωση του Μένουμε Ευρώπη, δεν ήτανε μόνο οι προειδοποιήσεις των φίλων στο κινητό, «Να ξέρεις, πάντως, θα ’στε τρεις κι ο κούκος» ή «Κοίτα όμως μη στενοχωρηθείς», θυμάμαι που και ο ίδιος παρηγορούμουν πως αν μη τι άλλο ήτανε καλή η βόλτα και πως και μόνη της με αποζημίωνε. Έλεγα, ας προσμετρηθώ, κι ας ήμαστε εκατό νοματαίοι, να μας φωτογραφίζουν απ’ την ταράτσα της Μεγάλης Βρετανίας, να σπάνε πλάκα μαζί μας σ’ εφημερίδες και μέσα δικτύωσης οι συριζαίοι. Από το ύψος της Κοραή στην Πανεπιστημίου, ωστόσο, ήδη αφουγκραζόμουν την κοσμοσυρροή.
Και η πλατεία γέμισε. Και ξαναγέμισε. Κι εμάς δε μας είχανε φέρει ίσαμε κει έξι χρόνων εθνικολαϊκιστικές συνωμοσιολογίες ή δημοκοπίες ούτε χαρισματικοί δημαγωγοί ή οργίλοι μπαχαλάκηδες ούτε παλαιοί συνδικαλιστές ή νέοι ακτιβιστές. Κι όλοι οι προηγούμενοι, πολιτικάντηδες βέβαια, αυτοί κυρίως, ξέρουν να αποτιμούν τη δυναμική ενός κινήματος –και δη αυθόρμητου– που γεμίζει και με άλλου είδους εκδηλώσεις την πλατεία Συντάγματος.
Νομίζω κάτι ως ένα βαθμό συναφές συνέβη και την πρώτη Κυριακή των εσωκομματικών εκλογών στη ΝΔ. Αν δεν υπήρχε μάλιστα η υποχρέωση να εγγραφείς μέλος και να προσυπογράψεις τις αρχές του κόμματος, πολύ περισσότεροι από τους Μένουμε Ευρώπη θα είχαμε κατεβεί στα εκλογικά κέντρα. Όχι μόνο φιλελεύθεροι κεντροδεξιοί αλλά ακόμα και κεντροαριστεροί σε αναρτήσεις τους στα μέσα δικτύωσης το υπαινίσσονταν, ή και κάτι παραπάνω, σχεδόν ομολογούσαν ανοικτά ότι σκόπευαν να ψηφίσουν αυτόν που θα έκανε τη διαφορά, που και μόνο με την εκλογή του θα άλλαζε το πολιτικό σκηνικό. Οι περισσότεροι αναφέρονταν ονομαστικά στον Κυριάκο Μητσοτάκη ή με παραθετικούς προσδιορισμούς: στο φιλελεύθερο κεντροδεξιό υποψήφιο – δηλαδή σε ποιον άλλον.
Από νωρίς το πρωί της Κυριακής 20 Δεκεμβρίου έσκαγαν στους τοίχους του Facebook δηλώσεις όπως «ψήφισα και είχε πάρα πολύ κόσμο», τονιζόταν η μεγαλύτερη από την προσδοκώμενη προσέλευση και σαν μυστικό σύνθημα φράσεις του τύπου «να δεις που θα γίνει η έκπληξη», με κάποιο τρόπο και πάλι αυθόρμητα και ανοργάνωτα το Μένουμε Ευρώπη –κατά την προσωπική μου εκτίμηση ένα υπολογίσιμο ποσοστό του– συντονιζόταν. Στήθηκα σε μια απίστευτη ουρά, Θήρας 31, κοντά μιάμιση ώρα. Τι έκανε τόσο κόσμο να ταλαιπωρηθεί προκειμένου να συμμετάσχει σε μια εσωκομματική εκλογή; Γιατί έμοιαζε με μείζονα εθνική επιλογή το να υποστηριχτεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην παρούσα συγκυρία ή και το να αλλάξει ρότα;
Νομίζω πως η απάντηση, ανάμεσα σε άλλα, βρίσκεται και στο παράδοξο: ένας γόνος παλιάς οικογένειας αλλά και με σεβαστό προσωπικό στίγμα, μία υποψηφιότητα – μάλλον αουτσάιντερ, που εντούτοις μέρα με τη μέρα αποδεικνύει ότι εκφράζει την ειδοποιό διαφορά ως προς το ευρύτερο πολιτικό σύστημα, ότι θα μπορούσε ίσως να διαδραματίσει το ρόλο του καταλύτη. Το πράγμα έχει σοβαρέψει τόσο πολύ, που δε σηκώνει άλλη χρονοτριβή – αναφέρομαι στο διάχυτο αίσθημα, είτε γίνεται συνειδητό, διατυπώνεται με σαφήνεια, είτε όχι. Γιατί, πέρα από το εάν και κατά πόσο είναι φιλελεύθερος ή κεντροδεξιός ή μεταρρυθμιστής, ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται να πείθει ότι είναι αυτός που ακόμα και τις πολύ κρίσιμες ώρες της προσωπικής του σταδιοδρομίας δεν υπαναχωρεί, δεν ακολουθεί μικροπολιτικές τακτικές, αντίθετα υπερασπίζεται και τις μη δημοφιλείς πολιτικές απόψεις ή δράσεις του και μάλιστα με αξιοπρόσεκτη επιμονή. Και ενδεχομένως θα αποδειχτεί ο ικανός να εμπνεύσει στην κοινωνία το είδος της καρτερίας απέναντι στον ιστορικό χρόνο που χαρακτηρίζει τις εποχές ανάκαμψης.
Το καλοκαίρι δίχως το Μένουμε Ευρώπη πολύ δύσκολα θα δικαιολογούνταν η ουσιαστική ακύρωση του δημοψηφίσματος και η επακόλουθη υπογραφή του τρίτου μνημονίου, πράξεις για τις οποίες διόλου δε θα ντρέπονται οι απόγονοι των σημερινών κυβερνώντων. Επίσης, πιστεύω ότι δίχως την έκπληξη της δεύτερης θέσης του Κυριάκου Μητσοτάκη στις εσωκομματικές του Δεκεμβρίου, το Σύμφωνο Συμβίωσης θα ερχόταν περισσότερο κουτσουρεμένο, άλλωστε δεν ήταν μικρό το όφελος για την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία να μιλούν για την αναγκαιότητα του φιλελεύθερου κράτους τόσοι πολλοί «ριζοσπάστες αριστεροί» μέσα στο κοινοβούλιο ούτε την επομένη που, θορυβημένοι ποιος ξέρει από ποιες μυστικές δημοσκοπήσεις ή εκτιμήσεις, αναγκάζονταν οι αδικαιολογήτως απόντες «αστοί φιλελεύθεροι» να μασάνε τα λόγια τους. Η κοινωνία αποδείκνυε γι’ ακόμα μια φορά πως είναι τουλάχιστον κατά τι ωριμότερη από το πολιτικό προσωπικό της – τόσο μεγάλη κουβέντα το γιατί.
Θέλω να πω, οι Μένουμε Ευρώπη συνεχίζουμε να σπρώχνουμε το πολιτικό σύστημα προς το μεταρρυθμιστικό κέντρο. Με τον Κυριάκο Μητσοτάκη πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας και οι κυβερνώντες που δεν έχουν πια κανένα περιθώριο για μικροπολιτικές ίσως τα καταφέρουν κάπως να διασωθούν, στα οικονομικά εννοώ, μαζί τους –όμηροι, αλίμονο– όλοι μας, αλλά και η χώρα, στη διεθνή συγκυρία που δείχνει όλο και πιο ανησυχητική ή αβέβαιη, θα εκπέμψει το μήνυμα ότι πορεύεται με ένα κάποιο σχέδιο για το μέλλον.
Υ.Γ. Αν ήμουν ο κος Τσίπρας (παρεμπιπτόντως, τον πρωθυπουργό που ζήτησε συγγνώμη από τους Έλληνες ομοφυλόφιλους απ’ το βήμα της βουλής οφείλω να τον σέβομαι), αυτές τις εκλογές, τις –ας πούμε– τέταρτες σ’ ένα δωδεκάμηνο, θα ευχόμουν να τις χάσω…