(Ο Δίας μέσω του Ερμή διαμηνύει στην Καλυψώ ν’ αποδεσμεύσει τον Οδυσσέα. Η ερωτευμένη νύμφη, πρώτα συγχυσμένη βρίζει τους (άρρενες) θεούς «σχετλίους και ζηλήμονες» (σκληρούς και ζηλιάρηδες) (Οδ. Ε. 119 – 120), γιατί σκυλιάζουν απ’ το κακό τους όποτε θεά πλαγιάσει με θνητό, ύστερα, κι αφού γι’ ακόμα μια φορά δε θα πείσει τον Οδυσσέα, που οδύρεται στην ακτή νοσταλγώντας πατρίδα και σύζυγο, να μείνει για πάντα μαζί της και μόλο που του υπόσχεται να του χαρίσει την αθανασία, θα απολαύσει μαζί του την τελευταία νύχτα της σχέσης τους. Έχουν αποφάει, όταν σκοτεινιάζει.)
Ο ήλιος έδυσε κι ήρθε το σουρούπωμα. Κι αποσύρθηκαν οι δυο τους
στο μυχό της κοίλης σπηλιάς κι απόλαυσαν τον έρωτά τους αγκαλιασμένοι για πολύ.
Και σαν φάνηκε η πολύ πρωινή αχνορόδινη αυγή, αμέσως ο Οδυσσέας
φόρεσε το χιτώνα και τη χλαίνη του, η ίδια η νύμφη Καλυψώ ένα λευκό στο χρώμα
του ασημιού φόρεμα, ψιλής ύφανσης και πολύ κομψό, έδεσε στη μέση της χρυσή
όμορφη ζώνη και το κεφάλι της ψηλά το κάλυψε με μαντήλι. Και πια έβαζε μπροστά τις
ετοιμασίες για το ταξίδι του γενναιόκαρδου Οδυσσέα.
(Οδυσσέας και Καλυψώ, Max Beckmann (1884-1950), 1943 Hamburger Kunsthalle, Αμβούργο.)
[Ομήρου Οδύσσεια,
ραψωδία ε, στίχοι 225 - 233]