Εν είδει υστερόγραφου στην προηγούμενη συναφή ανάρτηση [7) Με τον παππού Αντώνη].
Τους τελευταίους μήνες ορμώμενος είτε από τη συγκίνηση που μου προξενεί η Κρήτη -άλλωστε Κρήτη βρίσκομαι και τώρα, απ' όπου και το σημείωμα αυτό-, είτε ανατρέχοντας σε παππούδες και προπαππούδες, ανέφερα τουλάχιστον δυο φορές τον… Σφακιανό παππεπίπαππο (τον πάππο-επί-πάππο / τον παππού του παππού), Σπύρο Αντωνίου Γρυπάρη, τον Μαστροσπύρο -από τους άρρενες απογόνους του, άλλοι συνέχισαν ως Σπύρου, άλλοι ως Αντωνίου. Έφτασε στην Κω από τα Σφακιά, το πιθανότερο γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα κι ύστερα από κάποια βεντέτα. Μεγαλοεργολάβος για τα δεδομένα της εποχής, έχτιζε σπίτια – γεφύρια, απόκτησε μεγάλη περιουσία.
Τους τελευταίους μήνες ορμώμενος είτε από τη συγκίνηση που μου προξενεί η Κρήτη -άλλωστε Κρήτη βρίσκομαι και τώρα, απ' όπου και το σημείωμα αυτό-, είτε ανατρέχοντας σε παππούδες και προπαππούδες, ανέφερα τουλάχιστον δυο φορές τον… Σφακιανό παππεπίπαππο (τον πάππο-επί-πάππο / τον παππού του παππού), Σπύρο Αντωνίου Γρυπάρη, τον Μαστροσπύρο -από τους άρρενες απογόνους του, άλλοι συνέχισαν ως Σπύρου, άλλοι ως Αντωνίου. Έφτασε στην Κω από τα Σφακιά, το πιθανότερο γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα κι ύστερα από κάποια βεντέτα. Μεγαλοεργολάβος για τα δεδομένα της εποχής, έχτιζε σπίτια – γεφύρια, απόκτησε μεγάλη περιουσία.
Τη φωτογραφία από το νεκροκρέβατό του και το πορτρέτο του,
μου τα έστειλε ο δισέγγονός του Αχιλλέας Κουτσουράδης (1952 / δικηγόρος Αθηνών στον Άρειο Πάγο, και τακτικός καθηγητής του αστικού
δικαίου στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ.), γιος της Περσεφόνης Κουτσουράδη και
εγγονός της Κατίνας / Κατέ Μουζάκη, κόρης του Μαστροσπύρου και αδελφής της προγιαγιάς
μου Καλλιόπης. Θυμάμαι τη "θεία το Κατέ", όπως την αποκαλούσαμε, να κατηφορίζει από το σπίτι της (το μόνο
σωζόμενο από τον σεισμό του 1933 στη Χώρα, στην περιοχή της Αρχαίας Αγοράς στην πόλη της Κω) προς το γραφείο του άντρα της, Αχιλλέα Μουζάκη,
μια επιβλητική και στιβαρή γυναίκα στην παιδική μου μνήμη. Η ανεψιά της, η
νονά μου η Φροσύνη, την περιέγραφε, και μάλλον σωστά, άνθρωπο με
καλή σχέση με την πραγματικότητα, στο άλλο άκρο ως ψυχοσύνθεση με την αδελφή της,
τη σχεδόν… αλαφροΐσκιωτη προγιαγιά Καλλιόπη, η οποία θεία πρέπει να είχε ιδιαίτερη έγνοια και τα
ανίψια της, και που –κι εδώ παρεισέφρεε το παράπονο της νονάς- είχε
αδυναμία στη γιαγιά (μου) Σεβαστούλα, την αδελφή της νονάς, που προφανώς διαισθανόταν απ' τον χαρακτήρα της και παιδιόθεν ότι θα τα κατάφερνε
καλύτερα (να παντρευτεί, να κάνει παιδιά κ.τ.ό.).
Στη φωτογραφία απ' την πρόθεση του νεκρού, στην άκρη δεξιά εικονίζεται ο γαμπρός του εκλιπόντος και σύζυγος της προγιαγιάς Καλλιόπης, ο προπαππούς Μιχαήλ / Μιχαήλος Γεωργιάδης. Υφασματέμπορος, με κατάστημα στην Πλατεία του Πλατάνου, κοντά στο τζαμί της Λότζας, καταγόταν εν μέρει από τον Γέροντα της Μικράς Ασίας.
Στη φωτογραφία απ' την πρόθεση του νεκρού, στην άκρη δεξιά εικονίζεται ο γαμπρός του εκλιπόντος και σύζυγος της προγιαγιάς Καλλιόπης, ο προπαππούς Μιχαήλ / Μιχαήλος Γεωργιάδης. Υφασματέμπορος, με κατάστημα στην Πλατεία του Πλατάνου, κοντά στο τζαμί της Λότζας, καταγόταν εν μέρει από τον Γέροντα της Μικράς Ασίας.
Στην ερώτησή μου αν μπορεί να χρονολογηθεί η φωτογραφία της κηδείας
-η απάντηση του Αχιλλέα Κουτσουράδη, όπως μου την έστειλε με email: «Στο κεφάλι του έχει τοποθετηθεί φέσι, το πορτρέτο (του που σου επισυνάπτω) έγινε με μοντάζ από την φωτογραφία της κηδείας, με επιμέλεια
της κόρης του Κατίνας-Κατέ Μουζάκη, στη Δεκαετία του 1930 στον Πειραιά, όταν
επισκέπτονταν τον γιο της Πραξιτέλη, μαθητή του αμερικάνικου κολλεγίου. Συνεπώς,
το στοιχείο αυτό (φέσι) αποτελεί terminus ante quem, αφού ξέρουμε ότι το 1912, με
την άφιξη των Ιταλών, ο κόσμος έσκιζε και πετούσε στους δρόμους τα φέσια, που
υποχρεωτικά έφεραν οι άνδρες. Υποθέτω ότι η κηδεία πρέπει να έγινε γύρω στα
1910 ή ορθότερα στην πρώτη 10ετία του 20ου αιώνα.»
Μαστροσπύρος Αντωνίου Γρυπάρης |
Αχιλλέας Κουτσουράδης |
Φέτος επιτέλους έφτασα και στα Σφακιά. Πήρα την απόφαση δηλαδή να δοκιμάσω τον καλό δρόμο, δίχως το άγχος εκείνου του απίστευτου ιλίγγου απ' την άλλη διαδρομή πριν από 21 χρόνια... Τότε, το καλοκαίρι του 1997, οδηγώντας από Φραγκοκάστελο, οδηγός με πείρα ενός μόνο χρόνου και με κοχλία ευπαθή στον ίλιγγο, τα είχα σκουροφέρει, ο δρόμος πολύ στενός, δεν ξέρω αν έκτοτε τον διαπλάτυναν, δεν τον ξαναδοκίμασα εννοείται, με απίστευτα ύψη να χάσκουν, με πλάτος ο δρόμος όχι μιάμιση φορά του Renault Clio που οδηγούσα, να αναρωτιέμαι με τρελή αγωνία τι θα έκανα αν συναντιόμουν με άλλον από το αντίθετο ρεύμα, σωστός εφιάλτης για έναν υψοφοβικό σαν του λόγου μου, κι όταν επιτέλους βρέθηκα κάπου σ' ένα σταυροδρόμι για τη Χώρα Σφακίων, σταθμεύω, τρέχω στο καφενεδάκι εκεί πέρα, ρωτάω έντρομος αν υπάρχει άλλος δρόμος για Χανιά ή Ρέθυμνο, ένας γέρος θαμώνας, αμίλητος γρουσούζης, μου δείχνει απέναντί του ευθεία, τον ρωτάω αν ετούτος ο άλλος είναι καλύτερος απ' αυτόν που μόλις διάνυσα, μου κουνάει στο έτσι κι έτσι την παλάμη, ότι περίπου ο ίδιος. Ήτανε αργά, σούρουπο, δεν το ξανασκέφτηκα, έφυγα, εξαφανίστηκα αμέσως.
Από τα Σφακιά, κι άλλος παππεπίπαππος, απ' την κεφαλιανή ρίζα αυτός, δύο το σύνολο, ισοδυναμούν με έναν προπαππού, υπολόγιζα ότι έλκω καταγωγή κατά τα δύο δέκατα έκτα (2/16, άρα 1/8) από τον τόπο, έλεγα "κρίμα, δεν κατάφερα να φτάσω εκεί από όπου η μία γάμπα μου περίπου" -ή όποιο άλλο μέλος ίσο με το ένα όγδοο του σώματός μου...
Kαι ιδού η φωτογραφική απόδειξη ότι επιτέλους τα κατάφερα... να φτάσω, αλλά και να περάσω το απόγευμά μου χτες Κυριακή 17 Ιουνίου του 2018. Πόσους πολλούς είδα με το μέτωπο και τη γρυπή μύτη του παππού... ιδέα μου, άραγε; Και η διαδρομή, και ο τόπος, όρμος με την άγρια ομορφιά του Λιβυκού, μοναδικός, υποσχέθηκα, δε θα ξανάρθω Κρήτη και να τον αφήσω έξω από τις εξορμήσεις μου.