Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018

Η μεγάλη χύτρα.

Είχα αναφερθεί εδώ στο μπλογκ στο ταξίδι - συγγραφική μου αποστολή στη Ρόδο. Μου ζητήθηκε, αν μπορούσα να γράψω, επ' αμοιβή βεβαίως, ένα διήγημα που να διαδραματίζεται στη Ρόδο και κάπως, έστω και ονομαστικά, να αναφέρεται σ' αυτό το ροδίτικο Electra Palace της γνωστής αλυσίδας των ξενοδοχείων. Το διήγημα θα δημοσιευόταν αυτούσιο, στη γλώσσα του, αλλά και μεταφρασμένο στα αγγλικά στο ELECTRA Magazine. Ενθουσιάστηκα. Με δεδομένο ότι οι εκλεκτοί συνεργάτες ήδη απ' το περσινό GREECE IS KOS, αποδέχονταν τον απαράβατο όρο μου: καμία, οσοδήποτε μικρή, επέμβαση ή επιμέλεια σε κείμενό μου, ήταν μία θαυμάσια ευκαιρία να αποδείξω με την ίδια τη δουλειά μου τα δύο που ισχυρίζομαι μετ' επιτάσεως: α) υπερήφανο παιδί του τουρισμού, β) θιασώτης της ελεύθερης οικονομίας, της μόνης που διαπολιτισμικά προσφέρει ευημερία και ελευθερία σε κοινωνίες και άτομα.
Τύποις, ωστόσο, να προειδοποιήσω, το διήγημα περιέχει... τοποθέτηση προϊόντος...

[Η εικονογράφηση απ' όπου και το σχέδιο στην ανάρτηση εδώ, από τον Βασίλη Γεωργίου, και η μετάφραση (The Great Melting Pot) από τη Mica Provata-Carlone.]


Αντώνης Νικολής
Η μεγάλη χύτρα

«ΓΙΩΡΓΟ, ΠΟΥ ΠΗΓΑΝ οι μικροί;» κοιτάζει τον γιο της απορροφημένο στο κινητό του, δίπλα στις μπιγκόνιες, κι όσο κατευθύνεται προς την αυλόπορτα με στεντόρεια φωνή: «Σταμάτη, Αντώνη!» Παρά τις γέννες και τα περασμένα σαράντα, παρά τις παντόφλες και την ξεβαμμένη ρόμπα, η Πελαγία παραμένει γυναίκα ελκυστική, με βαμμένα όμως ταιριαστά στην επιδερμίδα της μαύρα μαλλιά, μ’ ανοιχτές πλάτες, με λεπτή μέση. Σπρώχνει το θυρόφυλλο, προβάλλει στο ανηφορικό καλντερίμι. Ο μικρότερος παρακολουθεί τον αδελφό του, κι εκείνος την έφηβη αδελφή τους που συζητάει λίγο παραπέρα μ’ έναν ξένο.
«Άννα, ακόμα εδώ είσαι! Άργησες, φύγε αμέσως!»
Ο ξένος στρέφεται προς την Πελαγία με έκδηλη προσήνεια.
«Πελαγία!»
Μεσολαβούν λίγα δευτερόλεπτα.
«Ο… Τζοβάνι; Τζοβάνι!»
«Τι κάνεις, Πελαγία…»
Τρέχουν και οι δυο, το αμήχανο δεξί τους χέρι για τον χαιρετισμό συμπαρασύρεται σε θερμό αγκάλιασμα.
«Είσαι μία χαρά», συλλαβίζει σχεδόν.
«Κι εσύ, Τζοβάνι μου.»
Με σουλούπι νεανικό, παρά το ορισμένο γκριζάρισμα ακόμη ξανθοκόκκινος, λεπτοφυής, με τα χέρια κυρίαρχα στην έκφρασή του, άσπρα στην εντύπωση που αφήνουν.
Ο μεγαλύτερος από τους δύο τον σαρώνει σε αντιπαραβολή με την αδελφή του. Παρατηρεί πόσο μοιάζουν, πυρρόξανθη κι εκείνη.
«Δικά σου;»
«Τέσσερα!» Τα συστήνει, «Η Άννα, τον Μάιο κλείνει τα δεκαπέντε, κι ακολουθούν οι γιοι. Ο μεγαλύτερος στα δέκα, ο μεσαίος επτά, ο μικρός στο νηπιαγωγείο.»
«Δεν έχω πολύ χρόνο, Πελαγία. Είμαι Ρόδο για συνέδριο. Με περιμένουν. Αύριο είμαι πιο ελεύθερος.»
Έχουν περάσει στην αυλή, ο Τζοβάνι συστήνεται στ’ αγόρια, στο καθένα ξεχωριστά, σαν σε κυρίους: «Τζοβάνι Παλερμιτάνο, χαίρομαι για τη γνωριμία.»
Τα παιδιά κατά σειρά ηλικίας τού ανταποδίδουν τον επίσημο τόνο των συστάσεων.
«Εγώ είμαι παλαιός φίλος της μαμάς, Σικελός», γελάει, «-Παλερμιτάνο όνομα και πράμα- νεοελληνιστής στο πανεπιστήμιο, στο Παλέρμο.»
«Τζοβάνι, θα σε περιμένουμε αύριο το μεσημέρι. Για φαγητό. Να γνωρίσεις και τον άντρα μου, τον Νίκο.»
«Χαίρομαι που είσαι καλά.»
Η Πελαγία κατανεύει, προσέχει τον μεσαίο που παραξενεμένος δεν ξεκολλάει το βλέμμα του από τον σαρανταεξάχρονο, έπειτα πάλι στον Τζοβάνι: «Δυσκολευτήκαμε λιγάκι. Μέχρι να διοριστεί ο Νίκος στον δήμο –βιολόγος-, εγώ νηπιαγωγός, αλλά, ναι, δόξα τω Θεώ, καλά είμαστε.»
Κι αφού τον ξεβγάλει ως την αυλόπορτα, ακούει τον επτάχρονο, που τους πήρε στο κατόπι, συλλογισμένο, να μονολογεί:
«Αυτός… είναι ολόιδιος η Άννα…»
«Έχουνε τα ίδια χρώματα», το μετριάζει η Πελαγία.

Δεν τον πείθει, κι όταν επιστρέφει σπίτι ο πατέρας του, του ανακοινώνει: «Μπαμπά, ένας φίλος της μαμάς είναι ολόιδιος η Άννα.»
«Τι λέει ετούτος εδώ, ρε Πελαγία;» 
«Πέρασε να δει τι κάνω ένας παλιός φίλος, Σικελός, από το Παλέρμο. Τον προσκάλεσα αύριο για φαγητό», του απαντάει από τον νεροχύτη.
«Πάρα πολύ της μοιάζει!»
«Γιατί είναι κόκκινος με φακίδες και αυτός. Καλά, του κόλλησε, δε λέει άλλη κουβέντα!»
«Η Αννούλα μας μοιάζει στον θείο τον Αργύρη, τον αδελφό του παππού. Εκείνος να δεις τι κόκκινος, τι φακιδιάρης που ήτανε!» και γελάει καλόκαρδα ο εύσωμος ξανθωπός άντρας με τα μικρά ζωηρά μάτια, τα ψαρά γένια, τη μισή φανέλα βγαλμένη έξω από το τζιν.

Οι δύο σύζυγοι ετοίμασαν από κοινού το γεύμα. Στη μία ακριβώς προσήλθε κι ο μουσαφίρης. Μ’ ένα δωράκι για τον καθένα, και δυο μπουκάλια κρασί.
Οι περίπου συνομήλικοι άντρες σε έναν τρίτο θα έδιναν την εντύπωση φίλων από χρόνια. Παρά κάτι μέρες, άλλωστε, θα ήτανε και γνώριμοι: ο Νίκος και η Πελαγία γνωρίστηκαν τον Σεπτέμβριο του 2002, ο Τζοβάνι συγκαταλεγόταν στην παρέα της τους δύο προηγούμενους μήνες.
«Ωραίο καλοκαίρι. Ήμαστε λιγάκι… τρελοί τότε» και γελάει.
«Η ηλικία, φίλε μου…» επαυξάνει ο Νίκος, ενώ τον σερβίρει ακόμη ένα κομμάτι χορτόπιτας.
«…Τρελοί;» χαμογελάει η Άννα.
Χαμογελάει δίπλα της και ο Τζοβάνι.
Δε γινόταν να μην το σκέφτεται, η ομοιότητά τους τον περισπούσε. Από τις βαθιές κόγχες των ματιών, τα άσπρα ματοτσίνορα, από τα χείλη τους όταν πλαταίνουν στο γέλιο. Ο Νίκος δυσκολευόταν ήδη να παρακολουθήσει τη συζήτηση.
Τ’ αγόρια έτρωγαν αμίλητα. Ο μεσαίος, πάντοτε με διερευνητικό βλέμμα, παρατηρούσε την αδελφή του και τον μουσαφίρη, κάποια στιγμή κιόλας σηκώθηκε σαν να ’ψαχνε κάτι πίσω τους. Επέστρεψε στη θέση του, το έκλωθε, δεν άργησε.
«Έχουνε την ίδια ελιά, κάτω από το αυτί, στον λαιμό!»
Για μερικά λεπτά ακούγονται μόνο μαχαιροπίρουνα, καταπόσεις.
«Πράγματι, μοιάζετε πολύ», παραδέχεται ο Νίκος στον Τζοβάνι.
«Εγώ μοιάζω με τον θείο τον Αργύρη.»
«Ναι, κορίτσι μου», ο Νίκος.
Ο Τζοβάνι μειδιά αμήχανα.
Η Πελαγία καθαρίζει το στοματάκι του μικρού.
«Φεύγω πίσω Παλέρμο μεθαύριο.»
Αποχαιρετίστηκαν εγκάρδια. Τι καλά, αν ευκαιρούσε ίσως αργότερα το καλοκαίρι, να ξαναρχόταν Ρόδο... «Εγώ συνήθισα πια να ζω μόνος. Ή δουλεύω, ή κοιμάμαι!» τους εξομολογείται όρθιος και σαν σε υστερόγραφο. 
Το υπόλοιπο Σάββατο κύλησε με παράξενη ησυχία. Η Πελαγία τούς βρίσκει, τον Νίκο και την Άννα, τη μια στιγμή, μπροστά στην τηλεόραση, όμως απομονωμένους, ύστερα, την Άννα να του δείχνει στο κινητό της το προφίλ του Τζοβάνι στο φέις μπουκ, «Ανέβασε φωτογραφία από την πόρτα μας». Ο Νίκος περιεργάζεται το προφίλ ανέκφραστος.
Το βράδυ, το κορίτσι, συγχυσμένο με τις φασαρίες των μικρών, φτάνει έξω απ’ την κάμαρα των γονιών, να ζητήσει τη βοήθειά τους, ακαριαία ακινητοποιείται, κρυφακούει.
«Φταίω εγώ; Σου είπα ποτέ ψέματα; Άσε που ειδικά τον Τζοβάνι καλά καλά δεν τον θυμόμουνα…»
«Έλπιζα.»
«Τι;»
«Ότι ήτανε δική μου. Βέβαια, πρώτος ψεύτιζα τον εαυτό μου εγώ. Ξέρεις, ο θείος ο Αργύρης δεν ήτανε και ιδιαίτερα κόκκινος…» Αναστενάζει. «Τώρα πια… φοβάμαι...»
«Τι… φοβάσαι;»
«Την… αγαπάω… πολύ...»
Το κορίτσι ακούει τους πνιχτούς λυγμούς του άντρα που τη μεγάλωσε, τρομοκρατείται, γυρνάει στο δωμάτιο, χώνεται κάτω απ’ τα σκεπάσματά της. Μισοκοιμάται, κι όταν χαράματα επιτέλους αποκοιμιέται, υποφέρει από εφιάλτη που μοιάζει διαρκείας. Ο Νίκος φωνάζει σαστισμένος ότι έχασε το ζωνάρι του, εκείνη ξέρει ποιος τού το πήρε –ο Τζοβάνι-, δεν του αποκαλύπτει ποιος, τρέχει να τον βρει, να του το πάρει, να το επιστρέψει στον Νίκο. Δε θυμάται κάθε στιγμή πίσω από ποιον τρέχει, χάνεται στη μεσαιωνική πόλη, κλείνουν καστρόπορτες μπροστά της, λαχανιάζει κι αγωνιά μην ξεχάσει ποιον ψάχνει.
Αργά το πρωί, σχεδόν μεσημέρι, μυστικά απ’ όλους παίρνει τη συγκοινωνία, φτάνει Ιαλυσό. Ο Τζοβάνι καταλύει στο Ηλέκτρα Πάλας. Στο ψηλοτάβανο σαλόνι αντανακλαστικά σηκώνει το κεφάλι, ανασαίνει. Ο υπάλληλος στην υποδοχή, ο ίδιος συμπτωματικά που υπέδειξε στον κύριο Παλερμιτάνο, γιατί καθυστερημένος δεν πρόλαβε το πρωινό στη μεγάλη αίθουσα, να το αναπληρώσει στην τζελατερία, ζητάει από έναν γκρουμ να την οδηγήσει εκεί. Περνούν από το λάουντζ μπαρ, βγαίνουν στον εκτεταμένο κήπο με τα φοινικοειδή, τα ινδικά φούλια, τη μεγάλη πισίνα με τη νησίδα και τα δύο γεφυράκια. Ο Τζοβάνι σχεδόν πνίγεται σαν τη βλέπει, πετιέται από την άσπρη μεταλλική καρέκλα∙ έτρωγε.
«Άννα!»
Τον καλημερίζει σκυμμένη. Συζητούν με πολλές αμήχανες φράσεις, με φωνή παράτονη που τους προδίδει. Για το δροσερό αεράκι του Μαΐου, τη θάλασσα της Ιαλυσού κάτω απ’ το ξενοδοχείο, τους μαλακούς λόφους του τοπίου. Απέναντί τους ψηλά η Φιλέρημος -έχει νοικιάσει αυτοκίνητο, αν ήθελε να πάνε μία βόλτα. Η Άννα τού αποκρίνεται όλο και πιο αφηρημένη. Στο γκαρσόνι παραγγέλλει ανόρεκτα ένα χυμό, κι ύστερα φέρνει το χείλος του ποτηριού στο στόμα, σαν για να δοκιμάσει μόνο την υφή του γυαλιού. Μα τι άνθρωπος, σκέφτεται. Δεν κατάλαβε τίποτα, δε νιώθει την ανάγκη να της πει κάτι;
«Πολύ ωραίο ξενοδοχείο», το εννοεί, αλλά το λέει πιο πολύ για να τον προσγειώσει κάπου κοντά της.
«Ναι, καταπληκτικό.»
«Υπάρχει πιθανότητα να είστε πατέρας μου», και πια σηκώνει το βλέμμα.
«Τι… λέει η Πελαγία;»
«Δεν τη ρώτησα. Δε με ενδιαφέρει ούτε… τι, ούτε… με πόσους το… έκανε εκείνο τον Αύγουστο.» Δεν κατεβάζει το βλέμμα. «Είμαι σίγουρη. Είσαι ο πατέρας μου» -ο αιφνίδιος ενικός μοιάζει με μομφή.
«Δεν έχω παιδιά. Εννοώ… εγώ… δε μεγάλωσα παιδιά.»
«Δεν ψάχνω πατέρα∙ έχω.»
«Είναι… ένας σπουδαίος άντρας.»
«Είναι.»
Το κορίτσι χαμηλώνει πάλι τα μάτια, πάει να σηκωθεί. Όμως δυσκολεύεται. Σαν να πιάστηκε στην καρέκλα.
«Φεύγω.»
Ο Τζοβάνι στέλνει το βλέμμα περιμετρικά σε λουόμενους ή που κάνουν ηλιοθεραπεία στις ξαπλώστρες γύρω απ’ την πισίνα, σταθμεύει στα γκριζοπράσινα φύλλα ενός ελιόδεντρου. Το κορίτσι κλαίει. Τα μάτια της τρέχουν. Του φαίνεται γεμάτη αγκάθια. Την αγκαλιάζει απαλά -οι λυγμοί στα μπράτσα του για λίγο.
«Είσαι κόρη της Πελαγίας, μπαμπάς σου είναι ο Νίκος. Εγώ θα είμαι μόνο φίλος.»
Σπρώχνει στην τσέπη του παντελονιού της την κάρτα επισκεπτηρίου του.

Το απόγευμα της επομένης κι ενώ ο Τζοβάνι πετάει για Παλέρμο, ο Νίκος, στο δρόμο για το σπίτι του, μεταρσιώνεται, όλα γύρω του εξαϋλώνονται, γίνονται απεικάσματα αισθημάτων. Στην απόχρωση της μελιάς ώχρας κυρίως. Η Πύλη Ντ’ Αμπουάζ, τα πλατάνια, οι επάλξεις, το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, οι ντελικάτοι μιναρέδες, τα κεραμωτά γείσα, τα εκκλησάκια, τα βοτσαλωτά καλντερίμια, ο φίκος στην πλατεία Αρίωνος, το κατηφορικό στενό πίσω απ’ το Γενί Χαμάμ ίσαμε την αυλόπορτά τους. Ο Νίκος περπατάει σαν μέσα στη σκέψη του.
Μπαίνει στο σπίτι, πέφτει ξερός στον καναπέ. Τ’ αγόρια βοηθούν την Πελαγία στο μαγείρεμα. Καθαρίζουν, ψιλοκόβουν λαχανικά για μια χορτόσουπα, εκείνη τα ρίχνει στην αχνιστή μεγάλη χύτρα, τιτιβίζουν σαν τα πουλάκια κάτω απ’ τη μάνα τους. Πράγματι, η μεγάλη χύτρα, οι μυριάδες ανακατεμένες πληροφορίες, η ζωή. Ιδιοκτησία στα γονίδια; Τι γελοία σκέψη. Το σπιτικό του είναι τα τιτιβίσματα των παιδιών –τα ακούει σαν από μεγάφωνο ξαφνικά-, το τραγούδι στα χείλη της γυναίκας του, επίσης. Τρέχουν τα μάτια του. Ούτε καταλαβαίνει πότε η Άννα τυλίγεται γύρω του, κι ύστερα που ξαπλώνει το κεφάλι της στα πόδια του. Την αγκαλιάζει –με περισσότερη αγάπη δε γίνεται.
Τους παίρνει είδηση από την κουζίνα ο μεσαίος, τους πλησιάζει: «Μπαμπά, ο θείος ο Αργύρης δεν είχε και μια μαύρη ελιά πίσω από το αυτί του;»
«Πώς… δεν είχε!»
                
[Άνοιξη 2018]

 Electra Magazine, Issue 22, June 2018