Τότε ο Αίαντας, ο γιος του Τελαμώνα, σκότωσε το γιο του
Ανθεμίωνα, ένα λεβεντόπαιδο πάνω στα καλά του, τον Σιμοείσιο, που τον έκανε η
μάνα του κοντά στις όχθες του ποταμού Σιμόεντα, κατεβαίνοντας από την Ίδη μαζί
με τους γονείς της για να επιβλέψουν τα πρόβατά τους, -για τούτο και τον είπαν
Σιμοείσιο.
Μα δε θα ξεπληρώσει τα τροφεία στους αγαπημένους γονείς, ο καημένος, γιατί ο χρόνος της ζωής του αποδείχτηκε λίγος: σκοτώθηκε από το δόρυ του ψυχωμένου Αίαντα. Προχωρούσε στην πρώτη γραμμή όταν τον χτύπησε στο στήθος, κοντά στη δεξιά ρώγα, και το χάλκινο κοντάρι τον διαπέρασε ίσαμε πίσω στον ώμο, κι εκείνος έπεσε χάμω στις σκόνες σαν τη λεύκα που φυτρώνει σε πλατύ έλος, λεία, και που βγάζει τους βλαστούς της ψηλά στην κορφή της. Κάποιος αμαξοποιός την έκοψε με το αστραφτερό σιδερένιο τσεκούρι, για να τη λυγίσει, να φτιάξει το γύρο τροχού σε ωραιότατο αμάξι, κι εκείνη κείτεται πεσμένη στην όχθη του ποταμού. Το σωριασμένο απ’ την ίδια τύχη γιο του Ανθεμίωνα, τον Σιμοείσιο, τον γύμνωνε από τα όπλα του ο Αίαντας, ο καταγόμενος από τον Δία.
Μα δε θα ξεπληρώσει τα τροφεία στους αγαπημένους γονείς, ο καημένος, γιατί ο χρόνος της ζωής του αποδείχτηκε λίγος: σκοτώθηκε από το δόρυ του ψυχωμένου Αίαντα. Προχωρούσε στην πρώτη γραμμή όταν τον χτύπησε στο στήθος, κοντά στη δεξιά ρώγα, και το χάλκινο κοντάρι τον διαπέρασε ίσαμε πίσω στον ώμο, κι εκείνος έπεσε χάμω στις σκόνες σαν τη λεύκα που φυτρώνει σε πλατύ έλος, λεία, και που βγάζει τους βλαστούς της ψηλά στην κορφή της. Κάποιος αμαξοποιός την έκοψε με το αστραφτερό σιδερένιο τσεκούρι, για να τη λυγίσει, να φτιάξει το γύρο τροχού σε ωραιότατο αμάξι, κι εκείνη κείτεται πεσμένη στην όχθη του ποταμού. Το σωριασμένο απ’ την ίδια τύχη γιο του Ανθεμίωνα, τον Σιμοείσιο, τον γύμνωνε από τα όπλα του ο Αίαντας, ο καταγόμενος από τον Δία.
[Ομήρου Ιλιάδα,
ραψωδία Δ, στίχοι 473 – 489]