Ο βροντόφωνος Μενέλαος τότε συνέλαβε ζωντανό τον Άδρηστο∙ κι αυτό γιατί τα άλογα του δεύτερου τρέχοντας φοβισμένα στην πεδιάδα σκοντάψανε στον κλώνο ενός αρμυρικιού, μ’ αποτέλεσμα να σπάσει το άκρο του τιμονιού στο καμπύλο άρμα, εκείνα να το σκάσουν προς την πόλη μαζί με τ’ άλλα τρομαγμένα ζώα, αυτός όμως να κυλιστεί έξω από το αμάξι, να πέσει πλάι στον τροχό, μπρούμυτα και με το στόμα στο χώμα. Δίπλα του στάθηκε ο Μενέλαος, ο γιος του Ατρέα, κρατώντας το πελώριο δόρυ του. Ο Άδρηστος αμέσως του ’πιασε τα γόνατα, τον θερμοπαρακάλεσε: «Κράτησέ με ζωντανό, γιε του Ατρέα, και δέξου τα λύτρα που αξίζω. Έχει θησαυρούς πολλούς ο πατέρας μου, είναι πλούσιος, έχει χαλκό και χρυσάφι και καλά κατεργασμένο σίδηρο, κι απ’ αυτά θα σου χαρίσει όσα λύτρα θες, και μόνο να μάθει πως βρίσκομαι αιχμάλωτος στα καράβια των Αχαιών.»
(Η υπογράμμιση δική μου. / Η εποχή του σιδήρου στην Ελλάδα
διαρκεί από τον 11ο ως τον 8ο αιώνα π. Χ..)
[Ομήρου Ιλιάδα,
ραψωδία Ζ, στίχοι 37 – 50]