Σηκώθηκε τότε κρατώντας το σκήπτρο στο χέρι ο Οδυσσέας, ο
πορθητής των κάστρων. Πλάι του η Αθηνά με τα λαμπερά μάτια που πήρε τη μορφή κήρυκα πρόσταζε
το στρατό να σιωπήσει, για ν’ ακούσουν και να σκεφτούν τα λόγια του οι πρώτοι μα
και οι τελευταίοι απ’ τους γιους των Αχαιών. Και αυτός, με την πρόθεση να τους ωφελήσει,
πήρε το λόγο και είπε:
«Βασιλιά, γιε του Ατρέα, τώρα δα οι Αχαιοί θέλουν να σε
ντροπιάσουν μπροστά σε όλους τους θνητούς, με το να μην εκπληρώσουν την
υπόσχεση που σου έδωσαν όταν ακόμα ξεκινούσαν για εδώ από το Άργος το φημισμένο για τα άλογά του, ότι θα έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής μόνο αφού κυριευόταν το Ίλιο
με τα γερά τείχη. Τώρα σαν τα μικρά παιδιά ή σαν γυναίκες χήρες οδύρονται ο ένας στον
άλλο, παρακαλώντας να αποπλεύσουμε για τα σπίτια μας.
Αλήθεια, δεν υποφέρεται το να γυρίσουμε πίσω γιατί βαρεθήκαμε. Και ένα μήνα να αποκλειστεί κανείς σε πλοίο με πολλά κουπιά, μακριά απ’ τη γυναίκα του, δυσανασχετεί που τον απόκοψαν οι χειμωνιάτικες μπόρες και οι φουρτούνες της θάλασσας. Πόσο μάλλον που εμείς κολλήσαμε εννιά ολόκληρα χρόνια εδωπέρα. Γι’ αυτό και δε συγχύζομαι με τους Αχαιούς που δυσανασχετούν δίπλα στα πλοία με τα στρογγυλά ακρόπλωρα. Όμως είναι ντροπή μετά από τόσο καιρό άπραγος να πλέεις πίσω άδειος. Κουράγιο, φίλοι, λίγη ακόμα υπομονή, εωσότου ξεδιαλύνουμε αν οι μαντείες του Κάλχαντα θα βγουν αληθινές ή όχι. Γιατί μέσα μας το ξέρουμε καλά, είσαστε όλοι μάρτυρες, όσοι δε σας πήρανε μαζί τους οι μοίρες του θανάτου ακόμα.
Αλήθεια, δεν υποφέρεται το να γυρίσουμε πίσω γιατί βαρεθήκαμε. Και ένα μήνα να αποκλειστεί κανείς σε πλοίο με πολλά κουπιά, μακριά απ’ τη γυναίκα του, δυσανασχετεί που τον απόκοψαν οι χειμωνιάτικες μπόρες και οι φουρτούνες της θάλασσας. Πόσο μάλλον που εμείς κολλήσαμε εννιά ολόκληρα χρόνια εδωπέρα. Γι’ αυτό και δε συγχύζομαι με τους Αχαιούς που δυσανασχετούν δίπλα στα πλοία με τα στρογγυλά ακρόπλωρα. Όμως είναι ντροπή μετά από τόσο καιρό άπραγος να πλέεις πίσω άδειος. Κουράγιο, φίλοι, λίγη ακόμα υπομονή, εωσότου ξεδιαλύνουμε αν οι μαντείες του Κάλχαντα θα βγουν αληθινές ή όχι. Γιατί μέσα μας το ξέρουμε καλά, είσαστε όλοι μάρτυρες, όσοι δε σας πήρανε μαζί τους οι μοίρες του θανάτου ακόμα.
Σαν χτες ήτανε που μαζευτήκαν στην Αυλίδα τα καράβια των
Αχαιών, και που επιβουλευόμαστε τον Πρίαμο και τους Τρώες, όταν δίπλα στη
βρύση, στον ιερό βωμό τελούσαμε τις άψογες πλούσιες θυσίες στους αθάνατους, στη σκιά
του ωραίου πλάτανου, στην πηγή απ’ όπου ανάβλυζε γάργαρο νερό. Τότε φάνηκε το
μεγάλο σημάδι: ένα φίδι κοκκινωπό στη ράχη, τρομερό, που ο ίδιος ο Ολύμπιος φανέρωσε, πετάχτηκε κάτω από το βωμό κι όρμησε στον πλάτανο. Υπήρχανε κάτι
σπουργίτια νεοσσοί, πολύ μικρά, στο πιο ψηλό κλαδί, ζαρωμένα κάτω από τα
πλατανόφυλλα, οχτώ, μαζί με τη μάνα που τα γέννησε, το σύνολο εννιά. Το φίδι τα
καταβρόχθισε καθώς τα δύστυχα τσιρίζανε σπαρακτικά, κι η μάνα τους πετούσε από
πάνω τους θρηνώντας τα, τ’ αγαπημένα της. Μ’ έναν ελιγμό την άρπαξε από
τη φτερούγα κι αυτήν, κι αφού την έφαγε μαζί με τα μικρά της, μετατράπηκε κι
αυτό με τη σειρά του σε αδιαμφισβήτητο σημάδι απ’ το θεό –ο οποίος άλλωστε το
είχε εμφανίσει-, απ' το γιο του πονηρού Κρόνου, λοιπόν, το φίδι πέτρωσε, έγινε μαρμάρινο.
Εμείς, όρθιοι, χαζεύαμε αυτό που συνέβαινε, τα φοβερά
σημάδια στις θυσίες μας. Κι αμέσως ο Κάλχας ερμηνεύοντας τη θεϊκή θέληση είπε:
«Τι στέκετε άναυδοι, μακρομάλληδες Αχαιοί; Για χάρη μας ο πάνσοφος Δίας
φανέρωσε το φοβερό σημάδι, το όψιμο, που θ’ αργήσει να εκπληρωθεί, μα που η δόξα του δε θα χαθεί ποτέ. Όπως το φίδι αυτό κατασπάραξε τα οχτώ μικρά σπουργίτια, μαζί με τη μάνα που τα γέννησε, το σύνολο εννιά, έτσι κι εμείς για άλλα τόσα χρόνια
θα πολεμούμε εκειπέρα, όμως το χρόνο το δέκατο θα καταλάβουμε την πόλη με τους πλατιούς
δρόμους.» Εκείνος έτσι μίλησε. Και τώρα όλα επαληθεύονται. Εμπρός, λοιπόν,
Αχαιοί με τις ωραίες περικνημίδες. Μείνετε στη θέση σας όλοι, εωσότου
κυριεύσουμε τη μεγάλη πόλη του Πριάμου.»
Αυτά είπε ο θεϊκός Οδυσσέας και οι Αχαιοί απαντούσαν με
μεγάλες ιαχές κι απ’ τα καράβια γύρω αντήχησε η φοβερή βουή τους για όσο συγκατένευαν
στα λόγια του.
[Ομήρου Ιλιάδα, ραψωδία Β, στίχοι 278 - 335]