Στις Σκαιές πύλες ήτανε καθισμένοι ο Πρίαμος και οι δικοί
του, ο Πάνθοος και ο Θυμοίτης και ο Λάμπος και ο Κλυτίος και ο Ικετίονας, ο ακόλουθος
του Άρη, ο Ουκαλέγοντας επίσης και ο Αντήνορας, κι οι δυο τους σοφοί
δημογέροντες. Λόγω γήρατος δεν πολεμούσαν πια, αλλά ήτανε καλοί αγορητές, μοιάζοντας
με τα τζιτζίκια που καθισμένα σε δέντρο στο δάσος χύνουν το γλυκό τερέτισμά τους.
Οι προεστοί, λοιπόν, των Τρώων, από τον πύργο τους στις πύλες, κι ενώ έβλεπαν την Ελένη να ’ρχεται
προς τη μεριά τους, σιγανά ο ένας στον άλλο χαριτολογούσαν: «Να μη θυμώνουμε
που οι Τρώες και οι Αχαιοί με τις ωραίες περικνημίδες υποφέρουν τόσα γι’ αυτή
τη γυναίκα. Είναι ολόιδια θεά, η αφιλότιμη.»
[Ομήρου Ιλιάδα, ραψωδία Γ, στίχοι 146 – 158]