(Παρομοιώσεις και μεταφορές από το βουκολικό ή το θαλασσινό
περιβάλλον.)
Κι όπως στον πολύβουο γιαλό το ένα κύμα μετά το άλλο
σηκώνεται απ’ το φύσημα του Ζέφυρου, υψώνεται πρώτα στο πέλαγος κι ύστερα σπάζει
πάλι στην ξηρά, με φοβερή βουή κυρτωμένο από ψηλά καθώς σκάει στα βράχια
απλώνοντας τη θαλασσινή άχνη, έτσι ασταμάτητα κινούνταν οι φάλαγγες των Δαναών
στη σειρά η μια μετά την άλλη ορμώντας στη μάχη.
Και καθένας από τους αρχηγούς
διέταζε τους δικούς του. Οι παραπίσω προχωρούσαν βουβοί –τόσος πολύς στρατός
που ακολουθούσε, θα ’λεγες, δίχως φωνή στα στήθη του-, σιωπηλοί, φοβούμενοι τους
αρχηγούς τους, ενώ γύρω τους λάμπανε τα ποικιλμένα όπλα τους που τα φόραγαν
στοιχημένοι σε γραμμές. Οι Τρώες, απ’ την άλλη, σαν τα πρόβατα βοσκού με πολλά κοπάδια
που στέκονται αμέτρητα και τους αρμέγουν το άσπρο γάλα και κείνα βελάζουν
ασταμάτητα όσο ακούνε τις φωνές των μικρών τους, έτσι και οι αλαλαγμοί τους
απλώνονταν από τη μια ίσαμε την άλλη άκρη σ’ όλο το στρατόπεδο, και δεν ήταν ίδιος
παντού ο θόρυβος ούτε μία η ομιλία τους, γιατί ήτανε ανακατεμένοι ως προς τις γλώσσες
τους κι ετερόκλητοι στην προέλευσή τους άντρες. Ετούτους τούς παρακινούσε ο
Άρης, τους άλλους η Αθηνά με τα λαμπερά μάτια, και ο Πανικός και ο Φόβος και η Έριδα με
την ακατάπαυστη μανία, η αδελφή και σύντροφος του φονικού Άρη, η οποία Έριδα
στην αρχή σηκώθηκε αργά, έπειτα όμως με το κεφάλι στον ουρανό βημάτιζε πάνω στη
γη, τριγυρνούσε, πέταγε ανάμεσα στους άντρες άγρια φιλονικία, αύξαινε τα
βογγητά τους. Με το που συναντήθηκαν λοιπόν οι στρατοί, συμπλέκονταν οι ασπίδες,
τα κοντάρια, το μένος των ανδρών με τους χάλκινους θώρακες. Τα σκουτάρια με τον
αφαλό στη μέση χτυπιούνταν μεταξύ τους κι υψωνόταν πολύς ορυμαγδός. Εκεί και η
οιμωγή και η καυχησιά των ανδρών που σκότωναν και που σκοτώνονταν, εκεί και το
αίμα που έρρεε στη γη. Κι όπως, όταν οι χείμαρροι ρέοντας στις πλαγιές ρίχνουν
πολλοί μαζί το βρόχινο νερό από μεγάλους κρουνούς μέσα σε βαθιά χαράδρα, το βαρύ
κρότο τον ακούει από μακριά πάνω στα βουνά ένας βοσκός, έτσι καθώς σμίγαν οι δυο
στρατοί αντιλαλούσαν οι ιαχές κι ο μόχθος των ανδρών.
[Ομήρου Ιλιάδα,
ραψωδία Δ, στίχοι 422 – 456]