Μα μυθιστοριογράφος ο πρώτος ποιητής!
Τα έπη είναι αφηγηματική, διεξοδική σε περιγραφές και εξιστορήσεις, λογοτεχνία, κατά Albin Lesky (Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, σελ. 80) ιδίως η Οδύσσεια: «εκτεταμένη διήγηση και γι’ αυτό τη χαρακτηρίζουμε λαϊκή μυθιστορία (νουβέλα)», και παρότι είναι μάλλον σωστότερο να θεωρούμε τον Όμηρο, εκτός από μεγάλο ανανεωτή του είδους, το πιθανότερο και γνώστη της γραφής, ο οποίος ωστόσο παρά την πλούσια εγγραμματοσύνη του ως δημιουργός, για να στηρίξει την προφορική διάδοση του έργου του, αναγκαστικά τού έδωσε έμμετρη μορφή, στο γνώριμο μέτρο των επών, στο δακτυλικό εξάμετρο.
Η Ιλιάδα απαγγέλλεται κυρίως σε ιδιωτικούς χώρους, η Οδύσσεια, μεταγενέστερη, περισσότερο σε δημόσιους, και για να απομνημονευθούν και να αποδοθούν από τους ραψωδούς έπρεπε να είναι έμμετρες διηγήσεις, έπη. Το μέτρο χρησίμευε στην απομνημόνευση, ο προφορικός χαρακτήρας στην ακρόαση (επαναλήψεις που υπενθυμίζουν την πλοκή, ή επίθετα σταθερά αποδιδόμενα σε πρόσωπα ή πράγματα, π.χ. ωκύπους Αχιλλεύς, χαλκοχίτωνες Αχαιοί, Τροία ευρυάγυια κ.τ.ό., που διευκολύνουν την παρακολούθηση, επίσης οι λογής διασαφηνίσεις κ.λπ.).
Ο κόσμος των επών είναι ίσαμε και την ύστερη αρχαιότητα το πλαίσιο, το υπόβαθρο των αισθηματικών και ευρύτερων πολιτιστικών αναφορών κάθε υποκειμένου. Είναι ό,τι το σινεμά, οι λαϊκές τέχνες, ο τύπος ή σταδιακά το διαδίκτυο σήμερα. Σε αυτό το πλατύ βάθρο των επών, πρόσθεσαν, αργότερα, η λυρική ποίηση το σκίρτημα του ατόμου, το θέατρο, η τέχνη της πόλης, την αγωνία της δικαιοσύνης.
Μου ενίσχυσε την απόφαση φίλος, ικανός αρχαιογνώστης, αν όντως ήθελα κάπως να περπατήσω στον αρχαίο κόσμο, (στην πρόθεσή μου να γράψω ιστορικό μυθιστόρημα), έπρεπε να ξαναδιαβάσω τα έπη, -σαν φοιτητής και μόνο λόγω ηλικίας το είχα κάνει οπωσδήποτε επιπόλαια ή πολύ τεχνικά.
Για να επιστρέψω στο ο πρώτος μυθιστοριογράφος, ναι, τον Όμηρο, και τώρα διαβάζοντάς τον μυθιστοριογράφο τον λογαριάζω, και έτσι τον αναλογιζόμουν πάντοτε. Με εντυπωσίασε επίσης η άποψη του Φλομπέρ (ο καημός της εποποιίας - η ανάγκη του για τις μεγάλες ιστορίες και το μεγάλο πανδαιμόνιο / περισσότερα στην ανάρτηση Γουσταύος Φλομπέρ: το έπος της Σαλαμπώ).
Στην Ελλάδα αγαπούμε τα στερεότυπα και την εξ αυτών… αβίαστη οίηση. Θυμάμαι τη ρήση κριτικού ότι η πεζογραφία διαρκεί το πολύ δύο γενιές, η ποίηση για πάντα. Άραγε, αν εξαιρεθεί ο ούτως ή άλλως εξωελλαδικός Καβάφης, τίνος ποιητή το έργο είναι στερεότερο από του Βιζυηνού ή του Παπαδιαμάντη, -ας μου συγχωρηθεί η ρητορική ερώτηση. Όσο για το ύφος, πράγματι την πεμπτουσία -κατά τον Roman Jacobson- της λογοτεχνίας, γιατί είναι περισσότερο επεξεργασμένο στο ομηρικό εύδοντ’ εν κλισίηι, περί δ’ αμβρόσιος κέχυθ’ ύπνος (κοιμόταν στη σκηνή κι ολόγυρά του ήτανε χυμένος αθάνατος ύπνος) [Ιλιάς, Β, 19] απ' όσο στο παπαδιαμάντειο μ' έθελγε, μ' εκήλει, μ' εκάλει εγγύς της ([από το διήγημα Υπό την βασιλικήν δρυν]: η φιλολογική απορία εδώ γνησία, όχι ρητορική.
Και για να μην παρεξηγηθώ, που ’ναι και τόσο μικρόψυχοι πια οι
καιροί, ως μυθιστοριογράφος πλήρης και υπερήφανος διεκδικώ τα έπη μόνο, όχι τον
τίτλο του ποιητή.