Τετάρτη 28 Αυγούστου 2024

Απέχθεια κι αποστροφή (1).


Στην πόλη της ευτελούς ρητορείας, όπου τα λογοπαίγνια και οι ατάκες φτιάχνουν μεγάλους ποιητές, κι όπου οι δημοσιογράφοι του φανταστικού λογίζονται μεγάλοι πεζογράφοι, είναι εύλογο να ευδοκιμεί αντίστοιχης ποιότητας σινάφι ευρύτερα λογοτεχνικό.

Κι εκεί που από χρόνια έλπιζα κάποιος να νοιαστεί για τη νεοελληνική γλώσσα, άρα πρωτίστως για τη νεοελληνική λογοτεχνία, κάπως να κλείσει τις στρόφιγγες του κρατικού (άρα και αναπόδραστα φαύλου) χρήματος, εξαγγέλλονται και νέες επιτροπές, νέες... δράσεις, ακόμα περισσότεροι παράσιτοι, ακόμη λιγότερη λογοτεχνία…

Τρίτη 13 Αυγούστου 2024

Μαρία Μαυρικάκη: "Αντώνη Νικολή, Περεγρίνος, εκδ. Αρμός".

Η κα Μαυρικάκη, συγγραφέας-λογοτέχνις.

[Η κα Μαυρικάκη, στο προσωπικό της ιστολόγιο (exartatai ΜΑΓΝΗΤΟΣΚΟΠΙΟ ΕΞΑΡΤΗΣΕΩΝ) γράφει εκτεταμένη παρουσίαση-κριτική του Περεγρίνου. Να σημειώσω και εδώ, όταν τα λογοτεχνικά κείμενα, τα έργα μας ευρύτερα, διαθέτουν οικονομία, καθένας απέναντί τους περισσότερο από το να κρίνει, κρίνεται. Κι αυτός που τα κολακεύει, κι αυτός που τα βρίσκει ελλιπή, κι αυτός που σιωπά, κι αυτός που καταγράφει την εμπλοκή του μ’ αυτά. Ο τελευταίος, αν μη τι άλλο, αγαπάει τη λογοτεχνία περισσότερο από τον εαυτό του –το πρώτο και σημαντικότερο λογοτεχνικό διάβημα. Η κα Μαυρικάκη αφιερώνει το κείμενό της στην ξεχωριστή φιλαναγνώστρια Σπυριδούλα (Αποστολού) -ιδιαίτερα γνώριμη στο παρόν ιστολόγιο (1, 2, 3, 4, 5, 6).]

"Μη σας τρομάξουν οι πεντακόσιες σελίδες. Πρόκειται για μυθιστορία  με αξεπέραστες περιγραφές ιστορικών γεγονότων, τόπων και προσωπικοτήτων που διακρίθηκαν κατά τα ρωμαϊκά χρόνια. Ο ήρωας γεννιέται στο Πάριο της Προποντίδας και μεγαλώνει χωρίς μάνα, με πατέρα βίαιο και φαύλο, σε μια διαλυμένη οικογένεια όπου υπηρέτες προσπαθούν με φιλοτιμία να καλύψουν τα γονεϊκά κενά. Όταν ο σοφιστής Σκοπελιανός επισκέπτεται τα μέρη τους, ο Περεγρίνος, παιδί ακόμα, τον ακούει να ρητορεύει και μέσα του σφραγίζεται η επιθυμία να τον μιμηθεί, κάποτε να του μοιάσει. Μόλις σταθεί στα πόδια του, το αποτολμά.

Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

Βρε Νικολή!

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.
Η κα Δοξούλα Παλαμάρα, συγγραφέας-λογοτέχνις.

[Κείμενο κριτικής για τον Περεγρίνο που ανάρτησε στο φμ η κα Δοξούλα Παλαμάρα. Να σημειώσω, όταν τα λογοτεχνικά κείμενα, τα έργα μας ευρύτερα, διαθέτουν οικονομία, καθένας απέναντί τους περισσότερο από το να κρίνει, κρίνεται. Κι αυτός που τα κολακεύει, κι αυτός που τα βρίσκει ελλιπή, κι αυτός που σιωπά, κι αυτός που καταγράφει εν θερμώ την εμπλοκή του μ’ αυτά. Ο τελευταίος, αν μη τι άλλο, αγαπάει τη λογοτεχνία περισσότερο από τον εαυτό του –το πρώτο και σημαντικότερο λογοτεχνικό διάβημα.]

"Ο Περεγρίνος του Αντώνη Νικολή είναι ένας λογοτεχνικός άθλος. Ο Περεγρίνος, ένας κυνικός φιλόσοφος που ζει στην Ελλάδα, την Καισάρεια, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια, Ρώμη, Αθήνα προαναγγείλει ότι θα αυτοπυρποληθεί στο τέλος της Ολυμπιάδας, 165 μ. Χ. Το βιβλίο είναι ένα αμάλγαμα ιστορίας, φιλοσοφίας και ευρυμάθειας όλα συνδεδεμένα με απαράμιλλη λογοτεχνική μαεστρία. Ο Νικολής περιγράφει ιστορικά γεγονότα με ακρίβεια και γλαφυρότητα και αναφέρεται στα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα της εποχής και στην αντιδικία μεταξύ τους αλλά και με τις θρησκείες με ενάργεια και ενίοτε σαρκασμό. Όταν πχ ο κυνικός Διογένης κατηγόρησε τον Πλάτωνα για αλαζονεία, ο Πυθαγόρας του αντιγύρισε “Ο καθένας, Διογένη μου, με την δική του αλαζονεία”. Αναφέρεται στις κοινωνικές και σεξουαλικές συνήθειες και πρακτικές της εποχής με θάρρος που δεν συναντάμε συχνά. Όμως, ο Νικολής δεν καταφεύγει σε συναισθηματικά “ευκολάκια” ούτε σε αβανταδόρικες σεξουαλικές περιγραφές, παρόλο που το βιβλίο γέμει συναισθήματος και αισθησιασμού. Συναίσθημα σαν το γλυκό νερό βαθυπράσινης λίμνης και αισθησιασμό σαν ορμητικό ποτάμι. Ο συγγραφέας έχει μία καθηλωτική ικανότητα διείσδυσης στα μύχια της ανθρώπινης ψυχής. “Στη συνείδηση του Περεγρίνου η έκφραση των συναισθημάτων δεν είχε και πολύ κύρος. Τα θεωρούσε, τα δικά του συναισθήματα, όσο και των άλλων, αβέβαιες σκιές του ψυχικού κόσμου και την εξωτερίκευση τους περίπου ιδιοτελείς τακτικές επιβίωσης” . Καθώς διαβάζεις, σκύβεις στα λαγούμια του εαυτού σου, όπως ενεός περιφέρεσαι στις σκοτεινές υπόγειες πόλεις της Καππαδοκίας.

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2024

Και η υστάτη της ζωής του ολυμπιάδα.

 Περεγρίνος

(...) Τώρα όσο ποτέ, ακόμη κι αν δεν ήταν, όφειλε να συμπεριφέρεται ως ο σοφός, ο βαθύς, αυτός που ανέβηκε στο υψηλότερο βάθρο, που περίοπτος συγκεντρώνει πάνω του την προσοχή και τον σεβασμό των άλλων, όσων περισσότερων άλλων. Ασκεπής, όπως υποχρεωτικά όλοι, με το κεφάλι και τον κορμό στητό, κάποτε και ώρες στο λιοπύρι, στοχαστικός και σιωπηλός, αδιάφορος για ό,τι κι αν συνέβαινε γύρω του σε στάδιο, σε ιππόδρομο, σε παλαίστρα, –μεταξύ τους τον σχολίαζαν ακόμη και οι δικοί του: από πού ν’ αντλούσε τόσες αντοχές, τέτοια ανθεκτικότητα σε θερινό καύσωνα, σε δίψα, σε φασαρίες και φωνές έξαλλων φιλάθλων, ένας παραπάνω λόγος που το αμέσως προηγούμενο διάστημα είχε δώσει κάποια δείγματα λιποψυχίας–, και παρόλο που πολύ δύσκολα αποσπούσε κανείς την προσοχή του φιλοθεάμονος κοινού από τους αθλητές, όμως στα πρανή του στίβου στο στάδιο ή στον ιππόδρομο, ανάμεσα στους χιλιάδες θεατές, φαινόταν κάποτε κάποτε να διαπερνούν σαν ρίγη τα λοξοκοιτάγματα, ή τα αδιάκριτα επίμονα βλέμματα, ή το σούσουρο για την παρουσία του στην κορφή ή στο κέντρο της αλλόκοτης αγέλης των κυνικών (που ο ίδιος φαντασιωνόταν να αντιστοιχούν περίπου στη φράση:

Σάββατο 3 Αυγούστου 2024

Ο Περεγρίνος στην παρθενική ολυμπιάδα του.

Περεγρίνος

(...) Τον Ηρώδη θα τον συναντούσε πότε εδώ-πότε εκεί, λίγο αμεσότερα μερικούς μήνες αργότερα στην Ισθμία, στον ναό του Ποσειδώνα, όπου ο οδηγός της άμαξας με προορισμό την Ολυμπία, έκανε μικρή στάση για ανάπαυλα και για να θαυμάσουν τα κολοσσιαία αγάλματα του Ποσειδώνα και της συζύγου του Αμφιτρίτης στον κυρίως ναό, και το επίσης πελώριο δελφίνι με το παιδί στη ράχη του, τον θαλάσσιο θεό Παλαίμονα, στον ομώνυμο κυκλικό ναό, και τα τρία προσφορές του «μεγάλου ευεργέτη των Ελλήνων, του θαυμάσιου Ηρώδη», όπως κάθε λίγα βήματα τους επαναλάμβανε ο οδηγός. Και πόση έκπληξη για τη σύμπτωση, όταν στον περίβολο του θολωτού ναού με το δελφίνι αίφνης έκανε αισθητή με τη δέουσα ασφαλώς φασαρία η κουστωδία του Ηρώδη. Ήτανε μαζί του, κυριολεκτικά φρουρά του, ανάμεσα σε άλλους, ο πιστός του απελεύθερος ο Αλκιμέδοντας, ώριμος, όμως ακόμη ελκυστικός και παρά την ηλικία του και αρρενωπός άντρας, και παραδίπλα αυτός που δύσκολα μπορούσε να χωρέσει σ’ όποια περιγραφή η ομορφιά του, ο Αγαθίωνας όπως το παρονόμαζαν για να φέρνει γούρι (δηλαδή τι άλλο παρά την… αγαθή, την καλή τύχη, να εξυπηρετεί τέτοια και τόση αρμονία της φύσης), άλλοι τον έλεγαν ο Ηρακλής του Ηρώδη, κάποιος από τους συνεπιβάτες της άμαξας ψιθύρισε, «Να κι ο θεόρατος Σώστρατος», αν ήταν όντως αυτό το πραγματικό όνομά του, –ο Περεγρίνος δεν ανακάλεσε τον συνονόματο πατέρα του–, πανύψηλος πράγματι, με μακριά ανοιχτά καστανά μαλλιά, λεπτά μαύρα και σμιχτά φρύδια, μάτια στο χρώμα του μελιού ευκίνητα και ξύπνια, μύτη γρυπή, χείλη και δόντια να ξυπνούν τον πόθο του φιλιού, γενάκια αραιά εφηβικά, σβέρκο πλατύ και στιβαρό, στέρνο εύρωστο, κορμό και σκέλη γεροδεμένα, έως και τα δάχτυλα κι οι ράχες των ποδιών του σαν σμιλεμένες από ερωτομανή με τα αγόρια γλύπτη. Έκοβε την ανάσα η ομορφιά του αγοριού, κι εντούτοις η παρουσία του Ηρώδη δεν επισκιαζόταν σχεδόν καθόλου. Δέσποζε σαν να ήταν αυτός κι άλλος κανείς η απόλυτη υπερβολή της φύσης! Ο Περεγρίνος θα προτιμούσε να άνοιγε η γη να τον καταπιεί.