Ο Πειρασμός του Αγίου Αντωνίου είναι το έργο που φαίνεται να απασχόλησε τον Φλομπέρ σ’ όλη σχεδόν τη συγγραφική του ζωή, -υπάρχει σε τρεις γραφές, του 1849 (πριν από τη Μαντάμ Μποβαρύ), του 1856 (πριν από τη Σαλαμπώ) και του 1871(ενώ ήδη έγραφε το Μπουβάρ και Πεκυσέ). Παρά το ότι καταχωρίζεται και στο είδος του ιστορικού μυθιστορήματος, το τέμνει -καλύτερα- κατά έναν τρόπο, σίγουρα το ξεπερνάει, κατά τον Michel Foucault είναι κάτι σαν το (όλον) Βιβλίο Flaubert, «Μετά απ’ αυτόν θα μπορεί πια να γεννηθεί το Βιβλίο Mallarmé, κι έπειτα ο Joyce, ο Roussel, ο Kafka, ο Pound, ο Borges. Η βιβλιοθήκη άρπαξε φωτιά (από το επίμετρο της έκδοσης του Ηριδανού, σελ. 161)». Πράγματι, μοιάζει με συγγραφικό πείραμα που αφέθηκε σκοπίμως ανοιχτό, μάλλον περισσότερο κι απ’ το κύκνειο Μπουβάρ και Πεκυσέ. Νομίζω, επίσης, αποτελεί την ανοιχτή ελεύθερη πρόσβαση στο Εργαστήρι Φλομπέρ: όλα τα στοιχεία του ύφους, της μαστορικής του, βρίσκονται συγκεντρωμένα εδώ. Ξαναδιαβάζοντας τώρα και σ’ αυτή την περίοδο της ζωής μου τον Πειρασμό, τον ίδιο τον Φλομπέρ, δηλαδή, να παρακολουθεί τον εαυτό του εκτεθειμένο στους πειρασμούς του μοναχικού αισθητή, συνειδητούς ή ασύνειδους, στις φοβερές προβολές τους στο νου του, στην όπως κι αν την παρακολουθήσει κανείς πάντως ευφάνταστη και μνημειώδη μακρότατη παραίσθηση – ονειρική παρέλαση (πολλές φορές γκροτέσκα ή ακόμα και μπουφόνικη) αιρεσιαρχών, θεοτήτων, δαιμονίων, τεράτων, και που ως προς τον πειραματικό λογοτεχνικό χαρακτήρα της δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από μεταγενέστερους νεωτερισμούς, αναλογιζόμουν ότι ο Φλομπέρ συγγραφέας δε συνέθεσε απλώς έργα – σταθμούς στην πορεία του, αλλά ότι διέτρεξε σ’ όλη της την έκταση τη λογοτεχνία, -θαυμαστή αλλά και πόσο, άραγε, επώδυνη διαδρομή. Στον Πειρασμό ξεκινάς με την εντύπωση ότι διαβάζεις θεατρικό κείμενο, θεατρικό ακόμη και στην εικόνα της σελίδας, έπειτα αντιλαμβάνεσαι πως το πράγμα δε χωράει σε καλούπια, ότι περιέχει φόρμες ευέλικτες, όγκο απίστευτο πραγματολογικού υλικού αλλά και ελεύθερη ονειροπόληση, αφήγηση ρευστή, με πολλή και εσωτερική ένταση, και εντούτοις δίχως ίχνος επιτήδευσης, ότι η ανάγνωση δε σκαλώνει πουθενά.
Σχετικά με την καταχώριση του Πειρασμού στο ιστορικό μυθιστόρημα, να σημειώσω μόνο ένα ελάχιστο
παράδειγμα για τη χρήση των πραγματολογικών στοιχείων (που κατεξοχήν πλεονάζουν
στο είδος), (σελ. 146) –η υπογράμμιση δική μου: «
ΟΙ ΠΥΓΜΑΙΟΙ
Μικροί ανθρωπάκοι μυρμηκιάζουμε πάνω στον κόσμο σαν τις
ψείρες πάνω στην καμπούρα της καμήλας».
[Είναι τα λόγια των Πυγμαίων. Η πληροφορία / πραγματολογικό
στοιχείο (οι ψείρες στην καμπούρα της καμήλας) εμφανίζεται σαν το εύλογο σχήμα
του λόγου στο στόμα των Πυγμαίων, εκείνων δηλαδή στους οποίους είναι οικεία η
εικόνα και μπορεί επομένως να αποτελεί τη βάση στην αντίληψη αναλογικά ομοίων
της. Ένας αστός Ευρωπαίος, αντίθετα, μια τέτοια πληροφορία, καθώς δεν ανήκει
στην καθημερινή εμπειρία του, μπορεί μόνο να την εξάρει με περιγραφή: η
καμπούρα της καμήλας είναι γεμάτη ψείρες! Μ’ άλλα λόγια, η πληροφορία περνάει
από το συγγραφέα στον αφηγητή κι από κείνον μεταβιβάζεται στην οικεία σκέψη /
λόγο των αντίστοιχων ηρώων. Το πώς
είναι βέβαια περίπλοκο και σύνθετο περίπου όσο και το ταλέντο της αφήγησης.]
Και ορισμένα άλλα αποσπάσματα (επιλεγμένα με γνώμονα την
καταχώριση του κειμένου στο ιστορικό μυθιστόρημα):
Σελ. 27-28: «Ένας άσπρος ελέφαντας, σελωμένος με χρυσό
δίχτυ, έρχεται τρεχάτος, ανεμίζοντας ένα μάτσο φτερά στρουθοκαμήλου δεμένα ορθά
στο μέτωπό του.
Στη ράχη του, ανάμεσα σε μαξιλάρια από γαλάζιο μαλλί,
σταυροπόδι, με βλέφαρα μισόκλειστα και κουνώντας το κεφάλι, είναι μια γυναίκα,
τόσο λαμπερά ντυμένη, που λαμποκοπάει ολόγυρά της. Το πλήθος προσκυνάει, ο
ελέφαντας λυγάει τα γόνατα και
Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΣΑΒΒΑ
αφημένη να γλιστρήσει από τη ράχη του, κατεβαίνει πάνω στα
χαλιά και προβαίνει στον Άγιο Αντώνιο.
Η φορεσιά της
χρυσοϋφασμένη και ισόμερα χωρισμένη με φαρμαλάδες όλο μαργαριτάρια, γαγάτες και
ζαφείρια, της σφίγγει το κορμί μέσα σ’ ένα στενό μπούστο, πολυφάνταχτο από τα
χρώματα, που παρασταίνουν τα δώδεκα σύμβολα του Ζωδίου. Έχει πέδιλα υπερύψηλα,
το ένα μαύρο και σπαρμένο με αργυρά άστρα, γύρω σ’ ένα μισοφέγγαρο - και τ’
άλλο άσπρο, κατασκέπαστο από χρυσές πούλιες και μ’ έναν ήλιο στη μέση.
Τα φαρδιά της μανίκια,
γαρνιρισμένα με σμαράγδια και φτερά πουλιών, αφήνουν να φαίνεται γυμνό το μικρό
στρογγυλό της μπράτσο, στολισμένο μ’ ένα βραχιόλι από έβενο, και τα δάχτυλά
της, φορτωμένα δαχτυλίδια τελειώνουν σε νύχια τόσο μυτερά, που οι άκρες τους
μοιάζουν σα βελόνες.»
Σελ. 42: «
Ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Τι θέλουν αυτοί οι άνθρωποι;
Ο ΙΛΑΡΙΩΝ
Ο Κύριος είπε: «θα είχα ακόμα να σας μιλήσω για πολλά
πράματα». Αυτοί τα κατέχουν αυτά τα πράματα.
Και τον σπρώχνει προς
ένα θρόνο χρυσό με πέντε σκαλοπάτια, όπου τριγυρισμένος από ενενήντα πέντε
μαθητάδες, όλους αλειμμένους με λάδι, λιγνούς και κίτρινους, κάθεται ο προφήτης
Μάνης – ωραίος σαν αρχάγγελος, ακίνητος σαν άγαλμα, με μια ρόμπα ινδική, με
ρουμπίνια στα πλεγμένα μαλλιά του, κρατώντας στο αριστερό του χέρι ένα βιβλίο
με ζωγραφιές και κάτω από το δεξί του μία σφαίρα. Οι ζωγραφιές παρασταίνουν τα
όντα που εκοιμόντανε μέσα στο χάος. Ο Αντώνιος σκύβει να δει. Κατόπιν
Ο ΜΑΝΗΣ
Στριφογυρίζει τη
σφαίρα του∙ και ταιριάζοντας τα λόγια του πάνω σε μια λύρα, όθε ξεχύνονται ήχοι
κρυσταλλένιοι:
Η ουράνια γη είναι στην απάνου άκρη, η θνητή γη στην κάτω
άκρη. Αυτή κρατιέται από δύο αγγέλους, το Λαμπροφόρο και τον Ωμοφόρο με τα έξι
πρόσωπα.»
Σελ. 81-82: «
Ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ
Μοιάζουν κούφιοι σαν ίσκιοι.
Ο ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ
Συναντήσαμε στην ακροθαλασσιά τους Κυνοκεφάλους, φορτωμένους
γάλα, που γυρνούσαν από το ταξίδι τους στο νησί της Ταπροβάνης. Τα ζεστά κύματα
σπρώχνανε μπροστά μας ξανθά μαργαριτάρια. Το κεχριμπάρι έτριζε κάτω από τα
βήματά μας. Σκελετοί από φάλαινες ασπρολογούσαν μέσα στις κουφάλες των ακτών. Η
γη στο τέλος στένεψε περισσότερο από ένα σαντάλι κι αφού ρίξαμε προς τον ήλιο
σταλαματιές του Ωκεανού, στρίψαμε δεξιά, για να επιστρέψουμε.
Ξαναγυρίσαμε από τη χώρα των Αρωματών, από τον τόπο των
Γαγγαρίων, από τον κάβο της Κομαρίας, από τα μέρη των Σαχαλιτών, των Αδραμυτών
και των Ομηριτών∙ κατόπι μέσα από τα βουνά των Κασσανιτών, περνώντας την Ερυθρά
θάλασσα και το νησί της Τοπάζου, μπήκαμε στην Αιθιοπία περνώντας από το
βασίλειο των Πυγμαίων.
Ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ
μοναχός του:
Πόσον η γη είναι μεγάλη!
Σελ. 103: «Τότε
παρουσιάζεται
Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΡΤΕΜΙΣ ΤΗΣ
ΕΦΕΣΟΥ
μαύρη, με μάτια σα
σμάλτο, με τους αγκώνες κολλημένους στα πλευρά, με τα μπράτσα προς τα έξω και
τις παλάμες ανοιχτές.
Λιοντάρια κρέμονται
από τους ώμους της∙ καρποί, λουλούδια κι άστρα σμίγουν στα στήθια της∙
χαμηλότερα είναι αραδιασμένα τρεις σειρές βυζιά κι από την κοιλιά ως τα πόδια
είναι μπασμένη μέσα σ’ ένα στενό θηκάρι, όθε ξεβγαίνουν ως τη μέση ταύροι,
λάφια, γρύπες και μέλισσες. Φαίνεται μέσα στο λευκό φέγγος ενός αργυρού δίσκου,
στρογγυλού σαν τ’ ολόγιομο φεγγάρι, πίσω απ’ το κεφάλι της.»
Σελ. 106-107:
Ο ΑΤΥΣ
(απευθυνόμενος στην Κυβέλη…) Θα ’θελα να ντυθώ με μια
ζωγραφισμένη ρόμπα σαν τη δική σου. Λαχταρώ να ’χα τους κόρφους σου, τους
φουσκωμένους από γάλα, το μάκρος των μαλλιών σου, την πλατιά σου κοιλιά, όθε
βγαίνουν τα όντα. Αχ να ’μουνα εσύ! Να ’μουνα γυναίκα! Όχι, ποτέ! Πήγαινε απ’
εδώ! Η αντροσύνη μου μου κάνει φρίκη!
Με μια κοφτερή πέτρα
κόβει τη φύση του, κατόπι αρχίζει να τρέχει μανιασμένος, υψώνοντας στον αέρα το
κομμένο μέλος του.
Οι ιερείς κάμνουν όπως
ο Θεός, οι πιστοί σαν τους ιερείς. Άντρες και γυναίκες αλλάζουν τα ρούχα τους,
αγκαλιάζονται∙ και αυτή η αντάρα των ματωμένων σαρκών απομακρύνεται, κι οι
φωνές γίνονται όλο και πιο στριγγές και σπαραχτικές, σαν κι εκείνες που
ακούγονται στα ξόδια.
Απάνω σ’ ένα μεγάλο
νεκρικό πατάρι στέκει ένα εβένινο κρεβάτι, περιτριγυρισμένο με πανέρια ασημόπλεκτα
που μέσα τους πρασινίζουν μαρούλια, μολόχες και άνηθος. Στα σκαλιά του
παταριού, από πάνω ως κάτω, κάθονται γυναίκες, ολόμαυρα ντυμένες, με τη ζώνη
λυτή, τα πόδια γυμνά και βαστούν με όψη μελαγχολική μεγάλα μπουκέτα λουλούδια.
Καταγής, στις γωνιές
του παταριού, υδρίες αλαβάστρινες γεμάτες μύρα αχνίζουν σιγαλά.
Φαίνεται πάνω στο
κρεβάτι το σώμα ενός πεθαμένου. Αίμα τρέχει από τα μηριά του. Έχει αφημένο το
χέρι του να κρέμεται κι ένας σκύλος, που ουρλιάζει, γλείφει τα νύχια του.
Η πυκνή σειρά των
λαμπάδων εμποδίζει να φαίνεται το πρόσωπό του∙ και τον Αντώνιο τον πιάνει
αγωνία. Φοβάται μην αναγνωρίσει κανένα γνωστό του.»
[Γκυστάβ Φλωμπέρ: Ο Πειρασμός του Αγίου Αντωνίου, μετάφραση
Κώστας Βάρναλης, εκδόσεις Ηριδανός, 1977, σελ. 211 (στα αποσπάσματα ακριβώς το
κείμενο της έκδοσης)]