Η Μαργκερίτ
Γιουρσενάρ (8 Ιουνίου 1903 – 17 Δεκεμβρίου 1987) συγκαταλέγεται στις
σημαντικότερες μορφές των γαλλικών γραμμάτων του 20ού αιώνα. Ήταν η πρώτη
γυναίκα που έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας το 1981. Οι σπουδές της
επικεντρώθηκαν κυρίως στα κλασικά γράμματα. Από το 1942 εγκαταστάθηκε μόνιμα
στις ΗΠΑ, στο νησί Μάουντ Ντέζερτ της πολιτείας του Μέιν. Έζησε μέχρι το τέλος
της ζωής της εκεί, και για περίπου σαράντα χρόνια μαζί με τη σύντροφό της
Γκρέις Φρικ.
Το Αδριανού Απομνημονεύματα (1951) της
χάρισε την παγκόσμια αναγνώριση, τιμήθηκε με το Prix Femina για την Άβυσσο (1968) και με το Grand Prix Litteraire για το
σύνολο του έργου της το 1972.
Η Γιουρσενάρ
υπήρξε μια από τις μεγάλες δέσποινες της ζωής μου, της ζωής μας -να πω-, αν
συμπεριλάβω και τους πιο στενούς συνοδοιπόρους. Διαβάσαμε τον Αδριανό πρώτα, ύστερα την Άβυσσο, αργότερα και τα άλλα βιβλία της.
Τα μετέφραζε και τα εξέδιδε η Ιωάννα Χατζηνικολή, στις ομώνυμες εκδόσεις της.
Το αντίτυπο του Αδριανού το έχασα,
για τούτη την περιδιάβαση το ξαναγόρασα -18η έκδοση, παρακαλώ! Την Άβυσσο τη διάβασα σε παραλία γυμνιστών
στην Ανάφη, το καλοκαίρι του 1981, δεν ήμουν μόνος, (εκκολαπτόμενοι λόγιοι και
οι δύο και πυρετικά ερωτευμένοι, γυμνοί όλη μέρα στον ήλιο και στη θάλασσα, κοιμόμασταν
σε υπνόσακους, ξέσκεποι, δίχως σκηνές, πλενόμασταν στα πηγάδια ανεβάζοντας νερό
με αυτοσχέδιους κουβάδες από μισά πλαστικά μπουκάλια δεμένα με σχοινί).
Σηκώθηκε το κύμα μία στιγμή, η Άβυσσος καταβράχηκε,
έκτοτε κίτρινη και με στάμπες δίνει την εντύπωση του αρχαιότερου συγγράμματος
στη βιβλιοθήκη μου.
Η Γιουρσενάρ στη δεύτερη από τις σημειώσεις της, στο επίμετρο του βιβλίου (Αδριανού Απομνημονεύματα, σελ. 347), –και χαίρομαι, βέβαια, για την ωραία σύμπτωση ή το συνειρμό με τον Φλομπέρ- δίνει η ίδια την αφετηρία του έργου της: «Σε κάποιο πολυδιαβασμένο και άφθονα σχολιασμένο τόμο της αλληλογραφίας του Φλομπέρ, βρήκα και πάλι την αξέχαστη φράση: Όταν δεν υπήρχανε πια οι θεοί και ο Χριστός δεν υπήρχε ακόμη, υπήρξε, ανάμεσα στον Κικέρωνα και στο Μάρκο Αυρήλιο μια μοναδική στιγμή, στην οποία υπήρχε μόνο ο άνθρωπος.»
Η Γιουρσενάρ στη δεύτερη από τις σημειώσεις της, στο επίμετρο του βιβλίου (Αδριανού Απομνημονεύματα, σελ. 347), –και χαίρομαι, βέβαια, για την ωραία σύμπτωση ή το συνειρμό με τον Φλομπέρ- δίνει η ίδια την αφετηρία του έργου της: «Σε κάποιο πολυδιαβασμένο και άφθονα σχολιασμένο τόμο της αλληλογραφίας του Φλομπέρ, βρήκα και πάλι την αξέχαστη φράση: Όταν δεν υπήρχανε πια οι θεοί και ο Χριστός δεν υπήρχε ακόμη, υπήρξε, ανάμεσα στον Κικέρωνα και στο Μάρκο Αυρήλιο μια μοναδική στιγμή, στην οποία υπήρχε μόνο ο άνθρωπος.»
Η συγγραφέας
επιχειρεί τις πρώτες της δοκιμές στον Αδριανό
κατά τη δεκαετία του ’30 και οριστικά, και τον γράφει πυρετωδώς, στα τέλη της
δεκαετίας του ’40. Μπορούμε να κατανοήσουμε πώς η καλλιέργεια ή η ευαισθησία σπρώχνουν αυτή τη γυναίκα, παρά το ρευστό και ανασφαλή μεσοπόλεμο
και τόσο σύντομα ξανά, το δεύτερο, φονικότατο κι αυτόν, παγκόσμιο πόλεμο, να
καταφύγει στον κόσμο του αυτοκράτορα Αδριανού. Παράλληλα, όμως, την ωθεί και ο προσανατολισμός της (που δεν τον κρύβει): ο σοφός ηγεμόνας και στωικός
φιλόσοφος Αδριανός, αδιαμφισβήτητα από τους πιο συνετούς και δίκαιους αυτοκράτορες,
θα καταστήσει το πένθος για το χαμό του νεαρού ερωμένου του δημόσια υπόθεση, -μ’
ό,τι σημαίνει εθιμικά- θα τον αποθεώσει. Ποια περισσότερη νομιμοποίηση του
ομοφυλόφιλου προσανατολισμού, -από την πλευρά της συγγραφέα εννοώ. Όχι πια λόγος στο ή από το περιθώριο, όχι
παρέκκλιση, αλλά προβολή μιας κυρίαρχης, απολύτως νόμιμης και κεντρικής θέσπισης. Και όλ’ αυτά σ’
ένα βιβλίο που εκδίδεται ούτε πέντε χρόνια αφότου άρχισε να πληροφορείται η
ανθρωπότητα το τι συνέβη στα ναζιστικά κρεματόρια.
Ο Αδριανός είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα,
προγραμματικά -ως απομνημονεύματα- γραμμένο στο πρώτο πρόσωπο. Πολύ κοντά στο Τα εις εαυτόν του Μάρκου Αυρηλίου, αλλά
με τη μορφή της επιστολής, επιστολή απευθυνόμενη σ’ αυτόν τον Μάρκο Αυρήλιο,
που θα διαδεχόταν τον Αντωνίνο, διάδοχοι και οι δυο του Αδριανού, που μάλιστα τους
όρισε ο ίδιος, βαριά άρρωστος και κοντά στο τέλος της ζωής του. Ο Αδριανός αναλογίζεται
και αποτιμά το βίο, τη δράση και το έργο του, με πολλές έμμεσες κυρίως παραινέσεις στο
νεαρό στωικό Μάρκο.
Θεωρούσα -μάλλον
το διδάχτηκα-, αλλά το διαπίστωσα και στη δουλειά μου, ότι το πρώτο πρόσωπο
στην αφήγηση είναι ευκολότερο, θα έλεγα μάλιστα πολύ ευκολότερο, από το τρίτο.
Στο ιστορικό μυθιστόρημα νομίζω πως κάτι τέτοιο το βλέπει κανείς αμέσως. Όταν
πω: «ντύθηκα ελαφρά κι έτρεξα στο δρόμο» είναι περιττολογία να περιγράψω κάποια
σκηνική ή ενδυματολογική λεπτομέρεια, αν όμως η αφήγηση είναι στο τρίτο πρόσωπο
είτε σύγχρονη είτε και πολύ περισσότερο αν η σκηνή που αφηγούμαι διαδραματίζεται
πριν από εκατό ή χίλια χρόνια, πρέπει και το ελαφρό ντύσιμο και την πόρτα που
ανοίγει και το δρόμο όπου βγαίνει ο ήρωας να τα δω, κάπως να τα ζωντανέψω. Κερδίζω
τον αναγνώστη όσο τον κρατάω σε εγρήγορση συνεπιβάτη μου στη μηχανή του χρόνου.
Για το τι φοράει, όμως, ο ήρωας, πώς είναι μια εξώπορτα ή ένας δρόμος στο
προάστιο της Δάφνης στην ελληνιστική Αντιόχεια π.χ., αφηγούμενος στο τρίτο
πρόσωπο, το πιθανότερο θα χρειαστώ μία μάλλον σεβαστή βιβλιογραφία. Και δεν
είναι μόνο ο σκηνικός διάκοσμος, οι περιγραφές των αντικειμένων, είναι επίσης ο
κόσμος των ιδεών, οι νοοτροπίες, τα αισθήματα ή η ψυχολογία των προσώπων.
Η αληθινή
τέχνη στο ιστορικό μυθιστόρημα, νομίζω, είναι ετούτη η σχεδόν σχολαστική
ανασύνθεση του παρελθόντος, το είδος ασφαλώς μπορεί να υπαχθεί στη λογοτεχνία
του φανταστικού, με τη μεγάλη διαφορά πως εδώ η φαντασία πρέπει να κινηθεί με
πολλή δύναμη, αλλά και συγχρόνως με άπειρους πολλούς περιορισμούς.
Βεβαίως, υπάρχει η σύμβαση με τον αναγνώστη. Η αλήθεια σ’ όλη την έκταση της λογοτεχνίας, άρα και στο ιστορικό μυθιστόρημα, βρίσκεται στους μηχανισμούς της μνήμης που ανακαλούν ή που φωτίζουν την εμπειρία του κόσμου.
Κι επιστρέφουμε στο θεμελιώδες, το υλικό είναι πάντοτε η εμπειρία και, ακόμα περισσότερο, ο μεταβολισμός της σε μνήμη. Στο ιστορικό μυθιστόρημα πρέπει να συντεθεί, αναλογικά, πρώτα η εμπειρία κι έπειτα με συνειρμούς μνήμης να αποδοθεί η αφήγηση σε μορφές της τέχνης του λόγου. Σαν να λέμε, φτάνεις τόσο μακριά μέσα σε κορμιά και τόπους, μπαίνεις στη μηχανή του χρόνου και χάνεσαι, γυρίζεις ύστερα για ν’ αφηγηθείς σαν να σου συνέβη πέρσι αυτό που «έζησες» πριν από εκατό, χίλια ή δυο χιλιάδες χρόνια.
Παρά την πολύ καλή λογοτεχνία, τις εξαιρετικές συχνά στιγμές ιστορικού μυθιστορήματος, ωστόσο, νομίζω όχι σπάνια ο Αδριανός μοιάζει κουρασμένος από ένα ύφος λογοτεχνίας του καιρού του, όχι άσχετο με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, από την πεποίθηση πως ο διαρκής αναλυτικός ψυχολογικός ή φιλοσοφικός στοχασμός θα αποδώσει καλύτερα την πρόθεση της συγγραφέα, με τη διαφορά πως σήμερα η κακή υπερπαραγωγή αυτού του ύφους, κακοφορμίζει ακόμα και τις καλές πρώτες εκδοχές του, κουρασμένος και γι’ ακόμα ένα λόγο, τη σκόπιμη προφανώς άρση της σύμβασης από τη συγγραφέα, όταν κατά διαστήματα μας υπενθυμίζει πως ο αφηγητής είναι η ίδια, και τότε -επιτρέψτε μου- παρόλο που εικάζω -τις εύκολες θεωρώ- ενστάσεις, ως συνεπιβάτης στο σκάφος της μηχανής του χρόνου (που τα δίνει άτσαλα στο παρόν), έχω ανάγκη δραμαμίνες.
Βεβαίως, υπάρχει η σύμβαση με τον αναγνώστη. Η αλήθεια σ’ όλη την έκταση της λογοτεχνίας, άρα και στο ιστορικό μυθιστόρημα, βρίσκεται στους μηχανισμούς της μνήμης που ανακαλούν ή που φωτίζουν την εμπειρία του κόσμου.
Κι επιστρέφουμε στο θεμελιώδες, το υλικό είναι πάντοτε η εμπειρία και, ακόμα περισσότερο, ο μεταβολισμός της σε μνήμη. Στο ιστορικό μυθιστόρημα πρέπει να συντεθεί, αναλογικά, πρώτα η εμπειρία κι έπειτα με συνειρμούς μνήμης να αποδοθεί η αφήγηση σε μορφές της τέχνης του λόγου. Σαν να λέμε, φτάνεις τόσο μακριά μέσα σε κορμιά και τόπους, μπαίνεις στη μηχανή του χρόνου και χάνεσαι, γυρίζεις ύστερα για ν’ αφηγηθείς σαν να σου συνέβη πέρσι αυτό που «έζησες» πριν από εκατό, χίλια ή δυο χιλιάδες χρόνια.
Παρά την πολύ καλή λογοτεχνία, τις εξαιρετικές συχνά στιγμές ιστορικού μυθιστορήματος, ωστόσο, νομίζω όχι σπάνια ο Αδριανός μοιάζει κουρασμένος από ένα ύφος λογοτεχνίας του καιρού του, όχι άσχετο με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, από την πεποίθηση πως ο διαρκής αναλυτικός ψυχολογικός ή φιλοσοφικός στοχασμός θα αποδώσει καλύτερα την πρόθεση της συγγραφέα, με τη διαφορά πως σήμερα η κακή υπερπαραγωγή αυτού του ύφους, κακοφορμίζει ακόμα και τις καλές πρώτες εκδοχές του, κουρασμένος και γι’ ακόμα ένα λόγο, τη σκόπιμη προφανώς άρση της σύμβασης από τη συγγραφέα, όταν κατά διαστήματα μας υπενθυμίζει πως ο αφηγητής είναι η ίδια, και τότε -επιτρέψτε μου- παρόλο που εικάζω -τις εύκολες θεωρώ- ενστάσεις, ως συνεπιβάτης στο σκάφος της μηχανής του χρόνου (που τα δίνει άτσαλα στο παρόν), έχω ανάγκη δραμαμίνες.
Η ίδια η
Γιουρσενάρ, και σωστά, εκτιμούσε πως το ιστορικό μυθιστόρημα δεν πρέπει να είναι
«ένας χορός μεταμφιεσμένων» (στο επίμετρο της Αβύσσου, σελ. 388, εκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα 1980), κάτι που μάλλον
εννοούσε περισσότερο ως προς τα κοστούμια, ίσως και τη σκηνογραφία, μα το ίδιο,
άραγε, δεν ισχύει και για τις ιδέες ή τις σκέψεις, και δεν είναι, ίσως, λίγο
ασυνεπής, εδώ: «Ο Χαβρίας ανησυχεί, όταν σκέφτεται πως μια μέρα ο παστοφόρος
του Μίθρα ή ο επίσκοπος του Χριστού θα μπορούσε
να εγκατασταθεί στη Ρώμη και ν’ αντικαταστήσει το μεγάλο ποντίφικα. Αν,
για κακή τύχη, έρθει κάποτε μια παρόμοια μέρα, ο διάδοχός μου στις πλαγιές του
Βατικανού θα έχει πάψει να είναι αρχηγός μιας αδελφότητας ή μιας ομάδας
αιρετικών για να γίνει με τη σειρά του μια παγκόσμια μορφή εξουσίας.» (σελ.
339)
Μεγάλη
αρετή, πάντως, και που σπανίζει πολύ στη λογοτεχνία που γράφουν γυναίκες, ότι από την πρώτη ως την τελευταία λέξη των Απομνημονευμάτων το κείμενο, ο λόγος, η
σκέψη, το ιδίωμα είναι ενός άντρα. (Ανέκαθεν με παραξένευε το πόσο εύκολα,
ακόμα και ένας μέτριος άντρας συγγραφέας, αποδίδει τη γυναικεία ομιλία – ιδίωμα,
και σχεδόν ποτέ μία λογοτέχνιδα την αντίστοιχη αντρική.)
Μερικά
αποσπάσματα:
Σελ. 28 (η
χρήση πραγματολογικών στοιχείων, εδώ το αμμωτό):
«Αποκοιμήθηκα.
Το αμμωτό μού έδειξε πως δεν είχα κοιμηθεί παρά μια μόλις ώρα. Στην ηλικία μου,
ένα σύντομο λεπτό τέλειας νάρκης ισοδυναμεί με ύπνους που διαρκούσαν άλλοτε
ολόκληρη μισή περιφορά των άστρων.»
Σελ. 36-37
(η αγάπη του Αδριανού για την Αθήνα):
«Έχω τις
αποκλειστικά δικές μου χρονολογίες που δεν είναι δυνατόν να συμφωνήσουν με όσες
βασίζονται στην κτίση της Ρώμης ή στις Ολυμπιάδες. Δεκαπέντε χρόνια στο
στρατόπεδο κράτησαν λιγότερο από ένα πρωινό της Αθήνας.»
Σελ. 84
(καλή στιγμή / ιστορικό μυθιστόρημα):
«Τα νέα της
σαρματικής επιδρομής φτάσανε στη Ρώμη πάνω που πανηγύριζε το δακικό θρίαμβο του
Τραϊανού. Αυτή η γιορτή, που ’χε πολλές φορές αναβληθεί, διαρκούσε οκτώ μέρες
τώρα. Τους είχε πάρει ένα χρόνο σχεδόν να φέρουν από την Αφρική κι από την Ασία
τα άγρια θηρία που θα σφάζονταν ομαδικά μέσα στην αρένα. Η σφαγή δώδεκα
χιλιάδων θηρίων, το μεθοδικό φονικό δέκα χιλιάδων μονομάχων, έκανε τη Ρώμη ένα
χαμαιτυπείο θανάτου. Εκείνο το βράδυ βρισκόμαστε στην ταράτσα του Αττιανού μαζί
με το Μάρκιο Τύρβα και τον οικοδεσπότη μας. Η φωταγωγημένη πολιτεία ήταν φρικτή
μέσα στη θορυβώδικη χαρά της.»
Σελ. 94-95
(η αγάπη για την Ελλάδα):
«Τα ίχνη από
τα εγκλήματά μας ήταν ακόμα ορατά παντού. Τα τείχη της Κορίνθου όπως τα είχε
ρημάξει ο Μόμμιος, τα βάθρα στα βάθη των αδύτων γυμνά ύστερα από την αρπαγή των
αγαλμάτων που διοργάνωσε στο σκανδαλώδες ταξίδι του ο Νέρωνας. Η φτωχεμένη
Ελλάδα εξακολουθούσε να ζει μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα σκεπτικής χάρης, φωτεινής
αιθρίας, σοφής ηδονής. (…) Η ελαφριά περιφρόνηση των Ελλήνων, που δεν έπαυα
ποτέ να αισθάνομαι κάτω από τις πιο θερμές τιμές τους, δε με πρόσβαλλε. Την
εύρισκα φυσική. Όποιες κι αν ήταν οι αρετές που με ξεχώριζαν απ’ αυτούς, ήξερα
πως θα έμενα πάντα λιγότερο εύστροφος από ένα ναύτη της Αίγινας, λιγότερο σοφός
από μια χορταρού της Αγοράς.»
Σελ. 183 (ο
Αντίνοος, ο έφηβος ερωμένος):
«Εκείνο το
τρυφερό κορμί άλλαζε αδιάκοπα σαν ένα φυτό, και μερικές από κείνες τις μεταμορφώσεις
του οφείλονταν στο χρόνο. Το παιδί άλλαζε. Μεγάλωνε. Μια εβδομάδα τεμπελιάς τού
έφτανε για ν’ αποχαυνωθεί. Ένα απόγευμα κυνηγιού τού ξανάδινε το σφρίγος, την
αθλητική του σβελτάδα.»
Σελ. 233
(μπροστά στο νεκρό σώμα του Αντίνοου):
«Ο
Ερμογένης, που στείλαμε να φωνάξουμε, δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα περισσότερο
από το να πιστοποιήσει το θάνατο. Εκείνο το τόσο υπάκουο κορμί, αρνιότανε να
ξαναζεσταθεί, να ξαναζήσει. Τον μεταφέραμε στο σκάφος. Όλα κατέρρεαν. Όλα
μοιάζαν να σβήνουνε. Ο Ολύμπιος Δίας, ο Παντοκράτορας, ο Σωτήρας του κόσμου, είχανε
σωριαστεί, και δεν έμενε παρά ένας ψαρομάλλης που έκλαιγε με λυγμούς πάνω στη
γέφυρα μιας βάρκας.»
Σελ. 235 (η
ίδρυση της Αντινόης):
«Ο
Αλέξανδρος είχε γιορτάσει την κηδεία του Ηφαιστίωνα με καταστροφές και
εκατόμβες. Το έβρισκα ωραιότερο να προσφέρω στον εκλεκτό μια πόλη, όπου η
λατρεία του θα ήταν ανακατεμένη με την κίνηση στις δημόσιες πλατείες, όπου το
όνομά του θα ξαναρχότανε στις εσπερινές συζητήσεις καθώς οι νεαροί θα πετάγανε
γιρλάντες ο ένας στον άλλο την ώρα των συμποσίων.»
Σελ. 246
(μπροστά στον ταριχευμένο έφηβο):
«Πλησίασα
δειλά το νεκρό. Ήταν σα να ’χε μεταμφιεσθεί. Η σκληρή αιγυπτιακή καλύπτρα τού σκέπαζε
τα μαλλιά. Σφιγμένες μέσα στους επιδέσμους οι γάμπες του, δεν ήτανε πια παρά
ένα μακρύ λευκό πακέτο, αλλά το προφίλ του νεαρού γερακιού δεν είχε αλλάξει. Τα
τσίνουρα ρίχναν απάνω στα φτιασιδωμένα μάγουλα μια σκιά που αναγνώριζα. Πριν
φασκιώσουν τα χέρια επέμεναν να καμαρώσω τα χρυσά νύχια. Οι λιτανείες αρχίσαν.»
Σελ. 247 (η
ταφή):
«Ζεμένα βόδια
σύρανε τη σαρκοφάγο. Τη γλιστρήσαμε με σκοινιά στο βάθος των διαδρόμων των
ορυχείων. Την αποθέσαμε πλάι στο τοίχωμα ενός βράχου. Το παιδί της Κλαυδιόπολης
κατέβαινε μέσα στον τάφο σα Φαραώ, σαν Πτολεμαίος.»
Σελ. 281-282
(από τις καλύτερες στιγμές / ιστορικό μυθιστόρημα):
«Ένα
κουνούπι σφύριζε. Ο Ευφορίωνας, που γερνούσε, είχε ξεχάσει να σφαλίσει καλά τις
γάζες της λεπτής κουνουπιέρας. Τα βιβλία, οι χάρτες, πεσμένοι καταγής, τρίζανε
στον απαλό άνεμο που τρύπωνε κάτω από τα παραπέτα. Κάθισα στο κρεβάτι μου και
φόρεσα τα ψηλά σάνταλά μου, βρήκα ψαχουλευτά το χιτώνα, το ζωστήρα και το
μαχαίρι μου. Βγήκα ν’ ανασάνω τον αέρα της νύχτας. Διέτρεξα τους μεγάλους
κανονικούς διαδρόμους του στρατοπέδου, έρημους σ’ αυτή την προχωρημένη ώρα,
φωτισμένους σα δρόμους κάποιας πολιτείας. Οι σκοποί παρουσίαζαν όπλα στο
πέρασμά μου. Περνώντας από το παράπηγμα που χρησίμευε σα νοσοκομείο, ανάπνευσα
την αηδιαστική δυσωδία των δυσεντερικών. Προχώρησα προς τις επιχωματώσεις που μας
χώριζαν από τον γκρεμό κι από τον εχθρό. Ένας φρουρός περιπολούσε με μεγάλα
βήματα αυτό τον κυκλικό δρόμο που φώτιζε επικίνδυνα η σελήνη.»
Σελ. 312 (κι
ένα από τα ωραιότερα και πιο καίρια για την αισθηματική τους έκφραση στιγμιότυπα /
ο Αδριανός και το παιδί Μάρκος Αυρήλιος σε τελετή):
«Σε είχα
κρατήσει από το χέρι, όσο διαρκούσε η θυσία που κείνη τη χρονιά είχε γίνει στις
όχθες του Τίβερη. Είχα διασκεδάσει όταν παρακολουθούσα με τρυφερότητα τη στάση
σου του παιδιού των πέντε χρόνων, που ’χε τρομάξει από το γουρουνάκι που
στρίγκλιζε όσο το σφάζαν, αλλά που έβαζε τα δυνατά του να μιμηθεί την αξιοπρέπεια
των μεγαλύτερων. Με είχε απασχολήσει η μόρφωση εκείνου του υπερβολικά συνετού
μωρού. Βοήθησα τον πατέρα σου να σου διαλέξει τους καλύτερους δασκάλους.»
Ένα σπουδαίο
βιβλίο, εντούτοις, η τελική αποτίμηση. Χάρηκα που το ξαναδιάβασα και θα συνεχίσω
με την Άβυσσο. [Να παρατηρήσω μόνο,
και μ’ όλη τη συγκίνηση κρατώντας τη συγκεκριμένη έκδοση στα χέρια (με το χρυσό
μωσαϊκό από τη βίλα Αδριάνα στο εξώφυλλο), ας γίνει από κάποιον μια
διόρθωση, κυριολεκτικά βρίθει ορθογραφικών λαθών, και για ένα τέτοιο βιβλίο είναι κρίμα.]
[Marguerite Yourcenar, Αδριανού Απομνημονεύματα,
μετάφραση Ιωάννα Χατζηνικολή, 18η έκδοση, εκδόσεις Χατζηνικολή, σελ.
395]
Με τη σύντροφό της Γκρέις Φρικ. |
(Με τη Βαλεντίνη / εποχή της Αβύσσου.) |
Αγαπημένο βιβλίο. |