Η Άβυσσος ανήκει στα έργα που γράφονται και ωριμάζουν σε μακρά χρονικά διαστήματα, εμπεριέχουν σε βαθύτερα στρώματά τους έως και νεανικές δοκιμές, είναι για τη Γιουρσενάρ ό,τι ο Πειρασμός για τον Φλομπέρ.
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται κυρίως στην αναγεννησιακή
Φλάνδρα του 16ου αιώνα, ανάμεσα στο 1510 και 1569, στα όρια της ζωής ενός φανταστικού «ιστορικού» προσώπου, του Ζήνωνα, αλχημιστή και φιλοσόφου και
γιατρού, που ως νόθος γιος της αδελφής του τραπεζίτη Ερρίκου Ζυστ είχε την
επιλογή των θεολογικών σπουδών και της ιερατικής σταδιοδρομίας, τις οποίες όμως
δεν ακολούθησε. Στην εποχή κυριαρχεί το ουμανιστικό πρότυπο του πανεπιστήμονα (homo universalis). Φιλόσοφος
και τυχοδιώκτης, θα ταξιδέψει πολύ, θα κυνηγηθεί, θα ζήσει περιόδους με πλαστά
ονόματα και ταυτότητες. Όπως σημειώνει η ίδια η συγγραφέας στο επίμετρο (σελ.
388-389): «Ο Ζήνων, που υποθέτουμε να γεννιέται το 1510, θα ήταν εννιά χρονών
την εποχή που ο γέροντας Λεονάρντο έσβηνε στην εξορία του στην Αμπουάζ, τριάντα
ενός στο θάνατο του Παράκελσου, με τον οποίο άλλες φορές τον κάνω να
συνοδοιπορεί κι άλλες ν’ ανταγωνίζεται, τριάντα τριών στο θάνατο του
Κοπέρνικου, που δε δημοσίευσε το μεγάλο του έργο παρά στην κλίνη του θανάτου (…)».
Πρόκειται για την εποχή κατά την οποία ηττώνται τόσο η Μεταρρύθμιση,
μετεξελισσόμενη σε προτεσταντισμό, όσο και ο Καθολικισμός ως Αντιμεταρρύθμιση, οι
ηγεμόνες βασιλείς και οι ευγενείς αρχίζουν να κλονίζονται, τους αμφισβητεί
η νέα τάξη που αναδύεται, η αστική, και η ραγδαία αναπτυσσόμενη μαζί της οικονομία,
η καπιταλιστική.
Για μία συγγραφέα που γεννιέται στα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα, τα
ίχνη της Αναγέννησης δεν είναι μόνο καταχωρισμένα σε μουσεία, η δίχως ιστορικό
προηγούμενο κοινωνική εκείνη ρευστότητα, ο κόσμος - η ήπειρος που κοχλάζει, δεν
έχει ακόμα καταλαγιάσει, είναι αισθητή στα καντούνια, στις πλατείες, στα αβαεία, στα χαρακώματα των
αιματηρών πολέμων, ως και στην όψη των ανθρώπων, «οι εικόνες της αταξίας και της
φρίκης του κόσμου, του Μπος και του Μπρύγκελ» (σελ. 387) δεν είναι πολύ
μακρινές, ιδίως αν αναλογιστούμε τις δύο σχεδόν συνεχόμενες παγκόσμιες συρράξεις, όλα αυτά γίνονται στο μυθιστόρημα μικρές – μικρές πινελιές,
αποδοσμένες με πολλή δύναμη, αλλά και πέρα από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα η συγγραφέας θα αποδυθεί σε μια εξαντλητικά επισταμένη έρευνα, όπως εν
είδει βιβλιογραφίας καταγράφει η ίδια στις σημειώσεις του επιμέτρου: δίχως
ίχνος αυθαιρεσίας στη συλλογή του τεράστιου σε όγκο πραγματολογικού υλικού.
Εντέλει, σ’ αυτό το μεγάλων διαστάσεων φλαμανδικό φρέσκο αποδίδεται, περίπου όπως ένα θαυμαστό μυστήριο, η αρχή της εξόδου του ανθρώπου από το σκοτάδι: πώς μέσα απ’ το ζόφο του ανορθολογισμού (βία, πυρές,
βασανιστήρια, θανατώσεις αντιφρονούντων, δογματικές ιδεοληψίες των λογής
ιερατείων, πολέμους, τρομερούς λοιμούς όπως η πανούκλα, δεισιδαιμονίες, σκοταδιστικές
δοξασίες) ξεπηδάνε οι μικρές εστίες του ορθού λόγου, άτομα, ομάδες, κοινότητες
που αργά βασανιστικά θα προσανατολίσουν την πορεία προς την πρόοδο, προς την ελευθερία.
Έχω την εντύπωση πως εύλογα η Άβυσσος είναι το αριστούργημα μετά τον ενάρετο για πολλούς λόγους αλλά
και ορισμένως άνισο Αδριανό. Εδώ ο
αφηγητής (σοφά επινοημένος, επίσης) έχει ολότελα βυθιστεί στην εποχή της αφήγησης. Και μόνο στο επιμέρους
κεφάλαιο Άβυσσος (σελ. 182 –213), ενώ καταγράφει τη σκέψη του Ζήνωνα, η συγγραφέας αφήνεται σ’ ένα σύγχρονο ύφος
λογοτεχνικού – φιλοσοφικού στοχασμού που μοιάζει κάπως παρωχημένο, όχι στο
περιεχόμενο του, μόνο στο ύφος, νομίζω, όμως, ότι αμέσως μετά κι ίσαμε το φινάλε,
το κείμενο όχι μόνο αποζημιώνει τη λίγων σελίδων κάποια κούραση, αλλά και με
στιβαρότητα επικυρώνει την τελική αποτίμηση του αριστουργήματος.
Θέλω να πω, στην Άβυσσο, ο αφηγητής αποφεύγει τη σύγχυση ανάμεσα στο τότε και το τώρα. Όπως το σημειώνει η ίδια η
Γιουρσενάρ (επίμετρο, σελ. 393): «Σε μερικές περιπτώσεις ως και η έκφραση ενός συναισθήματος
ή μιας σκέψης είναι δανεισμένα από πρόσωπα ιστορικά, σύγχρονα με τα πρόσωπα του
βιβλίου, σαν μια ακόμα επικύρωση του ότι παρόμοιες απόψεις ανήκουν πράγματι στο
ΧVI αιώνα. Μία σκέψη
γύρω από την τρέλα του πολέμου είναι παρμένη από τον Έρασμο, μια άλλη από τον
Λεονάρντο ντα Βίντσι. (…)»
Στα στοιχεία ύφους, οι πυκνές και περιεκτικές κατακλείδες
των παραγράφων, για τις οποίες είχα συχνά την αίσθηση κρουστού τόνου που δίνει ρυθμό στην αφήγηση.
Κείμενο με θαυμαστή επίσης αρχιτεκτονική, πρόσωπα που η συγγραφέας
παρακολουθεί από κοντά, που τα αφήνει για πολλές σελίδες, τα ξαναπιάνει ώριμα, δίχτυ
που το πλέκει με μαεστρία, με άριστη οικονομία, μια μεγάλη σύνθεση.
Σπουδαία λογοτεχνία (και ας μου επιτραπεί κάτι πιο προσωπικό:) από τη μεγάλη δέσποινα της εφηβείας και της ζωής (μας).
(Για τη Γιουρσενάρ / Αδριανού
Απομνημονεύματα εδώ.)
Μερικά αποσπάσματα:
Σελ. 25 (πορτρέτο):
«Ένα πρωί γυρνώντας ο Ερρίκος Ζυστ από ένα ταξίδι του της παρουσίασε
έναν άγνωστο ξένο. Ήταν ένας άνθρωπος με γκρίζα γενειάδα, τόσο απλός και τόσο
σοβαρός που μόλις τον έβλεπες σκεφτόσουνα τον υγιεινό άνεμο που φυσά πάνω από
μια θάλασσα δίχως ήλιο. Ο Σιμόν Αντριάνσεν ήταν θεοφοβούμενος.»
Σελ. 105 – 106 (ύφος):
Η πανούκλα φερμένη από τη ανατολή μπήκε στη Γερμανία από τη
Βοημία. Ταξίδευε δίχως να βιάζεται, με την υπόκρουση των καμπανών, σαν μια αυτοκράτειρα.
Σκύβοντας πάνω από το ποτήρι του πότη, φυσώντας το κερί του σοφού μέσα στα
βιβλία του, υπηρετώντας τη λειτουργία του παπά, κρυμμένη όπως οι ψείρες μέσα
στο πουκάμισο των κοριτσιών της χαράς, η πανώλης έφερνε στη ζωή όλων ένα
στοιχείο θρασείας ισότητας, ένα αψύ κι επικίνδυνο ένζυμο περιπέτειας. Οι
νεκρικές κωδωνοκρουσίες σκόρπιζαν στον αέρα μια επίμονη φήμη μαύρης γιορτής.
Μαζεμένοι κάτω από τα καμπαναριά οι αργόσχολοι δε βαριόνταν να χαζεύουν, εκεί
ψηλά, τη σιλουέτα του κωδωνοκρούστη, πότε διπλωμένη στα δυο πότε κρεμάμενη, να
βαραίνει μ’ όλο το βάρος της κάνω από τη μεγάλη καμπάνα.»
Σελ. 137 (δείγμα παραγράφου / πυκνής κατακλείδας):
«Καθόταν έτσι, με κατεβασμένο πηγούνι, μέσα στο δωμάτιο που
είχε πλημμυρίσει το υγρό σούρουπο. Η κόκκινη ανταύγεια της φωτιάς έβαφε τα
χέρια του τα λεκιασμένα από τα οξέα, τα σημαδεμένα εδώ κι εκεί με ωχρές ουλές
από καψίματα, και το έβλεπες πως παρατηρούσε με προσοχή αυτές τις παράξενες
προεκτάσεις της ψυχής, αυτά τα μεγάλα σάρκινα εργαλεία που χρησιμεύουν για να
έρχεσαι σ’ επαφή με τα πάντα.»
Σελ. 182 – 183 (η σκέψη ενός «ιστορικού» προσώπου είναι κι
αυτή «ιστορική»):
«Non habet nomen proprium:
ήταν από αυτούς τους ανθρώπους που δεν παύει να τους παραξενεύει μέχρι το τέλος
το γεγονός ότι έχουν ένα όνομα, όπως τους παραξενεύει όταν περνάνε μπρος από
έναν καθρέφτη που έχουν ένα πρόσωπο που είναι μάλιστα τούτο ακριβώς το πρόσωπο.»
(η λατινική πρόταση: δεν έχει δικό του όνομα)
(η λατινική πρόταση: δεν έχει δικό του όνομα)
Σελ.275 (υποδειγματική υπαγωγή πραγματολογικού υλικού στη
ροή της αφήγησης):
«Η πατρόνα ξέπλενε με άφθονο τρεχούμενο νερό το κατώφλι που ’χε
λεκιαστεί από αίμα. Η συνηθισμένη διχάλα της αγχόνης ήταν στημένη έξω από την
κωμόπολη πάνω σ’ ένα μικρό στρογγυλό χορταριασμένο λοφάκι, αλλά το κορμί που
κρεμόταν απ’ αυτήν είχε μείνει τόσον καιρό εκτεθειμένο στη βροχή, στον ήλιο και
στον αέρα που σχεδόν είχε πάρει τη γλυκύτητα των παλιών πραγμάτων που έχουν
εγκαταλειφθεί. Ο μπάτης έπαιζε φιλικά μ’ αυτά τα κουρέλια με τα ξεθωριασμένα
χρώματα. Μια παρέα κυνηγοί οπλισμένοι με βαλλιστρίδες είχανε βγει για τσίχλες.»
Σελ. 382 (από τις παραισθήσεις του τέλους):
«Ο απέραντος βόμβος της ζωής που έφευγε συνεχιζόταν: ένα
σιντριβάνι στο Εγιούμπ, το κελάρυσμα μιας πηγής που ανάβλυζε πάνω στη γη της Βωκλύζ
στην Προβηγκία, ένας χείμαρρος ανάμεσα στο Όστερσουντ και στο Φρέζο ήχησαν μέσα
του χωρίς να χρειαστεί να θυμηθεί τα ονόματά τους. Κατόπιν, ανακατεμένο μ’
όλους αυτούς τους θορύβους ξεχώρισε ένα ρόγχο.»
Σελ. 383 (η τελευταία περίοδος – μα πόσο τη ζήλεψα):
«Και ως εδώ είναι που μπορούμε να προχωρήσουμε μέσα στο
τέλος του Ζήνωνα.»
[Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, Η Άβυσσος, μετάφραση Ιωάννας Δ.
Χατζηνικολή, εκδόσεις Χατζηνικολή, σελ. 401, Αθήνα 1980, (δραχμές 400) (ας γίνει και σ’ αυτό το βιβλίο μια
διόρθωση, όχι τόσα όσα στον Αδριανό αλλά
και εδώ όχι λίγα τα ορθογραφικά –και όχι μόνο- λάθη, είναι κρίμα)] (Ο γαλλικός τίτλος του πρωτοτύπου «Oeuvre au Noir», είναι η μετάφραση που έκαναν Γάλλοι αλχημιστές ενός τύπου
από τα ελληνικά ή τα λατινικά, όπως σημειώνει η συγγραφέας, σελ. 387.)