Αντώνης Νικολής, Οι βιολετιές πινελιές
(απόσπασμα από το υπό έκδοση μυθιστόρημα Ο θάνατος του μισθοφόρου)
ΑΡΑΖΕ ΕΝΑ
– ΔΥΟ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΛΟΘΥΡΑ ΤΟΥ ΓΥΜΝΑΣΤΗΡΙΟΥ, με τη μούρη του
αυτοκινήτου στη σκιά της ελιάς σύρριζα στο φράχτη. Ερχόταν
καθυστερημένος σήμερα, πρωτύτερα είχε κατεβεί στο Ψαλίδι, στην παραλία
κάτω από το ξενοδοχείο Ραμίρα, να κόψει αμάραντους για το μαγιάτικο
στεφάνι. Απίθωσε τα γυαλιά ηλίου στο κάθισμα του συνοδηγού δίπλα στην
πλαστική λεκάνη με τα μοβ λουλούδια, κι εκεί, γερτός λοξά ακόμα, προτού
σβήσει τη μηχανή ή τραβήξει το ντεμπραγιάζ, επέστρεφε σ’ ό,τι
προηγήθηκε, κυρίως στο στιγμιαίο σάστισμα
από τη διάλειψη την πολύ έντονη και που έμοιαζε με το ξεφύλλισμα σαν από
αεράκι της πάνω σελίδας ανοιχτού βιβλίου, με τις από κάτω να
ανασηκώνονται κι αυτές η μία μετά την άλλη, καθεμία και το έδαφος ή η
εποχή ενός διαφορετικού παρόλο που συγκεχυμένου και μόλις αισθητού
κόσμου.
Τη διάλειψη δεν του την είχε προκαλέσει
κάποια -προφανής τουλάχιστον- αιτία, η κούραση ας πούμε. Όταν διορθώνει
στοίβες γραπτά, ιδίως εκθέσεις, ή κουτουλάει νυσταγμένος διαβάζοντας,
τότε συνήθως βιώνει ανάλογες εμπειρίες. Είχε βγει από το αμάξι με τη
λεκάνη και το κλαδευτήρι στο χέρι να μαζέψει αμάραντους, αφηρημένος,
αλλά τι πιο συχνό για τον Ηλία, αναλογιζόταν μηχανικά την πρόταση «να
πιάσω το Μάη», αυτό ίσως (γιατί κι εκεί που γελάει κανείς μ’ αυτές τις
προλήψεις, εκεί τον στοιχειώνουν κιόλας). Δεν αποκλείεται, επίσης, να
πίεζαν προς την επιφάνεια της συνείδησής του άλλες μύχιες ορέξεις, να
τις ανέβαζε το ήπιο απόγευμα της τελευταίας μέρας του Απρίλη. Μπορεί
ακόμα γιατί το πράγμα, όπως σκυφτός σάρωνε το χώμα με το εργαλείο στο
χέρι, του θύμιζε αντανακλαστικά τη διόρθωση γραπτού με το κόκκινο στυλό
έτοιμο να υπογραμμίσει το επόμενο λάθος.
Στην αμμώδη ζώνη αμέσως δίπλα στον
ασφαλτόδρομο είχαν μείνει ελάχιστα λουλούδια, -νωρίτερα θα πέρασαν και
άλλοι πολλοί για τα στεφάνια τους. Από τους ρόδακες έλειπαν οι μπλε –
βιολετιές ταξιανθίες ή υπήρχαν μόνο στους πολύ κοντούς βλαστούς ή στα
πιο καχεκτικά και στεγνά φυτά. Προχώρησε αρκετά μέτρα ίσαμε τα πρώτα
ατρύγητα, πλησίαζε τα χαλίκια και τις κροκάλες στο κράσπεδο του γιαλού.
Από το ξενοδοχείο είχαν ήδη στοιχίσει τις πέντε σειρές ξαπλώστρες, σε
κάθε ζευγάρι από μία ατομική τέντα σε σχήμα τεταρτημορίου σφαίρας, η
σεζόν είχε ξεκινήσει βέβαια, κάποιοι λίγοι τουρίστες έκαναν
ηλιοθεραπεία. Έκοβε τους μακρύτερους βλαστούς με τα πιο συμπαγή και με
τους περισσότερους κάλυκες άνθη, η δουλειά γινόταν άνετα και δίχως
κλαδευτήρι.
Ο Ηλίας είναι ένας άντρας σαράντα πέντε
χρόνων, μέσου αναστήματος, μελαχρινός στην εντύπωση που αφήνει το δέρμα
του, με σφιχτούς μυς, σβέρκο σχετικά πλατύ. Η φαλάκρα, οι γκρίζες
φαβορίτες και κρόταφοι, αλλά και το ψαρί μουστάκι με το κατακόρυφο μικρό
γενάκι στο υπόστεγο του κάτω χείλους (ως το λακκάκι του πιγουνιού),
ακόμα και η κλασική αθλητική φόρμα, μπλε με τη διπλή άσπρη εξωτερική
κάθετη ρίγα σε μανίκια και μπατζάκια, η όλη του εμφάνιση εν πάση
περιπτώσει αποθαρρύνει, πολύ περισσότερο που το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο
των τουριστών μάλλον αποκλείει το να τον επιπλήξουν, δεν είναι πια οι
τουρίστες του ’70 ή και των πρώτων χρόνων του ’80, ποιοι τουρίστες
άλλωστε, τέσσερα – πέντε άτομα στις ξαπλώστρες, και αρκετά μακριά του,
που ούτε τον κοιτάζουν, και όμως σπάζει με βιασύνη τους μίσχους των
λουλουδιών, σχεδόν με το άγχος πως τώρα θα σηκωθούν, θα του βάλουν τις
φωνές, τι τα κόβει, τι κρίμα να σβήνει από το παραθαλάσσιο τοπίο τις
βιολετιές μικρές πινελιές, (όχι ότι λογαριάζει αυτές ή παρεμφερείς
σκέψεις περισσότερο από ανοησίες που ξεβράζει η αφηρημάδα του),
χαμογελάει, αλλά αντίθετα, δίχως να μπορεί να τα κοντρολάρει, τον
κατακλύζουν συναισθήματα συστολής με πρώτη και καλύτερη την ενοχή. Όσο
διαρκεί η διάλειψη, για μια στιγμή, διεσταλμένη στιγμή ωστόσο.
Συγχέονται στη μνήμη του σχήματα και
γραμμές. Τίποτε δεν ανακαλείται ακέραιο. Είναι ξαπλωμένος μπρούμυτα, με
ανασηκωμένο το κεφάλι ακουμπάει το πιγούνι κάθετα στους σταυρωμένους
πήχεις, βρίσκεται σε κάποια αμμουδιά, κι αντίθετα με τώρα που ο ήλιος
φτάνει ψυχρός απ’ τα αραιά σύννεφα και το ρεύμα του θαλασσινού αέρα,
τότε ντάλα καλοκαίρι και μεσημέρι, έφηβος, πιθανότατα παρέα με κάποιον
φίλο, από αμηχανία, μπορεί και από την ίδια σχολαστική συνήθεια να
μαζεύει στο τραπέζι τα ελάχιστα ψίχουλα ένα – ένα, ή τα σποράκια το
σουσάμι που σκορπάνε απ’ το κουλούρι καθώς το μασουλάει, συλλαμβάνει με
τα δυο δάχτυλα κάτι μεγάλα μερμήγκια που διασχίζουν ακροπατώντας με
γρήγορες δρασκελιές την άμμο μπροστά του, τα ζουλάει, τα εκσφενδονίζει
-μαύρα γρομπαλάκια- τινάζοντάς τα με το νύχι του δείχτη στην τελευταία
φάλαγγα του αντίχειρα, μηχανικά και ασυναίσθητα, ώστε δεν αντιλαμβάνεται
παρά με αρκετή καθυστέρηση, όρθιους πια από πάνω του, το ζευγάρι των
μεσήλικων Σκανδιναβών που τον καταδικάζουν με χειρονομίες και φωνές,
έξαλλοι μπροστά στο κατά συρροή φονικό. Τα χέρια του θυμάται πιο πολύ,
και δυο θαμπές φιγούρες, σκυφτές, να τον σκιάζουν απειλητικές.
Διάλειψη, που όμως όσο διαρκεί τον παραλύει.
Με μισογεμάτη τη λεκάνη λουλούδια,
ανάβει τη μηχανή στο άσπρο πόλο, κάνει αναστροφή στη στενή άσφαλτο. Πάνω
που ισιώνει το τιμόνι παίρνει με την άκρη του ματιού του έναν ποδηλάτη
στον παράλληλο ποδηλατόδρομο να τον καρφώνει διερευνητικά, κάπως
διστακτικά τού ανταποδίδει το βλέμμα κι αυτός, ύστερα ως τη διχαλωτή
διασταύρωση οι ματιές τους ανταλλάσσονται με αμοιβαιότητα, νεαρός -βία
τριαντάρης- σε ποδήλατο ταχυτήτων, τώρα υποχωρεί προς το σύσκιο στα
αλμυρίκια παραπίσω, ο Ηλίας τον ακολουθεί με την όπισθεν, κι όταν
συναντιούνται κατεβάζει το τζάμι του συνοδηγού, δε χωράει αμφιβολία ο
νεαρός ψωνίζεται, αλλά κι αυτός -μεγάλος άνθρωπος- ας μην παριστάνει τον
αφελή, τι το διαφορετικό δηλαδή κάνει και ο ίδιος, «Καλησπέρα» του
απευθύνει χαμηλόφωνα, «Τι γίνεται;» απαντά ο ποδηλάτης στηριγμένος με το
ένα χέρι στην οροφή του πόλο, το άλλο στο τιμόνι του ποδηλάτου, «Καλά,
…για το στεφάνι της πρωτομαγιάς …αύριο», κατεβάζει το βλέμμα, δείχνει
τους αμάραντους στη λεκάνη, «Ζητάς κάτι;» τον αιφνιδιάζει ο νεαρός με
αμεσότητα που επιτείνει με το «ναι, εσύ», αντιλαμβάνεται και ο ίδιος
πόσο γελοιοποιείται να μην ξέρει τι να πει, χαμηλώνει κι άλλο τη φωνή,
«…Έγινε …λάθος, συγνώμη, φίλε μου», και τρακαρισμένος πάει να βάλει
μπροστά, «όχι, τίποτα, τίποτα, συγνώμη». Ο τριαντάρης, όλα μαύρα –
κατάμαυρα: μαλλιά γενάκι μάτια, με μια γκριμάτσα αδιόρατα ειρωνική
κουνάει το κεφάλι κι έπειτα απομακρύνεται προοδευτικά επιταχύνοντας τις
πεταλιές του. Ο Ηλίας μένει σαστισμένος ακόμη λίγο, ύστερα ελέγχει μήπως
τους πήρε κανένα μάτι, δεν υπάρχει ψυχή, ξεφυσάει σαν για να σβήσει από
τη μνήμη το μικροεπεισόδιο, πατάει μαλακά το γκάζι.
Ακινητοποιημένος στη θέση του οδηγού,
μπροστά στην αυλόπορτα του γυμναστηρίου, αναλογιζόταν όσα είχαν
προηγηθεί, εωσότου τον αφύπνισε η μοτοσικλέτα κρος που πάρκαρε λίγα
μέτρα παρακεί. Αφηρημένος κλείδωνε το αυτοκίνητο όταν άκουσε το
«Καλησπέρα, τι κάνετε;» του μοτοσικλετιστή. Σήκωσε το κεφάλι να δει, ο
συνομιλητής του έβγαζε μόλις το κράνος, «Μια χαρά, δόξα τω Θεώ, αγόρι
μου». Επρόκειτο για κείνον με τον οποίο χαιρετιούνται σχεδόν με
προσήνεια, παρόλο που τυπικά δεν έχουν συστηθεί, δε γνωρίζονται. Πριν
από κάμποσο καιρό, καλοκαίρι, -το περσινό μάλλον-, του ζήτησε να
κλείσουν το μεγάλο ανεμιστήρα εδάφους στη γωνία δίπλα στους αλτήρες.
Μπορεί ούτε είκοσι πέντε, κοντό ανοιχτό καστανό μαλλί με ανασηκωμένο το
τσουλούφι στο μέτωπο, καθαρά λεπτά χαρακτηριστικά, σκούρα μπλε, μπλάβα
μάτια, επιδερμίδα φωτεινή. Μουσκεμένος στον ιδρώτα, το φανελάκι
κολλημένο στο δέρμα, με καλή κορμοστασιά, με το πρόσωπο ξαναμμένο,
μίλαγε και σαν από συστολή κοκκίνιζε. Του απευθύνθηκε στον πληθυντικό. Ο
Ηλίας πρόθυμα, όντας κοντύτερα, πήγε έσβησε τον ανεμιστήρα, «Έχεις
δίκιο, αγόρι μου, να γλιτώσουμε και καμιά ψύξη». «Σας ευχαριστώ πολύ»,
έτρεξε να τον προλάβει ενώ τα χέρια του έπεφταν σε μια κίνηση που
σήμαινε «μα δεν ήταν ανάγκη να το κάνετε εσείς», το ίδιο που έκφραζε με
το πρόσωπό του, χαρωπό αλλά και με ντροπαλοσύνη. Ακροπατούσε στο
βηματισμό του που είχε ρυθμό και παλμό συγκρατημένου ενθουσιασμού. Βήμα
ελαφρά πηδηχτό. Μια ηλικιωμένη θεία του Ηλία έλεγε πως αυτό το βάδισμα
στον άντρα μαρτυρεί αριστοκρατική καταγωγή ή ταιριάζει σε στρατιωτικό
της Ευελπίδων, -προφανώς του παλιού καιρού. Από την άλλη, έχει χτυπήσει
τατουάζ σ’ ολόκληρη σχεδόν τη μία γάμπα, και είναι καταφανώς
αποτριχωμένος ή ξυρισμένος, με πιθανότερο το πρώτο, σ’ όλο του το κορμί.
Αλλά τα δύο αυτά τα συνηθίζουν πλέον και νεοσσοί καλών οικογενειών.
Γενικότερα, έκτοτε, όποτε συναντιούνται, εκτός από τη συμπάθεια που
νιώθει για το νεαρό, που θα μπορούσε να αποδίδει και μόνο στην ομορφιά
του, σχεδόν πάντοτε απορεί, δυσκολεύεται να τον κατατάξει σε κάποια από
τις κοινωνικές ομάδες του νησιού. Μοιάζει φοιτητής, αλλά στη διάρκεια
του χειμώνα τι κάθεται στην Κω και δεν πηγαίνει στην πόλη των σπουδών
του; Δείχνει από εύπορο περιβάλλον, παρόλο που οι φόρμες και τ’ αθλητικά
παπούτσια του φανερώνουν μάλλον οικονομική στενότητα. Περίεργο, γιατί
στο νησί και παρά την οικονομική κρίση μέχρι και τότε, την άνοιξη του
2012, οι νεαροί και ιδίως οι φοιτητές, ακόμα και από ισχνά μικροαστικά
βαλάντια, ντύνονται μ’ ακριβές φίρμες. Υπάρχει, επίσης, στην πρώτη
εντύπωση του προσώπου του, πέρα από τα χρώματα, κάτι βόρειο ευρωπαϊκό,
όμως ετούτο ξενίζει λιγότερο τον Ηλία, ανήκει στις ηλικίες των παιδιών
απ’ τους μικτούς γάμους ντόπιων ανδρών με Βορειοευρωπαίες, συχνούς το
’80, τη δεκαετία της τουριστικής έκρηξης, όταν λίγα χρόνια αργότερα
ακουγόταν και σαν ανέκδοτο ότι στα νηπιαγωγεία του νησιού ήτανε
περισσότερα τα «μιγαδάκια», συνήθως με ξανθά κεφαλάκια. Δεν αποκλείεται
να πρόκειται και για μεταναστόπουλο∙ μερικά δεύτερης γενιάς, τα
προικισμένα με ευαισθησίες, δεν τα ξεχωρίζεις από τα συνομήλικά τους
Ελληνόπουλα. Με άλλα λόγια, ο νεαρός με το ανοικτό καστανό τσουλούφι, το
κουρεμένο με την ψιλή σβέρκο, το μακρόστενο πρόσωπο με τα λεπτά
χαρακτηριστικά, τα βαθυγάλανα μάτια, που ερυθριούσε από ντροπαλοσύνη,
από αιδημοσύνη, τον απασχολούσε για το ακατάτακτο της όψης του
περισσότερο, και πολύ λίγα πράγματα γοητεύουν τον Ηλία όσο κάποιος που
σπάει ή που δε χωράει σε καλούπια που προκαθορίζουν ή που επιβάλλουν
συμπεριφορές και τύπους.
Τον άφησε να προπορεύεται, -ο νεαρός
πήδαγε δυο – δυο τα σκαλιά της εισόδου. Ύστερα, και γιατί το
συνειδητοποίησε με καθυστέρηση, στράφηκε πίσω του να δει καλύτερα πόσο
παλιά μεταχειρισμένη ή φτηνή έμοιαζε η κρος μηχανή. Δεν είχαν
ξανασυναντηθεί στην αυλόπορτα του γυμναστηρίου, δεν ήξερε τι όχημα
χρησιμοποιούσε στις μετακινήσεις του, -και ιδού ακόμα μια αντίφαση
σχετική με την υπόλοιπη εικόνα του: οι ντόπιοι συνομήλικοί του σπάνια
οδηγούν μηχανές και τότε είναι μεγάλου κυβισμού, εντυπωσιακά μοντέλα,
συνήθως κυκλοφορούν με αυτοκίνητα, αρκετοί με ογκώδη τζιπ.
Ο Ηλίας έμπαινε στο χώρο υποδοχής, που
είναι και σάλα με τα μηχανήματα για την εκγύμναση ποδιών και ώμων
κυρίως, στο πρώτο επίπεδο του κτιρίου από μέταλλο και γυαλί, καλησπέριζε
μηχανικά τον υπάλληλο και γυμναστή στο γκισέ της υποδοχής, ύστερα
άρχιζε σιγά – σιγά να εκτελεί το πρόγραμμά του. Όμως όλα απόψε θα
συνέχιζε να τα αντιλαμβάνεται διεσταλμένα. Τον εαυτό του από το ένα
όργανο στο άλλο, τον κόσμο γύρω του, τα αγόρια με τα σιδερωμένα κορμιά,
με την ομοφοβία τους που επιμέριζε το ενδιαφέρον και τα βλέμματά τους
στους μυς, όχι στα μέλη τους, που αφαιρούσε την πλαστικότητα από την
κίνησή τους, παράλληλα με τον παιδικό ναρκισσισμό τους τον ανάμικτο με
επιδεικτική απώθηση προς τα ομόφυλα σώματα. Αλλά και πώς να μη σημείωνε
πόσο διαφορετικός ο ακατάτακτος δικός του, παιδί και άντρας, τρυφερός,
κι εντούτοις δεμένος πραγματικά, αυτός που είχε ρυθμό και χρώματα και
λάμψη, ανάμεσα και σε αντίθεση με τους περισσότερους άλλους, που ειδικά
απόψε του φαίνονταν γκρίζοι και άγαρμποι και βραδυκίνητοι.
Ολοκλήρωσε κάπως άνευρα τις ασκήσεις
του, κι ενώ κατευθυνόταν αποχωρώντας προς την έξοδο, δίχως να το έχει
προσχεδιάσει -το αποφάσισε εκεί επί τόπου στο γκισέ της υποδοχής-,
απευθύνεται στον υπάλληλο και γυμναστή, «Μη με παρεξηγήσεις, μωρέ Μίλτο,
ρωτάω γιατί θαρρώ είναι συμμαθήτριάς μου γιος, ξέρεις μήπως ποιος είναι
το παιδί με το μπλε σορτς, αυτός με το τατουάζ στη γάμπα;».
«Ποιος;»
«Σε φέρνω σε δύσκολη θέση;» και για να δώσει οντότητα στο προηγούμενο ψέμα, «μήπως τον λένε Σβύνο;».
«Αυτός που σηκώθηκε όρθιος τώρα; Με το κοκοράκι στο μαλλί;»
«Ποιο… κοκοράκι», τάχα δεν τον είχε
προσέξει ιδιαίτερα, «Ναι, …αυτός. Είναι ντόπιος; Αναρωτιέμαι μην είναι ο
γιος της φίλης μου της Σταματίας, -έχω να τον δω από τόσο δα.»
«Με το τατουάζ στην αριστερή γάμπα, λέμε. Όχι, στρατιωτικός είναι.»
«Ναι;»
«Σίγουρα. Επταετής. ΕΠΟΠ, επαγγελματίας οπλίτης.»
«Ναι;»
«Γιούρι τον φωνάζουνε εδωπέρα. Να σας τον γνωρίσω, αν θέλετε.»
«Όχι, …όχι.» Και στραμμένος προς τον περί ου ο λόγος απορεί. «Καλά, επαγγελματίας οπλίτης και ξένος, -πώς γίνεται;»
«Α, αυτό, τι να σας πω εγώ τώρα, πράγματι…»
Κοίταζε το τατουάζ του οπλίτη,
συγκρατήθηκε να πει, «ολόκληρη περικνημίδα, σαν μόλις έβγαλε την άλλη κι
έμεινε μόνο με τη μία», χαιρέτησε τον υπάλληλο στο γκισέ, άκουσε το
στερεότυπο αντιχαιρέτισμά του «Καλή συνέχεια», δε γύρισε να κοιτάξει
πίσω, παρόλο που ένιωσε τους μυς του αυχένα του αντανακλαστικά να
συστρέφονται, έβγαινε στην αυλή κι από κει στο δρόμο, κατεύθυνε το
βλέμμα με πολλή ένταση στη μηχανή κρος σαν προς κάτι άγριο.
«Επαγγελματίας οπλίτης, το ίδιο αν πούμε…» και τότε θα σχημάτιζε για πρώτη φορά στη σκέψη του τη λέξη, «ένας μισθοφόρος».
Δεν το χώραγε το μυαλό του: ένα τρυφερό
παιδί ντυμένο με το τραχύ ρούχο, τη βαριά στολή, τον οπλισμό, ό,τι τέλος
πάντων κουβάλαγε μία λέξη σαν το μισθοφόρος.
Του ήρθαν στη μύτη οι μυρωδιές προβιάς και πατημένου χλωρού χορταριού.
Οι αμάραντοι, κι αν μύριζαν, θα μύριζαν
κάτι ξερό ή υφάλμυρο. Έφτιαξε το στεφάνι δένοντας με λεπτό σπάγκο μικρά
μπουκέτα απ’ τα λουλούδια γύρω από την πλεγμένη σε δακτύλιο
κληματόβεργα, ύστερα το κρέμασε στην εξώπορτά του. Νύχτωνε. Η αγράμπελη
στην άκρη της αυλής είχε πετάξει δροσερά βλαστάρια. Οι γλάστρες και το
μικρό παρτέρι θέλανε βοτάνισμα, αλλά ας βεβαιωνόταν προηγουμένως πως δε
θα έκανε άλλα νερά, ακόμα κάποια τελευταία μπόρα πριν από το καλοκαίρι.
©Αντώνης Νικολής
(Το μυθιστόρημα Ο θάνατος του μισθοφόρου γράφτηκε από το χειμώνα του 2012 ως και την άνοιξη του 2015 και η έκδοσή του επίκειται.)
φωτο©Στράτος Φουντούλης, “Λότζια” Ηρακλείου -μερική άποψη, 2011