(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Απουλήιου «Ο χρυσός γάιδαρος ή οι μεταμορφώσεις».
Από την ιστορία του Έρωτα και της Ψυχής που αφηγείται η γριά δούλα στο κορίτσι
που έχουν απαγάγει οι ληστές και κρατάνε φυλακισμένο στο λημέρι τους. Ακροατής
και ο Λούκιος, μεταμορφωμένος σε γάιδαρο. Βιβλίο Έκτο, παράγραφοι 23-24.)
Ο Δίας διατάζει τον Ερμή να καλέσει αμέσως γενική συνέλευση
των θεών και να κηρύξει δέκα χιλιάδες λίρες πρόστιμο σε καθέναν που θα
απουσίαζε από τη συνέλευση. Με τη φοβέρα αυτή το ουράνιο παλάτι γέμισε, και ο
μεγαλόπρεπος Δίας, πάνω στον υψηλό θρόνο του, αρχίζει:
«Θεοί, γραμμένοι στο βιβλίο των Μουσών, ποιος από σας δε
γνωρίζει τον Έρωτα, τον έφηβο αυτόν που εγώ ο ίδιος ανάθρεψα; Θέλω να του βάλω
λίγο χαλινάρι στη σφοδρότητα των πρώτων εφηβικών του εκδηλώσεων∙ τα σκάνδαλα,
οι ασωτείες του, είναι κάθε μέρα το σούσουρο όλου του κόσμου∙ πρέπει να μη
βρίσκει πια ευκαιρίες για τέτοια πράγματα. Με το γάμο θα συμμαζευτεί, θα
φρονιμέψει. Έχει διαλέξει μια νέα και του ’χει χαρίσει και την παρθενιά της. Ας
την πάρει λοιπόν, κι ας ζήσει ευτυχισμένος με τον πρώτο του αυτόν έρωτα, την
Ψυχή.»
Έπειτα, γυρίζοντας στην Αφροδίτη: «Και συ, κόρη μου, μη
λυπάσαι, μη φοβάσαι πως ο γιος σου θα ντροπιάσει την καταγωγή του παίρνοντας
μια θνητή∙ εγώ θα ισιώσω τη διαφορά∙ ο γάμος αυτός θα είναι νόμιμος.» Κι αμέσως
διατάζει τον Ερμή να φέρει την Ψυχή στον Όλυμπο∙ δίνοντάς της τότε ένα δοχείο
γεμάτο αμβροσία, «πάρε, Ψυχή», της είπε, «και γίνου αθάνατη∙ ποτέ ο Έρωτας δε
θα χωριστεί από σένα. Ο Υμέναιος σας ενώνει για πάντα».
Χωρίς αργοπορία στήνουν το μεγαλόπρεπο τραπέζι για το
συμπόσιο του γάμου. Ο Έρωτας με την Ψυχή στα γόνατά του πιάσαν το πάνω μέρος
του τραπεζιού∙ έπειτα έρχονταν ο Δίας με την Ήρα∙ οι άλλες θεότητες
ακολουθούσαν κατά την τάξη τους. Ο νεαρός βοσκός Γανυμήδης, ο κεραστής του Δία,
κερνούσε το νέκταρ και ο Βάκχος το πρόσφερε άφθονα στους αθανάτους. Ο Ήφαιστος
προετοίμαζε τα φαγητά, οι Ώρες στολίζανε τη σάλα με τα λουλούδια, οι Χάριτες σκορπίζανε
χίλιες μυρωδιές και οι Μούσες ξεχύναν τις αρμονικές φωνές των. Ο Απόλλωνας
τραγουδούσε με τη λύρα του, οι εννιά Αδελφές στήσανε χορό, ένας Σάτυρος έπαιζε
τη φλογέρα και ο Παν τον αυλό, ενώ η ωραία Αφροδίτη μ’ αυτή τη μουσική χόρευε
μαγευτικά. Έτσι ο Έρωτας κι η Ψυχή ενώθηκαν επίσημα, και σύντομα, μετά το γάμο τους,
γεννήθηκε ένα κοριτσάκι, που τ’ ονομάσανε Ηδονή.
(Αντόνιο Κανόβα (1757-1822), Η Ψυχή αναβιώνει με το φιλί του Έρωτα, περί το 1790, Μουσείο του
Λούβρου.)
[Απουλήιος, Ο χρυσός γάιδαρος
ή οι μεταμορφώσεις, μετάφραση από τον ανώνυμο της έκδοσης «Γραμμάτων»
Αλεξανδρείας 1927, σε επιμέλεια Αριστείδη Αϊβαλιώτη, εκδόσεις Νεφέλη, 1982,
σελ. 291, το απόσπασμα στις σελ. 150-151]