Εκεί έμεινε ο Ύπνος προτού τον δουν τα μάτια του Δία,
ανεβασμένος σε πανύψηλο έλατο που ευδοκιμούσε τότε στην Ίδη, πολύ ψηλό, που
ξεπερνούσε τον αέρα κι έφτανε ως τον αιθέρα, το ανώτατο στρώμα του ουρανού.
Εκεί κάθισε, καλυμμένος απ’ τα κλωνάρια του έλατου, όμοιος με το ορεσίβιο πουλί
με τη δυνατή φωνή που οι θεοί το ονομάζουνε χαλκίδα, οι άνθρωποι όμως κύμινδη.
(Το σωστότερο: στο γλωσσικό ιδίωμα των θεών.
Νομίζω εδώ ακούγονται τα γέλια από έναν - δυο ανάμεσα στους ακροατές του ραψωδού.)
Νομίζω εδώ ακούγονται τα γέλια από έναν - δυο ανάμεσα στους ακροατές του ραψωδού.)
[Ομήρου Ιλιάδα,
ραψωδία Ξ, στίχοι 286 – 291]