(Η Θέτις ακούει απ’ τη σπηλιά του γέρου πατέρα της Νηρέα, βαθιά στη θάλασσα, τον πόνο του γιου της, και συνοδευόμενη από τις Νηρηίδες, τις αδελφές της, τις σαράντα εννιά θειάδες του Αχιλλέα, -και ειρήσθω στο διάβα τους τα κύματα μεριάζουν-, φτάνει στην Τροία, στα καράβια και στο γιο της που θρηνεί το χαμό του συντρόφου του.)
«Τέκνον, τί κλαίεις; τί δέ σε φρένας ἵκετο πένθος;
ἐξαύδα μὴ κεῦθε∙…»
«Παιδί μου, γιατί κλαις; Ποιο πένθος έπεσε στην καρδιά σου;
Μίλα μου, μη μου το κρύβεις…»
(Σχέδιο (1895-99) του Νικόλαου Γύζη (1842-1901), Αχιλλέας
και Θέτις.)
[Ομήρου Ιλιάδα, ραψωδία
Σ, στίχοι 73 - 74]