Αυτά είπε ο Αντίλοχος και τον Αχιλλέα τον πλάκωσε το μαύρο της
λύπης σύννεφο∙ πήρε και με τα δυο του χέρια σκόνη γεμάτη στάχτη και την έχυσε
πάνω στο κεφάλι του κι ασχήμυνε το όμορφο πρόσωπό του∙ κι η μαύρη στάχτη κάθισε
στο λαμπρό καθαρό χιτώνα του κι ο ίδιος κυλίστηκε όλος και κειτόταν φαρδύς πλατύς
στα χώματα, και με τα ίδια του τα χέρια χάλαγε ξεριζώνοντας τα μαλλιά του. Κι
οι σκλάβες που ο Αχιλλέας κι ο Πάτροκλος είχανε πάρει σαν λάφυρα στον πόλεμο μέσ’
απ’ την ψυχή τους οδύρονταν με δυνατές κραυγές, βγήκαν απ’ την πόρτα κι έτρεξαν
γύρω απ’ τον Αχιλλέα, τον έμπειρο πολεμιστή, κι όλες χτυπιούνταν στα στήθια με
τα χέρια τους και λύνονταν καθεμιάς τα γόνατα.
[Ομήρου Ιλιάδα, ραψωδία Σ, στίχοι 20 - 31]