(Ο Όμηρος τα λιοντάρια -τόσο συχνές και λεπτομερείς οι περιγραφές
τους στις εκτενείς παρομοιώσεις του- δεν τα είχε δει, βέβαια, σε ντοκιμαντέρ
του Animal Planet.)
Μπροστά βάδιζε ο Έκτορας, κι απέναντί του ο Μενέλαος έκανε
βήματα προς τα πίσω, εγκατέλειπε το νεκρό στρίβοντας κάθε λίγο το κεφάλι σαν το
λιοντάρι με την όμορφη χαίτη που το διώχνουν τα σκυλιά και οι άντρες απ’ τη
μάντρα με όπλα και με φωνές, κι αυτό παγώνει τη γενναία του καρδιά και παρά τη
θέλησή του φεύγει από τη στάνη. Έτσι κι ο ξανθός Μενέλαος απομακρύνθηκε από τον
Πάτροκλο, μα μόλις έφτασε στο πλήθος των συντρόφων του, στάθηκε και στρέφοντας
το κεφάλι έψαχνε τον Αίαντα, το γιο του Τελαμώνα. Και τον εντόπισε πολύ γρήγορα
στο αριστερό ακρότατο σημείο της μάχης να δίνει θάρρος στους συντρόφους του και
να τους παροτρύνει να συμμετέχουν στον πόλεμο, γιατί ο Φοίβος Απόλλωνας τους είχε
υποβάλει την επιθυμία να τραπούν σε φυγή. Ο Μενέλαος έτρεξε και με το που τον
πλησίασε του είπε: «Αίαντα, φίλε μου, έλα δω να σπεύσουμε στο σκοτωμένο Πάτροκλο,
μήπως και μπορέσουμε να μεταφέρουμε το κουφάρι του στον Αχιλλέα, γυμνό βέβαια,
γιατί τα όπλα του τα έχει στην κατοχή του ο Έκτορας, αυτός που η περικεφαλαία του
στραφταλίζει.» Έτσι μίλησε και συνεπήρε την ψυχή του γενναίου Αίαντα. Κι εκείνος
διέσχισε την πρώτη γραμμή των μαχητών ακολουθούμενος από τον ξανθό Μενέλαο.
Ο Έκτορας, εντωμεταξύ, αφού του άρπαξε τα περίφημα όπλα, τράβαγε τον Πάτροκλο, για να του κόψει με τον
αιχμηρό χαλκό το κεφάλι από τους ώμους, και το κορμί του πρώτα να το σύρει κι
ύστερα να το δώσει στα σκυλιά της Τροίας. Ο Αίαντας, ωστόσο, κατέφθασε κοντά
κρατώντας την ασπίδα του που έμοιαζε με πύργο. Ο Έκτορας τότε οπισθοχώρησε
γρήγορα, έφτασε στο πλήθος των συντρόφων του, κι αναπήδησε στο άρμα του. Έδωσε
τα όμορφα όπλα να τα πάνε στην πόλη, για να διαφυλάξουν μεγάλη δόξα στο
όνομά του. Ο Αίαντας, πάλι, αφού σκέπασε με την πλατιά ασπίδα του τον Πάτροκλο,
το γιο του Μενοίτιου, στάθηκε σαν το λιοντάρι γύρω απ’ τα λιονταράκια, τους σκύμνους του, που το συνάντησαν στο δάσος
κυνηγοί. Εκείνο κοιτάζει άγρια και βλοσυρά γύρω του και συνοφρυώνει το μέτωπο
σκεπάζοντας τα μάτια του. Ανάλογη ήτανε κι η στάση του Αίαντα πλάι στον ήρωα
Πάτροκλο, κι από την άλλη πλευρά στεκόταν ο γιος του Ατρέα, ο Μενέλαος, ο ευνοούμενος
του Άρη, που τα στήθη του τα πλάκωνε μεγάλη θλίψη.
[Ομήρου Ιλιάδα,
ραψωδία Ρ, στίχοι 107 - 139]